Η δικτατορία της κοινωνικής αναλγησίας είναι ήδη εδώ


 Γράφει ο Δημήτριος Νικ. Δασκαλάκης, Δικηγόρος Αθηνών

Η αδιαφορία βρίσκει πάντα μια δικαιολογία, η αγάπη αναζητά πάντα ένα τρόπo.

Η «αόρατη καρδιά» («the invisible heart») είναι ο τίτλος ενός ξένου ντοκιμαντέρ με το οποίο προπαγανδίζεται η αξία της συμμετοχής του επιχειρηματικού κεφαλαίου στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων τα οποία συνδέονται με την φτώχεια, την ανεργία και την ήπια εγκληματικότητα.

Στην πραγματικότητα, όμως, στο ντοκιμαντέρ καταγράφεται (για τον έμπειρο και προσεκτικό τηλεθεατή) η αδυναμία των κυβερνήσεων, τόσο σε εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο να χρηματοδοτήσουν το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας που προκαλεί ως συνέπεια την διείσδυση του αρπακτικού και επιθετικού επενδυτικού κεφαλαίου στον ευαίσθητο τομέα της παροχής κοινωνικών υπηρεσιών.

Το 2000 το Υπουργείο Οικονομικών της Αγγλίας αποφάσισε την συγκρότηση μιας ομάδας εργασίας (Task Force) για την εξέταση των κοινωνικών ζητημάτων που συνδέονται με την φτώχεια, την ανεργία και την κοινωνική περιθωριοποίηση των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών.

Ως επικεφαλής της ομάδας εργασίας και καταλληλότερο πρόσωπο για την χάραξη πολιτικών για την αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων που μαστίζουν την σύγχρονη δυτική κοινωνία, κρίθηκε ο Σερ Ρόναλντ Κοέν, «πατέρας» του βρετανικού κεφαλαίου επιχειρηματικού κινδύνου, ιδρυτής του μεγαλύτερου Ευρωπαϊκού Επενδυτικού Κεφαλαίου και μέλος της Ομάδας Κοινωνικών Επενδύσεων της G8. (Επίσης το 2005 είχε διατελέσει και διαχειριστής του Βρετανικού Μουσείου).

Οι Τράπεζες, οι εταιρείες καθώς και ιδιώτες επενδυτές παρατηρώντας την εντεινόμενη αδυναμία των κυβερνήσεων να διαχειριστούν τα πολλαπλά κοινωνικοοικονομικά προβλήματα (φτώχεια, ανεργία, έλλειψη στέγης, τροφής, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, αδυναμία πρόσβασης των παιδιών σε πρωτοβάθμιες εκπαιδευτικές δομές) διέγνωσαν αμέσως ότι το υφιστάμενο κενό στο δίχτυ κοινωνικής προστασίας προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την μεγιστοποίηση των επενδυτικών τους κερδών (υπό το πρόσχημα της κοινωνικής αλληλεγγύης και φιλανθρωπίας) και έσπευσαν να την εκμεταλλευτούν, δημιουργώντας το «Ομόλογο Κοινωνικού Αντικτύπου» (Ο.Κ.Α.).

Τα ομόλογα κοινωνικού αντικτύπου είναι επιχειρηματικά συμβόλαια που συνάπτονται μεταξύ των εταιρειών και των εκπροσώπων του δημοσίου τομέα ή κυβερνητικού οργανισμού με τα οποία συμφωνείται η χρηματοδότηση κοινωνικών προγραμμάτων με αντάλλαγμα την παροχή αξιοζήλευτων οικονομικών αποδόσεων στους επενδυτές.

Από μια σημαντική μερίδα επιχειρηματιών το ομόλογο κοινωνικού αντικτύπου παρουσιάζεται ως ένα νέο φιλόδοξο επενδυτικό προϊόν για την αντιμετώπιση των οξυμμένων κοινωνικών προκλήσεων που συνδυάζει την συγκέντρωση ιδιωτικών κεφαλαίων με την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών.

Το ομόλογο κοινωνικού αντικτύπου προβάλλεται από τους εμπνευστές του, ως η μεγαλύτερη κοινωνική καινοτομία του 21ου αιώνα που θα επιφέρει ριζική μεταβολή στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής των κυβερνήσεων, ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί ένα ακόμη χρηματοοικονομικό εργαλείο αύξησης κερδών για τους επενδυτές το οποίο όμως εμφανίζεται με το περιτύλιγμα της φιλανθρωπικής κοινωνικής δράσης.

