65 ημέρες στα Άδανα ως αιχμάλωτος πολέμου


Πέρασε σχεδόν μισός αιώνας, μα για κάποιους πέρασαν μόλις μερικά λεπτά, ίσως και δευτερόλεπτα από τότε. Ο κος Δημήτρης Μιχαήλ θυμάται σαν χθες, όταν οι «γιουρούκκιες» εμφανίστηκαν ξαφνικά στην αυλή του, στο Βαρώσι και με την απειλή των όπλων τον πέταξαν σε ένα φορτηγό για να τον στείλουν στα Άδανα ως αιχμάλωτο πολέμου.

Μνήμες άγριες, που αποτυπώνονται σε κάθε λέξη που χρησιμοποιεί στην αφήγησή του. Και ύστερα, όταν επέστρεψε στην πατρίδα, που το μόνο που πήρε από το κράτος ήταν 2 λίρες και μια αλλαξιά ρούχα.

Κάθε μέρα που ξημέρωνε έρχονταν με μια λίστα, διάβαζαν 15-20 ονόματα, σηκώνονταν από δίπλα μας, τους έδεναν χέρια και μάτια, τους έβαζαν μέσα στο φορτηγό και τους έπαιρναν για εκτέλεση. Ελαλούσαμε «εγλυτώσαμε σήμερα, αύριο τι θα γίνει»;

Από την Ζαφείρω Κάστανου - Φοιτήτρια Νομικής

Σαράντα τέσσερα χρόνια μετά συνεχίζουμε να ζούμε σ’ ένα μοιρασμένο νησί. Ένα νησί που μέσα από τα πάθη του, δυστυχώς, δεν λέει να μάθει. Το «δεν ξεχνώ» που μάθαμε στα παιδικά μας χρόνια του έχουν αλλάξει τη σημασία. Υπάρχουν όμως ακόμα εκείνοι που δεν ξεχνούν. Ο κύριος Δημήτρης είναι ένας από αυτούς που μέσα από τη στάχτη του κατάφερε να σταθεί στα πόδια του παρ’ όλες τις αντιξοότητες που συνάντησε μπροστά του.

Μου ανοίγει την καρδιά του και μέσα από τα βιώματα και τα συναισθήματά του, μου εξιστορεί τις μέρες που έζησε ως αιχμάλωτος στα Άδανα. Όσα λέγονται, αφού σύμφωνα με τον ίδιο υπάρχουν ανατριχιαστικά γεγονότα που τον σημάδεψαν και ποτέ δεν μπόρεσε να ξεστομίσει. Βέβαια, το κράτος δεν ήταν ποτέ πραγματικά δίπλα σε αυτούς τους ανθρώπους. Αν σκεφτείς ότι η πολιτεία άφησε παραγκωνισμένα αυτά τα άτομα, αυτούς τους ήρωες ζωής διαφόρων ηλικιών όντας στην πιο δημιουργική φάση της ζωής τους, ποτέ δεν τους δόθηκε ένας τίτλος τιμής που στην τελική φανερώνει μια μικρή ένδειξη συμπαράστασης και σεβασμού για όλες τις κακουχίες που έχουν περάσει, παρά μόνο τους «επαινεί» με ένα μικρό επίδομα της τάξης των 7 ευρώ.

Φτάσαμε στην Τουρκία. Έξω στους δρόμους υπήρχε χιλιάδες κόσμος δεξιά-αριστερά και χτυπούσαν τα φορτηγά με ξιφολόγχες και πέτρες, ενώ κάποιοι τραυματίστηκαν, άλλοι σωριαζόμασταν. Φτάσαμε στα Άδανα. 

Image result for αιχμάλωτοι, εισβολή άδανα

Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι - Λευκωσία

Φωτογραφία: Εργκίν Κονούκσεβερ.


 



Πώς ξεκίνησε, λοιπόν, η εμπειρία σας; 

Όταν έσπασαν οι γραμμές κοντά στη Μεσαορία -το μέτωπο της Μιας Μηλιάς- ήμασταν δεκάδες στρατιώτες που αντιληφθήκαμε ότι όλα όσα μας έλεγαν ήταν ψέματα. Μας είχαν αφήσει μόνους μας, οι αξιωματικοί έφυγαν, αλλά εμάς μας έφεραν πίσω. Ήταν όλα προδομένα. Εμείς δεν γνωρίζαμε πολλά πράματα.

