Ο Παύλος Μελάς και οι ξεχασμένοι Έλληνες των Σκοπίων

 


Γράφει η

Κρινιώ Καλογερίδου

(Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)

 

Στρ. Μυριβήλης: ”… Μιλάνε ψιθυριστά, περπατάνε τρομαγμένα…” (”Η Ζωή εν Τάφω”)  

       

  Μέσα στα τόσα ενθυμήματα του τόπου μας μια απ’ τις πιο πικρές ιστορίες ήταν αυτή του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908), στη διάρκεια του οποίου οι Έλληνες, με ψευδώνυμο οι πιο πολλοί (στρατιωτικοί και πολίτες απ’ όλη την Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου) ”κήρυξαν ανένδοτο” απέναντι στον Τούρκο κατακτητή της Μακεδονίας και στους Βούλγαρους κομιτατζήδες, που πάσχιζαν να εδραιώσουν την παρουσία τους εκεί συνεργαζόμενοι με τους Τούρκους κατά των Ελλήνων.

 Εκείνα τα γεγονότα τα θυμάμαι περιστασιακά, με αφορμή τις παρούσες ιστορικές συγκυρίες γύρω απ’ το ”Μακεδονικό”, αλλά και αναμνήσεις που μου έρχονται στο μυαλό από την πρώτη και τελευταία περιήγησή μου στη Δυτική Μακεδονία κατά τη διάρκεια σχολικής εκδρομής, όπου συμμετείχα ως συνοδός μαθητών του σχολείου στο οποίο υπηρετούσα.

  Παίρνοντας αφορμή απ’ την ατυχή συμφωνία στις Πρέσπες, έφερα στο μυαλό μου μια μέρα με μεγάλη συγκίνηση το προσκύνημα πριν από χρόνια στο εκκλησάκι των Ταξιαρχών, όπου είναι θαμμένο σε ταπεινό τάφο το σώμα του Μίκη Ζέζα (Παύλου Μελά), που ήταν το σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα.

  Σχεδόν ασυναίσθητα, ο νους μου πέταξε στις συνθήκες εκτέλεσής του, που ήταν δραματικές ως εφιαλτικές. Οι Τούρκοι έστειλαν στρατιωτικό σώμα στον τόπο θανάτου του, για να πάρουν το σώμα του, την ίδια στιγμή ακριβώς που ένας προεστός του χωριού προσπαθούσε να το θάψει. Για να μην τον αναγνωρίσουν οι εχθροί, λοιπόν, έκοψε το κεφάλι του Παύλου Μελά κι αφού το τύλιξε και το έκρυψε βιαστικά, έθαψε το σώμα ακέφαλο.

  Αργότερα αυτό μεταφέρθηκε στο εκκλησάκι των Ταξιαρχών στην Καστοριά και θάφτηκε εκεί ”ως σώμα κάποιου Ζέζα”, ενώ το κεφάλι μεταφέρθηκε στο Πισοδέρι της Φλώρινας, για να ταφεί μπροστά στην Ωραία Πύλη του ναού της Αγίας Παρασκευής.

  Είχαμε φτάσει νωρίς το απόγευμα εκείνη τη μέρα, θυμάμαι, στο εκκλησάκι των Ταξιαρχών. Ήμασταν ταλαιπωρημένοι απ’ την πολύωρη διαδρομή, πεινασμένοι, και λαχανιασμένοι απ’ τον ποδαρόδρομο που είχαμε κάνει, γιατί είχαμε αφήσει σε κάποια απόσταση τα λεωφορεία.

  Παιδιά και καθηγητές, αφού χωρίστηκαν σε ομάδες, μπήκαν με κατάνυξη στην μικρή εκκλησιά, για να ανάψουν ένα κερί στη μνήμη του ήρωα. Ύστερα σκορπίστηκαν σε μια δυο καφετέριες εκεί κοντά, αφού πέρασαν βιαστικά με τους άλλους καθηγητές μπροστά  απ’ το μνήμα που υπήρχε στον μικρό προαύλιο χώρο.

 Έμεινα μόνη μπροστά στον ταπεινό τάφο. Γονάτισα και απόθεσα στο προσκεφάλι του λίγα λουλούδια, αγριολούλουδα, που κρατούσαν ακόμα σα δάκρυα τις στάλες της πρωινής βροχής στα πέταλά τους. Σαν σε ενόραση μαγική ζωντάνεψε την ίδια στιγμή μπροστά μου η εικόνα της γυναίκας του Παύλου, της  Ναταλίας, που είχε κάνει την ίδια κίνηση με εμένα όταν ήρθε να προσκυνήσει τον τάφο του άντρα της λίγα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας.

 – Παύλο, η Μακεδονία είναι πια ελληνική. Μπορείς να ησυχάσεις…, του είπε σκουπίζοντας τα δακρυσμένα της μάτια…

  Έγινε ησυχία και πάλι, που την έσπαζαν μόνο οι φωνές των παιδιών που ακούγονταν από μακριά. Σηκώθηκα κι έκανα το σταυρό μου, έτοιμη να ψιθυρίσω μια προσευχή. Αντ’ αυτής όμως, ψέλλισα κάτι σαν μοιρολόι, σαν ποίημα, το ποίημα του Κωστή Παλαμά για τον Παύλο Μελά:

”Σε κλαίει λαός.

Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι

 στον τόπο που σε πλάγιασε

το βόλι, ω παλικάρι!..”

   Τα παιδιά, αφού χόρτασαν το παιχνίδι, έσπευδαν σε παρέες, με κλωνάρια και πρασινάδες στα χέρια τους, προς το μικρό καφενείο που εκτελούσε χρέη εστιατορίου. Κάποια απ’ αυτά ήρθαν να με πάρουν μαζί τους. Βούιζαν σαν μελίσσι τριγύρω μου και με παρέσυραν μαζί τους, χωρίς να το καταλάβω.

   Καθίσαμε όλοι μαζί, καθηγητές και μαθητές, σ’ ένα καφεμεζεδοπωλείο που το δούλευαν μάνα και κόρη. Ήταν εκεί μαγείρισσες από χρόνια και εξυπηρετούσαν τους ξένους που έρχονταν σαν προσκυνητές επισκέπτες στον τάφο του ήρωα.

    Με τη βοήθεια δυο-τριών εύσωμων μαθητών και αντίστοιχων καθηγητών μετακινήθηκαν τραπέζια και καρέκλες, έτσι ώστε να έρθουμε όλοι πιο κοντά συντρώγοντας και συζητώντας. Μέχρι να ‘ρθει όμως το φαγητό, ο αρχηγός της εκδρομής – και υποδιευθυντής του σχολείου, που ήταν απ’ τη Μακεδονία – άρχισε να αφηγείται ταραγμένος ένα μέρος της ζωής του ήρωα που ήταν θαμμένος λίγα μέτρα μακριά μας.

 – Του άξιζε καλύτερος τάφος, μουρμούρισε. Ο Παύλος Μελάς, γιος του ευπατρίδη Μιχάλη Μελά, άριστος εύελπις και αξιωματικός του Πυροβολικού, ήταν η ψυχή του Αγώνα!.. Ήταν η σάλπιγγα που σήμανε τον ξεσηκωμό στη σκλαβωμένη Μακεδονία, όταν ανέβηκε εκεί το Καλοκαίρι του 1904 ως επικεφαλής σώματος 35 ανδρών απ’ την Μακεδονία, τη Μάνη και την Κρήτη, για να αναλάβει την αρχηγία του Μακεδονικού Αγώνα κατά των Βούλγαρων κομιτατζήδων…

 – Και ποιο ήταν αυτοί; Πώς βρέθηκαν στη Μακεδονία; ρώτησε ένας μαθητής της Πρώτης Λυκείου, που έδειχνε συνεπαρμένος απ’ την αφήγηση.

 – Οι κομιτατζήδες ήταν αντάρτες άγριοι κι απολίτιστοι, με στρατιωτικούς αρχηγούς από τη Βουλγαρία. Είχαν γίνει από ορθόδοξοι Εξαρχικοί και υπηρετούσαν τους σκοπούς της Βουλγαρίας στο θέμα της Μακεδονίας, σε βάρος μας. Κατέβαιναν σε συμμορίες στα μέρη μας, έμπαιναν λάμνοντας στη λίμνη των Γιαννιτσών με τις πλάβες τους και κρύβονταν μέσα στις καλαμιές την ημέρα, νιώθοντας μεγάλη ασφάλεια εκεί, γιατί ο τόπος ήταν πυκνόφυτος, απλησίαστος και απόρθητος ένα γύρο. Περίμεναν στα κρυφά να πέσει το βράδυ και να επιχειρήσουν μέσα στη νύχτα αιφνιδιαστικά με στόχο την μικρή και μεγάλη Κούγκα, όπου είχε την έδρα του το μικρό ”στρατηγείο” των Ελλήνων ανταρτών…

 – Και μόνο μ’ αυτούς πολεμούσε ο Παύλος Μελάς; Μόνο με τους άντρες που είχε μαζί του; ρώτησε ξαφνιασμένος ένας μαθητής της Δευτέρας.

 – Όχι, βέβαια, του απάντησε ο συνάδελφος υποδιευθυντής. Ήρθαν και άλλοι πολλοί να συνδράμουν στην απελευθέρωση της Μακεδονίας απ’ την Νότια Ελλάδα, την Νησιωτική, και την Κύπρο. Οι περισσότεροι απ’ τους δικούς μας ήταν Ευέλπιδες αξιωματικοί σαν τον Παύλο Μελά, με ψεύτικα ονόματα, συνθηματικά.‟

”Συνεπικουρούνταν όμως κι από απλούς πολίτες, πατριώτες των γύρω περιοχών, ως επί το πλείστον, που ήταν οι περισσότεροι οδηγοί τους στις πλάβες και τους γλίτωναν απ’ τις παγίδες του βάλτου στις πορείες τους προς ή από τις μικρές και μεγάλες Καλύβες της Κούγκας, που ήταν το θέατρο των συγκρούσεων μεταξύ εκείνων και των Βούλγαρων κομιτατζήδων…

 – Και πώς έγινε και τον έπιασαν τον Παύλο Μελά; τον έκοψε ανυπόμονος ο Γυμναστής, γιατί βιαζόταν να βγει να ελέγξει τους μαθητές που δεν είχαν έλθει για φαγητό και τριγυρνούσαν ακόμα άσκοπα έξω.

