Για τον γράφοντα είναι εξαιρετικά πιθανό ο αριθμός των μεγάλων Θεών να διαφοροποιήθηκε συν τω χρόνω. Σίγουρο είναι πως οι Κάβειροι, προς τιμή των οποίων γίνονταν τα εν λόγω Μυστήρια, θεωρούνταν «θεότητες» του πυρός, της μεταλλοτεχνίας, της γονιμότητας, της αμπελουργίας, προστάτες της ναυσιπλοΐας αλλά και θεραπευτικοί Θεοί. Σώζεται μάλιστα μία πολύ ενδιαφέρουσα μαρτυρία για την ιδιότητα των Καβειρίων Θεοτήτων ως προστάτες των ναυτιλομένων και όχι μόνο.
Η ιστορία έχει ως εξής. Λέγεται πως ο Διαγόρας της Μήλου, ο περιβόητος αθεϊστής, επισκεπτόμενος τη Σαμοθράκη, βρέθηκε αντιμέτωπος με το πλήθος των αναθηματικών πινακίδων στο ιερό, ευχαριστήρια τεκμήρια, στημένα από εκείνους που είχαν διασωθεί από τους κινδύνους της ναυσιπλοΐας από τους Μεγάλους Θεούς.
Ο Διαγόρας ρωτήθηκε αν αυτό δεν ήταν μια απόδειξη της δύναμης των Θεών. Ο Διαγόρας αντέστρεψε το επιχείρημα:
«Θα ήταν πολύ περισσότερα αυτά, αν εκείνοι που είχαν καταποντιστεί είχαν την ευκαιρία να κάνουν αφιερώσεις».
Οι στατιστικές θα ανασκευάσουν την ευσέβεια. Η χρονολογία θα ήταν γύρω στο 430 π.χ, αν πράγματι πήρε μέρος ο Διαγόρας. Το ανέκδοτο αποδίδεται και στο Διογένη τον Κυνικό. Ο ρόλος των ευχών στους Μεγάλους Θεούς επιβεβαιώνεται από τον Αριστοφάνη. Ένας εντυπωσιακός αριθμός αναθηματικών μνημείων δεν θα προϋπέθετε στην πραγματικότητα μυστήρια με την έννοια των ειδικών, μυστικών μυήσεων. Αναθηματική θρησκεία και μυστήρια μπορούσαν να υπάρχουν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο· αλλά και εύκολα μπορούν να συνυπάρχουν.
Οι Κάβειροι ήταν παιδιά του Θεού του πυρός και της μεταλλουργίας Ηφαίστου, και μίας Θεάς η οποία ταυτίζεται με την μεγάλη Θεά ή την Δήμητρα - Καβειρώ. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά καθώς η μητριαρχία προηγείται της πατριαρχίας, ενώ η καλλιέργεια της γης ως στοιχείο μόνιμης εγκατάστασης και πολιτισμού, προηγείται της μεταλλουργίας. Σε αυτό το σημείο όμως έχουμε ένα παράδοξο, που σχετίζεται με τον Θεό της φωτιάς Ήφαιστο και χρήση της φωτιάς.
Το ψήσιμο της τροφής σηματοδοτεί το πρώτο και βασικό στοιχείο ανθρώπινου πολιτισμού, το οποίο διαφοροποίησε καταλυτικά τον άνθρωπο από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, θέτοντας σε κίνηση την εξελικτική πορεία του ανθρώπου, και την αύξηση του εγκεφάλου του.
Συνεπώς τα μυστήρια αυτά σηματοδοτούν την μετάδοση της αρχέγονης εκείνης γνώσης και των βασικών εκείνων στοιχείων που διαμόρφωσαν και καθόρισαν τα στοιχεία του πολιτισμού στην ανθρωπότητα.
Η φωτιά προέρχεται κυρίως από τον Ουρανό, με την μορφή κεραυνού, πολλές φορές όμως σε Ηφαιστειακά περιβάλλοντα όπως σε αυτό της Λήμνου λ.χ προέρχονται από τα έγκατα της Γης.
Συνεπώς είναι φυσικό να τιμώνται και οι δύο χθόνιες θεότητες στα Καβείρια μυστήρια, η μεγάλη Πότνια Θεά ή η Δήμητρα, η οποία παρέχει τους καρπούς και την καλλιέργεια και ο Ήφαιστος που παρέχει το πυρ και την τέχνη της μεταλλουργίας, των εργαλείων και του πολέμου. Χθόνιες Θεότητες και οι δύο, κάποια στιγμή τελείται ιερός γάμος και τέκνα των Θεών είναι οι επίσης χθόνιοι Κάβειροι.