Η Κατερίνα, ήταν με τον πέντε μηνών γιο μας Χρίστο εγκλωβισμένοι στο Ριζοκάρπασο και όταν κατάφερα να επιστρέψω δοκίμασα να πάμε με το αυτοκίνητο στις ελεύθερες περιοχές. Το Βαρώσι είχε ήδη εγκαταλειφθεί, οι δρόμοι των ενδιάμεσων χωριών ήταν κομμένοι και κατόπιν προτροπών μείναμε στο χωριό. Μετά από αρκετές μέρες βγήκα έξω στην αυλή, καθώς άκουγα ένα δυνατό κρότο. Όσο περνούσε η ώρα ο θόρυβος των τεθωρακισμένων μεγάλωνε.

Πέρασαν 2-3 τανκ και ενδιάμεσα τους μεγάλα στρατιωτικά φορτηγά από τα οποία κάθε λίγα μέτρα έβγαιναν από μέσα Τούρκοι στρατιώτες και καταλάμβαναν σπίτια. Μέτρησα περίπου 17 τανκ και φορτηγά, την ώρα που κατάλαβα ότι πλησιάζουν φώναξα της γυναίκας μου «γλήορα, βάλε το μωρό μες την αμαξού και βγείτε στον δρόμο». Δεν πρόλαβαν να περάσουν 5 λεπτά και εμφανίστηκαν μπροστά μου γιουρούκκιες, οι οποίοι άπλωσαν τα όπλα πάνω μου και με τραβούσαν. Γύρισα πάνω στην Κατερίνα που ήταν φυρμένη στα κλάματα. Λαλώ που μέσα μου «εν η τελευταία μου φορά».

Ήρθαν άλλοι αξιωματικοί, μας έβαλαν στα φορτηγά και μας πήραν στο «σεράι» στη Λευκωσία που ήταν σαν φυλακές, μέχρι να μας μεταφέρουν στην Τουρκία. Δεν γνωρίζαμε τι θα συνέβαινε. Μείναμε μερικές μέρες εκεί, εφιαλτικές μέρες. Κάθε μέρα που ξημέρωνε έρχονταν με μια λίστα, διάβαζαν 15-20 ονόματα, σηκώνονταν από δίπλα μας, τους έδεναν χέρια και μάτια, τους έβαζαν μέσα στο φορτηγό και τους έπαιρναν για εκτέλεση. Ελαλούσαμε «εγλυτώσαμε σήμερα, αύριο τι θα γίνει»; Προσωπικά κατάλαβα και ένιωσα τι σημαίνει να σε λούζει κρύος ιδρώτας, να παγώνει το αίμα στις φλέβες σου, ειδικά την ώρα που διάβαζαν τα ονόματα. 

 

  Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι από τον Αττίλα την ώρα του φαγητού.

Ελληνοκύπριοι αιχμάλωτοι την ώρα του φαγητού 

 

Ήρθε η μέρα που μας έβαλαν μέσα στα φορτηγά και μας πήραν στο Δαυλός, κάτω στη θάλασσα, για να μας βάλουν στα πλοία και να μας στείλουν στην Τουρκία. Εν τω μεταξύ μας κτυπούσαν με ρόπαλα, και μας στοίβαζαν στο αμπάρι όπως τα πρόβατα.   

Φτάσαμε στην Τουρκία. Έξω στους δρόμους υπήρχε χιλιάδες κόσμος δεξιά-αριστερά και χτυπούσαν τα φορτηγά με ξιφολόγχες και πέτρες, ενώ κάποιοι τραυματίστηκαν, άλλοι σωριαζόμασταν. Φτάσαμε στα Άδανα. Εμείς δε γνωρίζαμε πολλά πράματα. Εκεί υπήρχε ένα τεράστιο φρούριο με ένα διάδρομο -δύο μέτρα πλάτος- στον οποίο στέκονταν Τούρκοι στρατιώτες. Ενώ διασχίζαμε τον διάδρομο μας χτυπούσαν στην πλάτη, στα χέρια. Εγώ είχα καλυμμένο το κεφάλι συνέχεια. Όταν έβλεπαν ιερείς άφριζαν, τους κτυπούσαν πιο δυνατά. Εγώ έκοψα πίσω από έναν παπά και γλύτωσα χτυπήματα.

Μόλις φτάσαμε στα κελιά, αρχικά σκέφτηκα «καλά επεράσαμε ως δαμέ». Την επόμενη μέρα όμως δεν μπορούσα να ταράξω, άλλοι ήταν σε χειρότερη κατάσταση. Εκεί ξεκίνησε ο πραγματικός γολγοθάς. Κάθε μέρα στις 5:00 το ξημέρωμα έπρεπε να είμαστε στο πόδι. Μας έπαιρναν σε ένα σημείο, μας μετρούσαν για να ελέγξουν ότι είμαστε όλοι και μετά πάλι μπαίναμε στα κελιά. Μια μέρα αρρώστησα και σηκώθηκα τελευταίος. Έμεινα πίσω, αφού ένιωθα αδυναμία και με χτυπούσαν με ρόπαλα μέχρι να σταθώ στη γραμμή.