Παράλληλα το Ο.Κ.Α. έχοντας συγκεντρώσει την μαζική υποστήριξη φιλανθρωπικών οργανώσεων (όπως είναι το ίδρυμα «Rockefeller Foundation») και με την συμμετοχή της μεγαλύτερης επενδυτικής τράπεζας του κόσμου «Goldman Sachs» κυκλοφορεί ήδη σε 24 χώρες.

Εγείρεται όμως το εξής ερώτημα:

Είναι το ομόλογο κοινωνικού αντικτύπου απαραίτητο για την στήριξη του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας;

Μέχρι και πριν από λίγα χρόνια, όλοι γνωρίζαμε ότι στις βασικότερες και κυριότερες υποχρεώσεις που αναλάμβανε το κράτος έναντι των φορολογουμένων πολιτών του, συμπεριλαμβανόταν η εξασφάλιση δωρεάν εκπαίδευσης, η παροχή ποιοτικής ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης καθώς και η ίδρυση αξιόπιστων υπηρεσιών κοινωνικής φροντίδας και πρόνοιας για τους οικονομικά και κοινωνικά ευάλωτους πολίτες.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια όμως, ενώ παρατηρείται θεαματική αύξηση του παγκόσμιου πλούτου, ταυτόχρονα σημειώνεται σημαντική υστέρηση των κρατικών πόρων που προορίζονται για την χρηματοδότηση των κοινωνικών υπηρεσιών, με αποτέλεσμα να είναι υποστελεχωμένες, να υπολειτουργούν και να αδυνατούν να ανταποκριθούν αποτελεσματικά στα αιτήματα βοήθειας που λαμβάνουν.

Συνεπώς, οι κυβερνήσεις στο πλαίσιο της άσκησης κοινωνικής πολιτικής οφείλουν να καταβάλλουν φιλότιμες και ειλικρινείς προσπάθειες για την εξεύρεση των απαιτούμενων πόρων –περιορίζοντας την κατασπατάληση και την κακοδιαχείριση των δημόσιων οικονομικών–, προκειμένου να στηρίξουν σε ικανοποιητικό βαθμό την χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας.

Δυστυχώς, όμως, καταφεύγουν στην εύκολη λύση του δανεισμού και απευθύνονται σε ιδιώτες επενδυτές οι οποίοι αναλαμβάνουν την χρηματοδότηση συγκεκριμένων κοινωνικών προγραμμάτων (π.χ. την ένταξη στην εκπαιδευτική διαδικασία παιδιών που προέρχονται από κοινωνικά ευάλωτες ομάδες) και, αντιστοίχως, οι κυβερνήσεις (δηλ. οι φορολογούμενοι πολίτες) αναλαμβάνουν την υποχρέωση να επιστρέψουν στους ιδιώτες τα χρήματα της επένδυσης μαζί με το ποσοστό του κέρδους.

Αυτή είναι η κεντρική ιδέα και η λειτουργία των ομολόγων κοινωνικού αντικτύπου.

Ο Ρόναλντ Κοέν είχε υποστηρίξει ότι η ανάπτυξη του ομολόγου κοινωνικού αντικτύπου σε νευραλγικούς τομείς της κοινωνικής μέριμνας, όπως είναι η έλλειψη στέγης, η νεανική ανεργία καθώς και η αδυναμία πρόσβασης σε εκπαιδευτικές δομές παιδιών που προέρχονται από κοινωνικά αποκλεισμένες οικογένειες, μπορεί να επιφέρει σημαντικά κέρδη στους επενδυτές.

Επομένως, οι επικριτές του ομολόγου κοινωνικού αντικτύπου θα μπορούσαν εύλογα να το χαρακτηρίσουν ως «χιμαιρικό υβρίδιο φιλανθρωπίας» που συνδυάζει το ακραίο νεοφιλελεύθερο μοντέλο επενδυτικής δράσης με την κοινωνική αλληλεγγύη.

Το κεντρικό αφήγημα του ντοκιμαντέρ «η αόρατη καρδιά» είναι η άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων μέσω της επενδυτικής δράσης, η οποία φιλοδοξεί να ανακουφίσει την φτώχεια και την δυστυχία των ανθρώπων.