Ως σύζυγος του Ηφαίστου αναφέρεται και η Καβειρώ, ενώ οι Κάβειροι αναφέρονται και ως Καρκίνοι, όρος ο οποίος παραπέμπει στις σιδηρουργικές λαβίδες (δαγκάνες).
Οι Κάβειροι παρουσιάζονται ως κακόμορφοι δαίμονες, γεγονός που δεν ξενίζει καθώς και ο πατέρας τους Ήφαιστος ήταν ο μόνος Θεός που ήταν όχι μόνο άσχημος αλλά και κουτσός, γεγονός παράδοξο για Θεό, όχι όμως για ένα μεταλλουργό. Το γεγονός πως ένας Θεός ζει σε νησί στην Λήμνο, και όχι στον Όλυμπο αλλά και κυρίως πως ασχολείται με την Ύλη συμβολίζεται από τους αρχαίους μυθαγωγούς με την χωλότητα και την ασχήμια του.
Ο Πρόκλος, στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 142.22 – 144.19», αναφέρει:
«Ο Ήφαιστος είναι δημιουργός των αισθητών και όχι των ψυχικών ή των νοητικών Θεϊκών έργων. Και επεξηγεί είναι χωλός - κουτσός και από τα δύο του πόδια, επειδή είναι δημιουργός των εσχάτων - τελευταίων όντων. Παρουσιάζεται να πέφτει από ψηλά στη γη, επειδή απλώνει τη δημιουργία σε ολόκληρη την αισθητή ουσία – την Ύλη..[..]... Εκείνος άλλωστε που κινείται με το είδος της κινήσεως που σχετίζεται με τον νου και τη φρόνηση δεν χρειάζεται πόδια, όπως λέει ο Τίμαιος. ...[..].. Αυτό το οποίο δημιουργεί η Φύση βυθιζόμενη μέσα στα σώματα, αυτό διαπλάθει και τούτος ο θεός με τρόπο θεϊκό, κινώντας τη Φύση και χρησιμοποιώντας τη σαν όργανο για την δική του δημιουργία. Γιατί και η έμφυτη θερμότητα προέρχεται από τον Ήφαιστο και παράγεται από αυτόν για την σωματική δημιουργία».
Ο Πορφύριος όμως στο έργο του «Περί αγαλμάτων» αναφέρει για τους υψηλότερους απόκρυφους συμβολισμούς που έκρυψαν οι αρχαίοι μυθαγωγοί αλληγορικά στην μορφή του Ηφαίστου, και που σχετίζονται με το κοσμογονικό αρχικό πυρ:
«Την δύναμη του πυρός την ονόμασαν Ήφαιστο και την προσομοίασαν με μορφή ανθρώπου σε άγαλμα. Φορά γαλάζιο καπέλο που συμβολίζει την περιστροφή του ουρανίου θόλου, όπου δημιουργείται το πρωταρχικό και ξεκάθαρο πυρ (κοσμική ενέργεια). Αυτό κατέρχεται στην γη από τον ουρανό και είναι κατώτερης μορφής ενώ απαιτείται βάση για στήριξη επάνω στην ύλη. Γι αυτό και παριστάνεται κουτσός, σαν να χρειάζεται επί πλέον υποστήριξη».
Όργανο, του Ηφαίστου είναι το πυρ και ύλη η γη, η δια του πυρός κινούμενη και ζωογονούσα, ενώ η ίδια είναι «ἀπεψυγμένη» (παγωμένη). Ίσως για αυτό τον λόγο Ήφαιστος είναι ερωτευμένος με την Αθηνά, επειδή μιμείται με τα αισθητά έργα τη νοητική της ιδιότητα.
Κατά μία δε ερμηνεία των συμβόλων του Θεού, ο ακατέργαστος σίδηρος, που πιάνει με την Λαβίδα του ο Ήφαιστος, για να τον μορφοποιήσει στο Εργαστήριο του, είναι η ψυχή του ανθρώπου, η οποία πρέπει να σφυρηλατηθεί στο πυρ της γνώσεως και της αρετής, και να πετάξει από πάνω της τις σκουριές των παθών, που την διαβρώνουν, αναδεικνύοντας με Ηφαίστειο «βάπτισμα πυρός», τον ανώτερο εαυτό της, την ουσία της.
