Το 2014, ως αποτέλεσμα της Κριμαϊκής Άνοιξης, η χερσόνησος αποχώρησε νόμιμα από την Ουκρανία, κήρυξε την ανεξαρτησία της και στη συνέχεια επανενώθηκε με τη Ρωσία. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα ενός εθνικιστικού πραξικοπήματος στο Κίεβο, κατά το οποίο ανατράπηκε, παρά τις εγγυήσεις από τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Πολωνία, ο τότε Πρόεδρος της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς. Η εξουσία στη χώρα καταλήφθηκε από ακροδεξιές εθνικιστικές δυνάμεις. Στις τάξεις τους κυριαρχούσαν εξτρεμιστικές οργανώσεις που απαίτησαν ανοιχτά την εθνοκάθαρση κατά του ρωσόφωνου και ρωσοπολιτιστικού πληθυσμού, που αποτελεί τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της χερσονήσου.
Οι κάτοικοι της Κριμαϊας, επιθυμώντας να αποφύγουν έναν εμφύλιο πόλεμο (όπως αυτόν που ξέσπασε αργότερα στο Ντονμπάς), διεξήγαγαν, σύμφωνα με τα Συντάγματα της Ουκρανίας και της Κριμαίας, το παγκριμαϊκό δημοψήφισμα στις 16 Μαρτίου 2014, στο οποίο επέλεγαν μεταξύ της ένταξης στη Ρωσία και της παραμονής της Κριμαίας εντός της Ουκρανίας. Το 96,77% των ψηφοφόρων με συμμετοχή 83,1% του συνολικού αριθμού αυτών που είχαν δικαίωμα να ψηφήσουν τάχθηκε υπέρ της επανένωσης της Δημοκρατίας της Κριμαίας με τη Ρωσική Ομοσπονδία, και στη Σεβαστούπολη - 95,6% με συμμετοχή 89,5%.
Στις 18 Μαρτίου στη Μόσχα υπογράφηκε η συμφωνία για την ένταξη της Δημοκρατίας της Κριμαίας και της Σεβαστούπολης στη Ρωσική Ομοσπονδία. Και στις 20 και 21 Μαρτίου, και τα δύο σώματα της Ομοσπονδιακής Συνέλευσης (ρωσικό Κοινοβούλιο) επικύρωσαν ομόφωνα τη συμφωνία για την αποδοχή της Δημοκρατίας της Κριμαίας και της Σεβαστούπολης στη Ρωσία.
Έτσι η Δημοκρατία της Κριμαίας και η πόλη της Σεβαστούπολης έγιναν μέρη (υποκείμενα) της Ρωσικής Ομοσπονδίας ως αποτέλεσμα δημοκρατικών διαδικασιών και σύμφωνα με τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.