Δεν πρόλαβαν να περάσουν 5 λεπτά και εμφανίστηκαν μπροστά μου γιουρούκκιες, οι οποίοι άπλωσαν τα όπλα πάνω μου και με τραβούσαν. Γύρισα πάνω στην Κατερίνα που ήταν φυρμένη στα κλάματα. Λαλώ που μέσα μου «εν η τελευταία μου φορά».


Ποιες ήταν οι συνθήκες διαβίωσής σας;

Το φαγητό ήταν απαίσιο, ούτε τα ζώα δεν το έτρωγαν. Τις πλείστες φορές ήταν φακές, -όπως το ζουμί. Τα φασόλια, ζουμί με ψείρες. Οι περισσότεροι αναγκαστικά έτρωγαν. Κάποτε μας έδιναν ολόμαυρη φρατζόλα ψωμί. Εγώ έβγαζα την ψισσιά από μέσα, άφηνα λίγο καυκαλούι και τσιμπούσα. Ευτυχώς υπήρχε μπόλικο νερό που βρίσκαμε στα αποχωρητήρια. Ούτε πετσέτα να νιφτούμε είχαμε. Τα κρεβάτια ήταν ξημαρισμένα, χωρίς σκεπάσματα και μέναμε τριάντα άντρες στα κελιά.

 

Το πιο περίεργο περιστατικό που θυμάσαι;

Ανά μεγάλα διαστήματα, μας έβγαζαν έξω από τα κελιά και ψέκαζαν για τις αρρώστιες. Μια μέρα ήρθε ένας Τούρκος γιατρός για να μας εξετάσει. Πάει ο πρώτος και τον ρωτάει ο γιατρός τι έχει. «Εν αναπνέω» του απαντά. Ο γιατρός του έδωσε δύο γροθιές στα μούτρα και του λέει «τώρα είσαι καλά»; Ο δεύτερος δεν πρόλαβε να φύγει «εσύ τι έχεις»; Άρχισε και πάλι τις γροθιές και έφυγε βουρητός. Ο τρίτος πριν προλάβει να του κοντέψει έφυγε και ακολούθησαν και οι υπόλοιποι.

Ένα άλλο περιστατικό ήταν ότι μας έβαζαν μέσα σ’ ένα αμάξι, όπως το ασθενοφόρο και μας έπαιρναν σε ένα επιτελείο μεγάλων αξιωματικών για να μας ανακρίνουν. Εμένα με ρώτησαν αν ξέρω τον Σαμψών, αφού στην αρχή νόμιζαν πως ήμουν ο αδερφός του, γιατί είχαμε το ίδιο όνομα και ήμασταν στην ίδια τάξη. Τα μάτια τους ήταν όπως τα γεράκια, το αίμα μου πάγωσε. «Ναι ξέρω τον, όπως ξέρω τον Ντενκτάς. Εξ ακοής, όχι σε προσωπικό επίπεδο». Με ρώτησαν επίσης εάν υπηρέτησα στο 326ο τάγμα πεζικού στο Λιμνήτη και ήξεραν όλες τις πληροφορίες για εμένα, τόσο προδομένα ήταν. Ήξεραν ακριβώς τις πληροφορίες και μου έλεγαν ακριβώς που υπηρέτησα.

Μια μέρα ήρθε ένας Τούρκος γιατρός για να μας εξετάσει. Πάει ο πρώτος και τον ρωτάει ο γιατρός τι έχει. «Εν αναπνέω» του απαντά. Ο γιατρός του έδωσε δύο γροθιές στα μούτρα και του λέει «τώρα είσαι καλά»; 


Κάποιο ευχάριστο γεγονός που θυμάστε;