Στην Λήμνο τιμούσαν τον Ήφαιστο και ως θεό θεραπευτή. Δώρο του για την φιλοξενία των Λημνίων ήταν η περίφημη θεραπευτική Λημνία γη. Για αυτό τον λόγο, ο Φιλοκτήτης ο διάσημος τοξοβόλος των Ελλήνων κατά την εκστρατεία της Τροίας, αφέθηκε εδώ, ώστε να γιατρευτεί από η πληγή του από το δάγκωμα φιδιού με την Λημνία γη.
Ο Φιλοκτήτης περιλαμβάνεται ανάμεσα στους μνηστήρες της Ελένης και μ’ αυτή την ιδιότητα εμπλέκεται στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας με επτά καράβια.
Όταν ο στόλος των Αχαιών έπλεε προς την Τροία , αγκυροβόλησε στο νησί Χρύση, για να προσφέρουν θυσίες. Τη θυσία ανέλαβε να προσφέρει ο Φιλοκτήτης αλλά τον δάγκωσε στο πόδι ένα φίδι, ο φύλακας του ναού, τιμωρώντας έτσι τον ασεβή που τόλμησε να πλησιάσει τον ναό· είτε κατ’ εντολή της νύμφης, επειδή ο Φιλοκτήτης δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα της. Η πληγή ήταν δύσοσμη και προκαλούσε πολύ έντονους πόνους στον Φιλοκτήτη.
Οι Αχαιοί αποφάσισαν τότε να αφήσουν τον Φιλοκτήτη στην Λήμνο, τόπο λατρείας του Ήφαιστου, και των Καβείρων λόγω του ότι θα μπορούσε να θεραπευτεί η πληγή του Φιλοκτήτη με την φαρμακευτική Λημνία Γη. Ο Φιλόστρατος στο έργο του «Ηρωικός» αναφέρει πως όντως το πόδι του Φιλοκτήτη θεραπεύτηκε με την Λημνία γη.
Η Τροία όμως δεν έπεφτε. Σύμφωνα με τον μάντη Κάλχα, ο μόνος που γνώριζε την μοίρα της Τροίας ήταν ο Τρώας Μάντης Έλενος. Ο Οδυσσέας έστησε ενέδρα και συνέλαβε τον Έλενο, ο οποίος είχε καταφύγει στα βουνά μετά την άρνηση των Τρώων να του δώσουν για γυναίκα του την Ελένη Ο Τρώας μάντης αποκάλυψε ότι για την άλωση της Τροίας ήταν αναγκαία η παρουσία του Φιλοκτήτη με τα όπλα που είχε στην κατοχή του και που ήταν του Ηρακλή· με αυτά τα όπλα είχε καταλάβει ο ίδιος ο Ηρακλής την πόλη τους όταν ζούσε.
Τότε οι Αχαιοί έστειλαν τον Οδυσσέα στη Λήμνο, για να βρει τον Φιλοκτήτη και να τον πείσει να επιστρέψει στην Τροία. Σύμφωνα με τον Σοφοκλή, ο Φιλοκτήτης για όσο διάστημα έμεινε στην Λήμνο, κατοικούσε σε μία Σπηλιά. Μια δίθυρη σπηλιά απ’ όπου έμπαινε το χειμώνα ο ήλιος και το καλοκαίρι ο αέρας. Αναφέρει επίσης ότι στο δάπεδο της η σπηλιά είχε βότσαλα με τα οποία άναβε ο Φιλοκτήτης φωτιά το χειμώνα για να ζεσταθεί, και ότι την βρέχει ο Νότος και ότι το βουνό στο οποίο βρίσκεται η σπηλιά ήταν αφιερωμένο στον Ερμή και πως στα αριστερά της υπήρχε πηγαίο νερό.
Η σπηλιά αυτή βρίσκεται στο ιερό των Καβείρων, και είναι πολύ πιθανό στην σπηλιά αυτή να λάμβαναν χώρα τελετές μυήσεως. Δέκα χρόνια ήταν απομονωμένος ο Φιλοκτήτης στην σπηλιά του. Τα βέλη του όμως ήταν απαραίτητα για την κατάληψη της Τροίας, τον επίτευξη του σκοπού της εκστρατείας. Θα μπορούσαμε συνεπώς να υποθέσουμε πως υπονοείται αλληγορικά ένα εσωτερικό μακροχρόνιο ταξίδι και ενδοσκόπησης, πνευματικό ταξίδι αυτογνωσίας.