Στην πραγματικότητα, όμως, τα επιχειρηματικά συμφέροντα επιφέρουν το ακριβώς αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αφού εργαλειοποιούν την ανθρώπινη δυστυχία με σκοπό το υπερκέρδος που επιτυγχάνεται υπό το πρόσχημα της φιλανθρωπίας, ενισχύοντας παράλληλα το κοινωνικό προφίλ των επενδυτών.

Στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, η εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου έχει φθάσει να αποτελεί αντικείμενο επιχειρηματικού σχεδιασμού και άσκηση επικερδούς οικονομικής δραστηριότητας με σκοπό την μέγιστη δυνατή απόδοση της επένδυσης που τελικά υπονομεύει τα θεμέλια του κράτους πρόνοιας και συντηρεί τα κοινωνικά αίτια, τα οποία υποθάλπουν την φτώχεια, την ανεργία, τον κοινωνικό αποκλεισμό και την εξαθλίωση των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών.

Επομένως, η προσπάθεια των παγκοσμιοποιητών να εμφανίσουν το ομόλογο κοινωνικού αντικτύπου ως το κλειδί για την κοινωνική επανάσταση μέσω της γέννησης μιας νέας αγοράς που θα συμβάλλει στην επίλυση των πολυσύνθετων κοινωνικών προβλημάτων και στην αποτροπή της κοινωνικής έκρηξης, σύντομα θα αποδειχθεί μια άλλη κοινωνική ουτοπία και αυταπάτη η οποία θα οδηγήσει στην αδυναμία διαχείρισης των κοινωνικών προκλήσεων και θα προκαλέσει την κατάρρευση των κοινωνικών υπηρεσιών.

Πίσω από τα παχιά και ωραία λόγια ελλοχεύει η ακόρεστη επιθυμία του πλέον αρπακτικού επενδυτικού κεφαλαίου το οποίο ορέγεται να μεγιστοποιήσει τα άνομα κέρδη του επεκτείνοντας την δράση του και στο πεδίο των κοινωνικών υπηρεσιών, βυσσοδομώντας επαίσχυντα στον ανθρώπινο πόνο και δυστυχία.

Η ιστορία θα καταδείξει ότι η εισβολή των ιδιωτών επενδυτών στον ευαίσθητο τομέα της κοινωνικής μέριμνας θα σηματοδοτήσει την γέννηση μιας νέας δικτατορίας, η οποία θα κληθεί ως η «δικτατορία της κοινωνικής αναλγησίας», αφού ο «αόρατος εχθρός» θα στρέψει τους ανθρώπους στον αγώνα της προσωπικής επιβίωσης σκληραίνοντας τις ψυχές τους και κάνοντας «αόρατη» κάθε τρυφερή εκδήλωση αγάπης, συμπόνιας και αλληλεγγύης που θα μπορούσε να εκληφθεί ως απτή απόδειξη της εγκάρδιας συμπεριφοράς τους.

Μόλις που χρειάζεται να επισημανθεί ότι για τους ανεμβολίαστους υγειονομικούς –οι οποίοι με συνέπεια και γενναιότητα δίνουν τους τελευταίους οκτώ μήνες τον ιερό αγώνα της υπεράσπισης της Ανθρώπινης Αξίας η οποία πλήττεται με την θέσπιση του υποχρεωτικού εμβολιασμού που ακυρώνει τον πυρήνα του δικαιώματος αυτοκαθορισμού–, δεν σχεδιάζεται η ανάληψη οργανωμένης φιλανθρωπικής δράσης ή συγκεκριμένης κοινωνικής πρωτοβουλίας με σκοπό να απαλύνει την φτώχεια και την οικονομική τους ανέχεια.

Η φιλάνθρωπη διάθεση των επενδυτών, κοινωνικών φορέων, της Εκκλησίας αλλά και των απλών ανθρώπων δεν επεκτείνεται στους πολίτες που αμφισβητούν το κυβερνητικό αφήγημα της πανδημίας και ταράζουν τα «λιμνάζοντα ύδατα» του κοινωνικού εφησυχασμού και αδιαφορίας με το αντιστασιακό και ελεύθερο φρόνημά τους.