Μετά από ένα μήνα περίπου, συνέβη ένα ευχάριστο γεγονός. Μας βρήκε ο Ερυθρός Σταυρός και ήρθε αντιπροσωπεία στα κελιά μας. Μας έδωσε μια κάρτα για να τη γεμίσουμε με τα στοιχεία μας. Ξαφνικά έφυγε ένα βάρος από πάνω μας, γιατί ξέραμε ότι πλέον ήμασταν γραμμένοι κάπου. Ένα άλλο ευχάριστο γεγονός που μου έκανε εντύπωση, ήταν όταν ένα βράδυ μας πλησίασε ένας Τούρκος αξιωματικός –φοιτητής- μάθαμε στην πορεία και μας ρωτούσε αν ξέρει κάποιος από εμάς τούρκικα. Δεν ήξερε κανένας. «Γαλλικά», συνεχίζει; Ο Τούρκος δε γνώριζε αγγλικά. Τον πλησίασα, διότι ήξερα γαλλικά. Ήταν το μόνο καλό πρόσωπο που είδαμε. Έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα και μας πρόσφερε. Όταν έκαμα να πιάσω, έκαμα το χέρι πίσω. Με ρώτησε «γιατί δεν το παίρνεις»; Του απαντώ «θα το καπνίσω μόνος μου; Οι άλλοι»; Μου λέει «να το καπνίσουμε μαζί και να σου δώσω το πακέτο να το πάρεις μέσα για όλους τώρα που δεν έχει Τούρκους». Μετά από 2-3 μέρες έφυγε, δεν τον είδαμε ξανά.

 

Πως τελικά καταφέρατε και επιστρέψατε πίσω στην πατρίδα;

Έγινε συμφωνία με τον Κληρίδη για ανταλλαγή. Μας πήραν μέχρι τη Μερσίνα. Μετά κάτι χάλασε στις συνομιλίες και μας έστειλαν πίσω. Φανήκαμε τυχεροί τελικά και η ανταλλαγή έγινε. Εκάμαμεν 65 μέρες στα Άδανα. Ήταν 18 Οκτωβρίου όταν μας πήραν στην Κερύνεια, κατεβήκαμε και μας έδωσαν για πρώτη φορά ψωμί άσπρο, που το τρώγαμε όπως το γλύκισμα. Μας πήραν στη διαχωριστική γραμμή που γινόταν η ανταλλαγή. Μπήκαμε στα λεωφορεία για να μας πάρουν στη ξενοδοχειακή σχολή. Χιλιάδες κόσμος στους δρόμους με φωτογραφίες στο χέρι, φωνές, κλάματα. Ήμασταν όλοι με τα γένια, εγώ ήμουν όπως τον μολυσμένο;

Πριν σταματήσουν τα λεωφορεία, είδα ένα στρατιώτη λόκατζη που είχε αυτόματο πάνω του. Μόλις είχε κατεβεί από τον Άγιο Ιλαρίωνα. Ήταν ο αδερφός μου ο μικρός. Τους έδωσαν διαταγή να φύγουν απ’ εκεί. Κρατούσε έναν πληγωμένο στην πορεία, αλλά πέθανε στον δρόμο. Κατάφεραν να καταλάβουν τον Άγιο Ιλαρίωνα και μετά τους είπαν να φύγουν. Ήταν όλα προδομένα. Τότε σκοτώθηκαν αρκετοί, ο αδερφός μου επέζησε. Εγώ τον κατάλαβα, χτύπησα στο τζάμι και φώναξα «εεε Βάσο»… Γύρισε αυτός με είδε και τον ρώτησα «τι γίνεται; Οι αρφούες μας, οι γονείς μας»; «Ούλοι εν εντάξει, εσύ να κατεβείς και εγώ θα τους ειδοποιήσω».

Κατεβήκαμε και μας πήγαν σε ένα χώρο να κάνουμε μπάνιο και να καθαριστούμε. Μπήκαμε μέσα και βγάλαμε τα ρούχα μας γιατί θα τα έκρουζαν. Μπήκα στο μπάνιο να ξυριστώ, αλλά δεν τα κατάφερα από τα πολλά γένια. Υπήρχαν αίθουσες με παπούτσια, φανέλες, παντελόνια για να ντυθούμε. Εκεί ήταν μια πολύ καλή κυρία και με καθοδηγούσε «χρυσέ μου, καλέ μου»… Της είπα «μη σταματάς, εν τα πρώτα λόγια που ακούω». Φόρεσα ένα ζευγάρι παντόφλες, γιατί πονούσα από την εξάντληση και τις κακουχίες, ένα παντελόνι κι ένα σακάκι. Λέγαμε για αστείο «εν να φάμε νόστιμο κοτόπουλο τωρά», ενώ τελικά τσίμπησα τέσσερις ρόγες σταφύλι αφού το στομάχι μου είχε κλείσει. Είχε ταμεία και μας έδωσαν δύο λίρες στον κάθε αιχμάλωτο. «Μα τι να κάμω δύο λίρες; Πού να πάω; Πώς θα πάω»;

Κατά τη διάρκεια της επιστροφής, εκφωνητές και δημοσιογράφοι εκφωνούσαν τα ονόματα όσων είχαν επιστρέψει από τα Άδανα. Δεν άργησαν να έρθουν και οι δικοί μου. Ένας ταξιτζής παλιός μας γείτονας στο Βαρώσι μάς έβαλε μέσα και ήρθαμε στη Λάρνακα σ’ ένα σπίτι που έλειπαν οι ένοικοι και οι οποίοι ήταν γνωστοί του αδερφού μου του μεγάλου. Μείναμε εκεί, ώσπου να τακτοποιηθούμε, εγώ, τα αδέρφια μου, η μάνα και ο παπάς μας.