Τα βέλη είναι ένα Ηλιακό σύμβολο, το οποίο αλληγορεί πως κατά τον ίδιο τρόπο που το ημερήσιο τόξο της διαδρομής του Ήλιου στον ουρανό, φωτίζει και αναζωογονεί την Γη, κατά παρόμοιο τρόπο, το τόξο συμβολίζει το πνευματικό πυρ, τις ιδέες που οδηγούν στην αυτογνωσία και την πνευματική αφύπνιση. Η σπηλιά έχει δύο εισόδους – εξόδους. Ίσως αλληγορείται κατ’ αυτόν τον τρόπο, η λογική και το παράλογο, το συνειδητό και το ασυνείδητο, η απατηλότητα των αισθήσεων και η Θεία ενόραση.
Η σπηλιά παραπέμπει στην μήτρα της ζωής. Όπως η ζωή του ανθρώπου αρχίζει στο σκοτάδι της μήτρας, έτσι και το ταξίδι προς τη γνώση αρχίζει μέσα από τη σκοτεινή σπηλιά. Ο άνθρωπος με την γέννηση του κατά την διάρκεια του βίου του (εκ της βίας), καλείται να ενεργοποιήσει τις Θεϊκές δυνάμεις τις οποίες φέρει μέσα του.
Ο Πλάτων χρησιμοποιεί αυτή την πεποίθηση για να μας υποδείξει αλληγορικά πως όπως ο άνθρωπος γεννιέται περνώντας από το σώμα της μητέρας στον εξωτερικό κόσμο, έτσι και ο δεσμώτης ξαναγεννιέται περνώντας από το σπήλαιο στο πνευματικό φως.
Η σπηλιά-μήτρα αναπολεί τη γέννηση μας από τη μητέρα και υπονοεί ότι η πνευματική μετάβαση προς τη γνώση και την αλήθεια απαιτεί την εγκατάλειψη της άγνοιας, και πως ο άνθρωπος καλείται να θεραπεύσει ότι τον κρατάει δέσμιο στα ζωικά ένστικτα και πάθη.
Από πληροφορίες που έχουν διασωθεί φαίνεται πως κατά την διάρκεια τέλεσης των Καβειρίων μυστηρίων τα οποία διαρκούσαν εννέα ημέρες (όπως και τα Ελευσίνια) έσβηναν όλα τα Φώτα στο νησί της Σαμοθράκης και της Λήμνου, επί εννέα ημέρες, μέχρι να έρθει με πλοίο από την Δήλο το άγιο φως, ίσως εις ανάμνηση της χρήσης της φωτιάς όπως περιγράφεται παραπάνω.
Για αυτόν τον λόγο και η λαμπάδα ήταν το σύμβολο των Καβείρων. Είναι επίσης σίγουρο πως η φωτιά ήταν ένα από τα στοιχεία της κάθαρσης και του εξαγνισμού των υποψηφίων προς μύηση. Της μυήσεως προηγούνταν εξομολόγηση από τον εξομολογητή «ιερέα» ο οποίος ονομαζόταν Κόης ή Κοίης.
Στα Λακωνικά Αποφθέγματα του Πλουτάρχου αναφέρεται πως ένας Σπαρτιάτης (πιθανώς κάποιος με το όνομα Λύσανδρς) ο οποίος είχε πάει να μυηθεί στα Καβείρια μυστήρια ρωτήθηκε κατά την διαδικασία της εξομολόγησης από τον Ιερέα «ποια ήταν η πιο άνομη πράξη που είχε διαπράξει στη ζωή του».
Ο Σπαρτιάτης απάντησε Λακωνικά ότι ξέρουν οι θεοί και ο ιερέας δεν είναι ανάγκη να γνωρίζει. Αυτό είναι ένα από τα λίγα κείμενα, όπου αναφέρεται ένας ιερέας (ιερεύς) του Σαμοθρακικού ιερού. Μοιάζει να κάνει νύξη για μια εντελώς παράξενη, πράγματι μοναδική πρακτική στη Σαμοθρακική λατρεία, που έχει προκαλέσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και έχει θεωρηθεί ως ο πρωιμότερος τύπος μιας «ομολογίας αμαρτιών» στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο.