Στα φιλανθρωπικά προγράμματα θα εντάσσονται μόνο οι εμβολιαστικά αναβαθμισμένοι πολίτες καθώς μόνο η δική τους δυστυχία θα προκαλεί συγκίνηση και ενδιαφέρον!

Γιατί η άσκηση της φιλανθρωπίας στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας απαιτεί, εκτός από την δεδηλωμένη αδυναμία αντιμετώπισης των ζωτικών βιοτικών αναγκών, και την πλήρη συμμόρφωση και την εξουδετέρωση της ελεύθερης βούλησης του οικονομικά εξαντλημένου πολίτη.

Τα χρηματοδοτούμενα προγράμματα κοινωνικής ένταξης θα απευθύνονται αποκλειστικά μόνο σε εκείνους τους πολίτες, οι οποίοι ως άβουλα και πειθήνια όντα θα εκτελούν υπάκουα τις εντολές της κυρίαρχης ελίτ χωρίς να αμφισβητούν το εκάστοτε αφήγημά της.

Με την χρηματοδότηση των κοινωνικών προγραμμάτων δεν θα εξαλείφεται ο ανθρώπινος πόνος από τις ψυχές των ανθρώπων αλλά θα εξαφανίζεται η δημόσια εικόνα της ανθρώπινης δυστυχίας (π.χ. με την απομάκρυνση των αστέγων από τους δρόμους που θα εντάσσονται σε κοινωνικές δομές), ώστε να μην εμπίπτει στο οπτικό πεδίο των βολεμένων και εφησυχασμένων πολιτών η εικόνα των κοινωνικά αναξιοπαθούντων συνανθρώπων τους η οποία διαταράσσει τον ύπνο και την αισθητική τους και αμαυρώνει την φυσιογνωμία μιας δήθεν άψογα δομημένης κοινωνίας.

Στο παγωμένο βλέμμα των φιλάνθρωπων επενδυτών που αναλαμβάνουν κοινωνικές δράσεις με σκοπό το κέρδος, οφείλουμε να αντιπαραθέσουμε την ζεστή μας καρδιά και με ανιδιοτέλεια, ταπεινό φρόνημα και αληθινή συμπόνια να αγκαλιάσουμε τον πάσχοντα και αναξιοπαθούντα αδελφό μας, γλυκαίνοντας και παρηγορώντας τον πόνο, την μοναξιά και την δυστυχία του.

Η νέα δυστοπική και αδηφάγος κοινωνία που διαμορφώνεται στην σύγχρονη εποχή επιβάλλει ως τρόπο έκφρασης της κοινωνικής αλληλεγγύης την «αποστειρωμένη» φιλανθρωπία, ενώ ο παλαιός κόσμος της γειτονιάς που γκρεμίζεται αποζητά το «χάδι» της συμπόνιας.

Η φιλανθρωπία συμβολίζει την εξωτερική ψυχρή επίδειξη μιας καλής πράξης που υλοποιείται «έμπροσθεν των ανθρώπων» με σκοπό τον έπαινο, την κοινωνική αναγνώριση ή ακόμη και το κέρδος, ενώ η συμπόνια απαιτεί μια βαθύτερη και ουσιαστικότερη σχέση: Να αφουγκράζεσαι τον πόνο και τον στεναγμό του άλλου, ο πόνος του άλλου να γίνεται δικός σου.

Στον ζοφερό ανάποδο κόσμο, το ντοκιμαντέρ «η αόρατη καρδιά» δεν προσφέρει καμιά βάσιμη ελπίδα για την ανακούφιση της φτώχειας και της δυστυχίας, αλλά υπογραμμίζει την ορατή σκληροκαρδία και την παγερή αδιαφορία των πολιτών μπροστά στον ανθρώπινο πόνο, η οποία έχει φθάσει σε εξοργιστικά υψηλό σημείο, τόσο που δεν χαρίζουν ούτε ένα βλέμμα συμπάθειας και συμπόνιας στον άστεγο του δρόμου που εκλιπαρεί για μια μικρή χρηματική βοήθεια, με αποτέλεσμα κάποτε ένας από αυτούς, αγανακτώντας, να τοποθετήσει επί του οδοστρώματος μια χάρτινη επιγραφή που έλεγε:

«Σταμάτα άνθρωπε, μήπως είμαι αόρατος για εσένα;».

πηγη

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας εδώ

Νεότερη Παλαιότερη