 

Image result for αιχμάλωτοι, εισβολή

Διαδικασία ανταλλαγής αιχμαλώτων

 

Οι πρώτες μέρες μετά την επιστροφή; 

Τις επόμενες ημέρες άρχισαν να φαίνονται τα σημάδια της ταλαιπωρίας. Η μάνα μου έτριβε με σπίρτο τα πόδια μου. Οι δικοί μου μετά έφυγαν για τη Λεμεσό. Η γυναίκα μου ήταν εγκλωβισμένη και συνεννοούμαστε με τα μηνύματα που γράφαμε στις κόλλες-δεφτεράκια που έστελλε ο Ερυθρός Σταυρός. Την περίοδο των γιορτών, έκαμαν έναν πρόγραμμα για να στείλουμε μηνύματα στους αιχμαλώτους. «Είμαι ο τάδε, εύχομαι καλές γιορτές στους τάδε τάδε, το μωρό μου και ιδιαιτέρως στην αγαπημένη μου Κατερίνα».

Η Κατερίνα έκαμε ένα χρόνο εγκλωβισμένη. Ο γιος μου, ο Χρίστος, με έβλεπε περίεργα στην αρχή. Οι ένοικοι του σπιτιού που μέναμε επέστρεψαν, και μείναμε στο δρόμο με την Κατερίνα. Τελικά μας μείναμε στο διαμέρισμα του αδελφού μου, σε μια πολυκατοικία στα τούρτζικα για ένα διάστημα. Τελικά βρήκαμε ένα μικρό σπιτάκι –δύο κάμαρες- με ενοίκιο 15 λίρες, άδειο.

Μας ξαναπέταξαν έξω, αφού ήθελαν να το κατεδαφίσουν για να χτίσουν πολυκατοικία. Βρήκαμε σπίτι στα τούρτζικα, ένα χαλαμάντουρο που έτρεχαν νερά. Περνούσαμε, τι ήταν να κάμουμε;

Είχε ταμεία και μας έδωσαν δύο λίρες στον κάθε αιχμάλωτο. «Μα τι να κάμω δύο λίρες; Πού να πάω; Πώς θα πάω»;


Το κράτος, πού ήταν όλο αυτό το διάστημα; 

Μέχρι σήμερα εξακολουθεί να υπάρχει ένα μεγάλο γιατί. Γιατί τόση διαφθορά; Κανένας δε μας βοήθησε. Έχασα το αυτοκίνητο μου, το ολοκαίνουριο, το πήραν οι Τούρκοι. Όλα τα αντικείμενα, την περιουσία, τα σπίτια μου. Με χίλια βάσανα πηγαίναμε στη Λευκωσία να μας δώσουν ένα σπίτι. Μας έλεγαν «πιο ύστερα». Μια μέρα ήρθε η αστυνομία στο σπίτι μας. Εγώ ήμουν στη δουλειά. Η Κατερίνα φοβήθηκε. «Ο άντρας σου εν ο τάδε; Εν επήγε στο στρατό ως έφεδρος και υπάρχει νόμος για πρόστιμο». Τους είπε ότι έκαμα αιχμάλωτος πολέμου και αμέσως με έσβησαν από τη λίστα. Το περιστατικό επαναλήφθηκε. Και ήθελαν να με πάρουν στο δικαστήριο. Εγώ τους είπα ότι έκαμα αιχμάλωτος και υπάρχει νόμος πως δεν πάμε έφεδροι. Τους δείξαμε τα πιστοποιητικά για να πιστέψουν.

Σκεφτήκατε ποτέ να μεταναστεύσετε στο εξωτερικό για ένα καλύτερο μέλλον;

Όχι, πως θα πήγαινα; Τα πρώτα τρία χρόνια ήμουν με τον σάκο που μου έδωσε ο Ερυθρός Σταυρός. Επί τρεις μήνες ξυπνούσα μέσα στη νύχτα από τους εφιάλτες. Έβλεπα περιστατικά που με σημάδεψαν. Μέσα από τη στάχτη τελικά επιβιώσαμε.



Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας εδώ

Νεότερη Παλαιότερη