Στο ιερατείο των Καβείριων υπήρχαν επίσης οι Ανακτοτελεστές, οι δικαστές «ιερείς», που αποφάσιζαν ποιοι και ποιες θα μυηθούν, η «ιέρεια» Λουτροφόρος που μεριμνούσε για την ψυχική κάθαρση των υποψήφιων. Το νερό, το στοιχείο εκείνο που στην συνείδησή μας λειτουργεί σαν εσωτερικό καθαρτήριο σώματος και ψυχής.
Όταν άρχιζε η μύηση, ο υποψήφιος περνούσε μέσα στο σκοτάδι της νύκτας δάση και ποταμούς για να φθάσει στο «ιερό» κρατώντας στεφάνι από κλαδιά ελιάς, και έχοντας γύρω από τα μέση του πορφυρή ταινία.
Έχει έρθει η Ιερή Φλόγα, από τη Δήλο. Έχει καταφθάσει ο Θείος σπινθήρας του Πνεύματος από το νησί του Απόλλωνα,ο Ιεροφάντης καθοδηγεί τον μύστη ώστε να καθαρθεί και να περάσει όλες τις δοκιμασίες, επικαλούμενος τις δυνάμεις των Καβείρων.
Σε κάποιο σημείο της μυήσεως ο νεόφυτος οδηγούνταν μέσα από σκοτεινούς διαδρόμους να καθίσει σε έναν θρόνο. Η τελετή αυτή ονομαζόταν «θρονισμός». Μπροστά στον θρόνο έκαιγε πυρά γύρω από την οποία οι ιερείς αποκάλυπταν τις σχετικές με τα μυστήρια απόκρυφες διδασκαλίες και ιερά αντικείμενα, ψάλλοντας προφανώς Ιερούς ύμνους, υπό τους ήχους μουσικής και μυστηριακών τραγουδιών.
Η φωτιά λειτουργεί ως σύμβολο εξαγνισμού και σύμβολο μια νέας αρχής για μια καινούργια ζωή. Μυστηριακές τελετές με κυκλικό χορό αναφέρονται σε κείμενο του Δίωνα της Προύσας:
«Εάν κανείς θα έφερνε έναν άνθρωπο, Έλληνα ή βάρβαρο, για μύηση μέσα σε ένα μυστικό σηκό, εξαιρετικής ομορφιάς και μεγέθους, όπου αυτός θα παρατηρούσε πολλές μυστικές θέες και θα άκουγε πολλούς μυστικούς ήχους, με σκοτάδι και φως να εναλλάσσονται ξαφνικά και άλλα αμέτρητα πράγματα να συμβαίνουν, και ακόμη, όπως ακριβώς συνηθίζουν να κάνουν στην καλούμενη τελετή 'θρονισμού' - όπου οι τελούντες ιερείς έχουν τους μυουμένους να κάθονται κάτω και αυτοί χορεύουν γύρω τους- εάν όλα αυτά συνέβαιναν, θα ήταν δυνατόν, ώστε αυτός ο άνθρωπος να μην δοκίμαζε τίποτα στην ψυχή του και να μην έφτανε στο σημείο να μαντεύσει ότι όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα κάτι παραπάνω από μια σοφή πρόθεση και προετοιμασία».
Ο Νεόφυτος φορούσε στο κεφάλι στεφάνι από κλαδί ελιάς, οδηγούμενος στο άβατο όπου λάμβανε χώρα το τελικό στάδιο της μυήσεως αυτό της εποπτείας. Με το πέρας των καθαρμών, κατηχήσεων, δοκιμασιών, και της εποπτείας, περνούσαν στο μύστη μια κόκκινη ταινία στην μέση του, την οποία θα έφερε μαζί του στην υπόλοιπη ζωή του, ενδεικτική της μυήσεως του
Μία σχετική πληροφορία για την κόκκινη ζώνη μυήσεως προέρχεται από τα σχόλια στον Απολλώνιο Ρόδιο, στο πλαίσιο της Αργοναυτικής εκστρατείας
«Λένε ότι ο Οδυσσέας, όντας μύστης και χρησιμοποιώντας τον πέπλο της Λευκοθέας ως ταινία, σώθηκε από την καταιγίδα στη θάλασσα, βάζοντας το πέπλο κάτω από την κοιλιά του. Γιατί οι μύστες δένουν πορφυρές ταινίες κάτω από τις κοιλιές τους».
Αυτό είναι μοναδικό, καθώς αποκαλύπτει μια λεπτομέρεια της ιεροτελεστίας μαζί με το σκοπό της και ένα μυθικό πλαίσιο. Η ιεροτελεστία, με έκδυση και ένδυση με ένα κομμάτι υφάσματος, φαίνεται να είναι τυπική για μύηση· συνεπάγεται ότι ο μυούμενος έχει γυμνωθεί, όπως ο Οδυσσέας έχει πετάξει τα ρούχα του, προτού φορέσει τον πέπλο της Λευκοθέας.
Το «πορφυρό», δείχνει το ασυνήθιστο και πολύτιμο χαρακτήρα της ταινίας. Δυστυχώς, δεν μαθαίνουμε τίποτε που θα επέτρεπε την απόδοση της τελετής σε κάποιον ειδικό τόπο ή κτίριο μέσα στο ιερό της Σαμοθράκης.
Η ιεροτελεστία δεν μπορεί να ήταν αυστηρά μυστική, ειδάλλως δεν θα εμφανιζόταν σε ένα λόγιο κείμενο. Το κείμενο είναι σαφέστατο για το σκοπό της τελετής: διάσωση από τους κινδύνους της θάλασσας.
Ο σχολιαστής προσθέτει μια άλλη εφαρμογή της 'πορφύρας ταινίας' στον Όμηρο, όταν ο Αγαμέμνων καλεί τους πολεμιστές του σε μια πιο γενναία άμυνα κατά του Έκτορα, «κρατώντας ένα μεγάλο πορφυρό ρούχο στο δυνατό του χέρι». Η πορφυρή αυτή ζώνη των μυημένων στα Καβείρια, χρησιμοποιήθηκε από τον Αγαμέμνονα, για να γίνει ευδιάκριτος μέσα στην ταραχή, αλλά και υπονοώντας πως και μόνο η θέα της είχε τη δύναμη να ημερεύει την οχλοβοή.
Λέγεται επίσης πως ο Βασιλιάς Φίλλιπος και η Ολυμπιάδα, γνωρίστηκαν όταν πήραν και οι δύο μέρος ς στα μυστήρια των Καβείρων που τελούνταν στη Σαμοθράκη. Εκεί η Ολυμπιάδα, είδε στη διάρκεια της τελετής τον Φίλιππο και τον ερωτεύτηκε και συμφώνησε να τον παντρευτεί, αφού προσφέρει τις πρέπουσες θυσίες και προσφορές στη γαμήλια φωτιά. (Ιμέριος, Or. I, 12).
Η Ολυμπιάδα, μάλιστα, εμφανίζεται πολλές φορές με φίδια, σαν την κυρά των φιδιών της Κνωσού ή σαν Μαινάδα: Ο Πλούταρχος (Αλέξανδρος 2.9.6), αναφέρει πως η Ολυμπιάδα έφερε στους βακχικούς θιάσους μεγάλα φίδια εξημερωμένα, τα οποία πολλές φορές έβγαιναν από τον κισσό και από τα κρυμμένα κάνιστρα, και καθώς τυλίγονταν γύρω από τις ράβδους των γυναικών και τα στεφάνια, τρόμαζαν τους άνδρες. Λέγεται επίσης πως λίγο πριν τη γέννηση του Αλεξάνδρου ο Φίλιππος είχε δει ένα φίδι να περιβάλλει την κοιμωμένη Ολυμπιάδα.
Οι μυημένοι της Σαμοθράκης ισχυρίζονταν ότι είχαν γίνει «πιο δίκαιοι και ευσεβείς». Το όμως πραγματικά συνέβαινε στις μυσταγωγικές και μυστηριακές τελετές κανείς δεν πρόκειται να μάθει, καθώς ήδη από την αρχαιότητα η αποκάλυψη των αρρήτων επέφερε την ποινή του θανάτου. Μία υποψία για το τι ενδεχομένως σηματοδοτούσε η Εποπτική εμπειρία μας αποκαλύπτει ο Πλάτων στον Φαίδρο 245.b-c:
«Αλλά αυτοί που έλαβαν μέρος σε εκείνη από τις τελετουργίες που είναι νόμιμο να την ονομάζουμε μακαριότατη, βλέπουν τη λαμπρή ωραιότητα και τη μακάρια όψη και την πραγματική θέασή τους, καθώς εν χορό με τους άλλους πανευτυχείς μύστες γίνονται ακόλουθοι του Δία ή κάποιου άλλου πάτρωνα θεού. Και τότε πανηγυρίζουμε ευδαιμονικά, καθώς βιώνουμε μία ολοκλήρωση μέσα μας, και αισθανόμαστε ότι είμαστε πια απρόσβλητοι από οποιαδήποτε κακό, και βλέπουμε παντού τέλειες και καθαρές και βέβαιες εικόνες καθώς αναγορευτήκαμε πια μυημένοι και επόπτες μυστηρίων, λουσμένη σε ένα λαμπρό φως και νοιώθουμε ότι είμαστε εξαγνισμένοι και απαλλαγμένοι από τα δεσμά του σώματος, από αυτό δηλαδή το μνήμα που το περιφέρουμε κολλημένο επάνω μας σαν όστρακο».
Ο Πρόκλος αναφέρει:
«Σύμφωνα με τον Πλάτωνα («Φαίδρος, 246.d), το «θείο γένος», ούτε με την αίσθηση είναι αντιληπτό αφού είναι εντελώς ξεχωριστό από όλα τα σωματικά, ούτε από την αντίληψη και την διάνοια, αφού αυτές είναι διαμοιρασμένες και έρχονται σε επαφή με το πολύμορφα πράγματα, ούτε από τη «νόηση μετά Λόγου (με λογικούς συλλογισμούς)», αφού αυτού του είδους οι γνώσεις αφορούν τα αληθινά όντα, ενώ η των θεών ύπαρξη επιβαίνει στα όντα όπως λέγει ο Πλωτίνος («Εννεάδες, 1.1.8.9, 2.5.5.10, 6.7.5.24»), και έχει προσδιοριστεί από την Ένωση των πάντων. Απομένει, λοιπόν, αν μπορεί να γίνει με κάποιο τρόπο το θείο γνωστό, να είναι αντιληπτό από την ύπαρξη της ψυχής και από αυτήν να αναγνωρίζεται, καθ’ όσον είναι δυνατόν. Γιατί το όμοιο αναγνωρίζει το όμοιό του. Από την αίσθηση το αισθητό, από την αντίληψη το αντιληπτό, από την διάνοια το διανοητό και από τον νου το νοητό, ώστε και από το ένα το πιο ενιαίο από όλα και από το μυστικό το μυστικό».
Και συνεχίζει ο Πρόκλος (Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, Βιβλίο Α,1.15.23 – 1.17.7»):
«Ο Πλάτων («Αλκιβιάδης, 133.b»), αναφέρει πως μόνο όταν η ψυχή στραφεί πρός τον εαυτό θα δει και όλα τα άλλα, και τον θεό. Και συγκεντρωμένη προς την ένωσή της και το κέντρο της ζωής, και ξεπερνώντας το πλήθος και την ποικιλία των κάθε είδους δυνάμεων που βρίσκονται σε αυτήν..[..]... Και όπως ακριβώς στις πιο ιερές τελετές λένε ότι οι μύστες στην αρχή συναντούν πολυποίκιλα και πολυειδή αυτά τα γένη των θεών που έχουν προπορευτεί, ενώ, αν εισέλθουν ατάραχοι και προστατευόμενοι από τις τελετές, την ίδια τη θεία έλλαμψιν ακραιφνώς εγκολπώνονται και ‘γυμνοί’, όπως εκείνοι λένε, του θείου μεταλαμβάνουν, κατά τον ίδιο τρόπο και εν τη θεωρία των όλων η ψυχή η οποία κοιτάζει αυτά που βρίσκονται μετά από αυτήν, βλέπει τις σκιές και τα είδωλα των όντων, ενώ, αν στραφεί προς τον εαυτό της, ξεδιπλώνει τη δική της ουσία και τους δικούς της λογικούς προσδιορισμούς – ‘εἰς ἑαυτὴν δὲ ἐπιστρεφομένην τὴν ἑαυτῆς οὐσίαν καὶ τοὺς ἑαυτῆς λόγους ἀνελίττειν’. Και αρχικά, καθώς βλέπει μόνο τον εαυτό της, εμβαθύνει στην αυτογνωσία της και βρίσκει τον νου μέσα της και τις βαθμίδες των όντων, και προχωρώντας στο εσωτερικό της και περίπου στο άδυτο της ψυχής, εκεί «με κλειστά τα μάτια» (εξ ου και μύηση) παρατηρεί (εξ ου και εποπτεία) και «το γένος των θεών» και τις ενάδες των όντων. Γιατί όλα υπάρχουν εντός μας με τρόπο ψυχικό και για αυτό από τη φύση μας τα γνωρίζουμε όλα, αφυπνίζοντας τις δυνάμεις που βρίσκονται εντός μας και τις εικόνες των πάντων. Και αυτό είναι το άριστον της ενέργειας, με ηρεμία δηλαδή των δυνάμεων να ανατείνουμε προς το ίδιο το θείο και να χορεύουμε γύρω από εκείνο, και όλο το πλήθος τη ψυχής αεί να το ‘συγκεντρώνουμε μαζί’ προς την ένωση ταύτην, αφήνοντας όλα όσα μετά το Ένα είναι προσκολλημένα σε αυτό και συνδέονται με το άρρητο και πάντων επέκεινα των όντων».
Οι πρωιμότερες ενδείξεις θρησκευτικής δραστηριότητας χρονολογούνται στον 7ο αιώνα π.Χ., αλλά η κατασκευή μνημειακών κτιρίων άρχισε μόλις στον 4ο αιώνα π.Χ. και συνδέεται με τη γενναιοδωρία και τα πολιτικά ενδιαφέροντα του Μακεδονικού βασιλικού οίκου, ήδη από τη Βασιλεία του Φιλίππου Β΄. Το ιερό που γνώρισε τη μεγαλύτερή του δόξα στους 3ο και 2ο αιώνες π.Χ. εγκαταλείπεται προς το τέλος του 4ου αιώνα μ.Χ.
Στην Λήμνο, το ιερό Καβείρων υπαγόταν διοικητικά στην Ηφαιστία που ήταν το κέντρο της λατρείας του Ηφαίστου και η κυριότερη πόλη του νησιού. Στο νότιο πλάτωμα υπήρχε το Αρχαϊκό τελεστήριο, το οποίο ήταν ένα κτίριο ακανόνιστης ορθογώνιας κάτοψης με θρανία από διπλή σειρά πλίνθων που είχαν τελετουργική χρήση και μια ορθογώνια θεμελίωση με κυκλική προεξοχή που ήταν ένα είδος βωμού ή «Βήματος» που οικοδομήθηκε πιθανότατα στις αρχές του 7ου π.Χ αι. και καταστράφηκε, ίσως από σεισμό, στο β΄ μισό του ίδιου αιώνα.
Το Ελληνιστικό τελεστήριο βρίσκεται στο βόρειο πλάτωμα. Πρόκειται για ένα πρόστυλο κτίριο με δώδεκα δωρικούς κίονες. Αποτελείται από ένα μεγάλο κεντρικό χώρο χωρισμένο κάθετα σε τρία τμήματα από δύο σειρές ιωνικών κιόνων με άνοιγμα στο Βορρά. Ένας κάθετος στο κτίριο διάδρομος χώριζε το τελεστήριο από μια σειρά δωματίων, τα άδυτα, που το έκλειναν από το Βορρά. Από τα ευρήματα επιβεβαιώθηκε η χρονολόγηση του μεγάλου τελεστηρίου γύρω στο 2ο π.Χ. αι. Λεηλατήθηκε και κάηκε κατά τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους ανάμεσα στο 2ο και 3ο μ.Χ. αιώνα.
Το ύστερο Ρωμαϊκό τελεστήριο (η λεγόμενη «βασιλική») βρίσκεται στο νότιο πλάτωμα και είναι θεμελιωμένο πάνω στο Αρχαϊκό κτίριο. Η είσοδος του Ιερού βρισκόταν στη νότια πλευρά και είχε πρόναο με επτά κίονες. Η κεντρική αίθουσα, μήκους 17μ., ήταν χωρισμένη σε τρία μέρη από δύο σειρές πέντε κιόνων. Τα δύο πλευρικά τμήματα είχαν μεγαλύτερο μήκος από το κεντρικό, με θρανία τουλάχιστον κατά μήκος του νότιου τοίχου. Ένας διάδρομος χώριζε την κεντρική αίθουσα από τα άδυτα που βρισκόταν στο βάθος.