 – Τον κάρφωσαν οι Βούλγαροι στους Τούρκους τον Οκτώβριο του 1904. Ήταν εδώ στη Στάτιστα όταν τον πρόδωσαν οι άντρες του Μήτρου Βλάχου. Από τη μια στιγμή στην άλλη ο ήρωας βρέθηκε περικυκλωμένος από τους Τούρκους κι έπειτα από δίωρη μάχη, άφησε την κρυψώνα του για να τους επιτεθεί. Μα δεν πρόλαβε, δυστυχώς!.. Τον σκότωσαν οι Βούλγαροι συνεργοί τους.‟

 ”Από ‘κει κι ύστερα, τα άλλα είναι λίγο πολύ γνωστά. Για να μην αναγνωρίσουν τον νεκρό οι Τούρκοι στρατιώτες και τον διαπομπεύσουν, ο προεστός του χωριού, που ήταν και φίλος του, του έκοψε το κεφάλι, το τύλιξε βιαστικά και το πήρε μαζί του θάβοντας μόνο το ακέφαλο σώμα του εδώ, στην Καστοριά, στους Ταξιάρχες, με το όνομα ”Ζέζας”. Το κεφάλι του ήρωα θάφτηκε τελικά στο στον ναό της Αγίας Παρασκευής, στο Πισοδέρι της Φλώρινας, ξακουστό βλαχοχώρι με πλούσια δάση, κρύα νερά και λιβάδια ατέλειωτα.

 – Ααα!.., έκαναν τα παιδιά τρομαγμένα.

 – Σσσ…, πάνε αυτά, πέρασαν, έγιναν ιστορία…, τους παρηγόρησε ο υποδιευθυντής πιέζοντας τον εαυτό του να χαμογελάσει και να τους αλλάξει διάθεση.

       Μα δε χρειάστηκε να επιμείνει, γιατί αυτή άλλαξε στη στιγμή, με το που άρχισαν να ‘ρχονται τα πιάτα με τα φαγητά ατμίζοντα και μοσχοβολισμένα!..

– Κλώς ορίστ’!.. Κλώς τα πδιγιά μς με τς καθγτές τς!.. Κλως μς ήρθτε!.. Σας περμένμ!… είπε η μάνα χαμογελαστή κρατώντας ψηλά τα πιάτα με την ψαρόσουπα, που άχνιζε ακόμα τη βράση της χύτρας.

 – Σας περιμέναμ’ πιο νρίς, κοντεύν’ απόγμα…, πρόσθεσε η κόρη από πίσω της με τους μεζέδες στα χέρια.

 – Ναι, σας περμένμ ώρς τώρ, να ρθήτ’ να φατ’… Ξεκνίστ’, φαίντε αργά και φτάστε καθυστερμεν’ εδωνά, έδωσε τη δική της εξήγηση η μάνα σερβίροντας πρώτα τους μαθητές, μετά το νεύμα που της κάναμε.

       Χαμογέλασα με μικρό αναστεναγμό φέρνοντας άθελά μου στη μνήμη μου την ”κουλακιώτικη” προφορά των ψαράδων της λίμνης των Γιαννιτσών, που ”έτρωγε τα φωνήεντα” απ’ τις λέξεις τους, όπως έλεγε η Πηνελόπη Δέλτα.

       Έσκυψα αφηρημένη πάνω στο πιάτο μου, που μόλις είχε σερβιριστεί και μοσχοβολούσε. Το φαγητό φαινόταν θαυμάσιο κι ήμουν έτοιμη να το δοκιμάσω, όμως ένιωσα ένα βλέμμα επάνω μου και σήκωσα το κεφάλι με απορία.

 – Έτσι μιλούσαν στον κάμπο του Ρουμλουκιού, νότια της λίμνης των Γιαννιτσών, μου είπε χαμηλόφωνα ο υποδιευθυντής – που καθόταν απέναντί μου – μαντεύοντας τις σκέψεις μου. Τώρα τη γλώσσα αυτή την ακούω μόνο στα ψαροχώρια στις Πρέσπες και, πού και πού, σ’ άλλα χωριά της Μακεδονίας, που έχουν πάρε-δώσε στα σύνορα με τους βόρειους γείτονές μας…

 – Αν είναι αυτά τα ”Μακεδονικά” της Πηνελόπης Δέλτα, είναι καθαρά ελληνικά σε διάλεκτο βλάχικη…, είπα ξαφνιασμένη. Δεν ξέρω, αλήθεια, γιατί τα απέδωσε σε ”κράμα βαλκανικών εθνοτήτων”…

 – Τώρα αυτά που ακούμε είναι καθαρά ελληνικά. Τότε όμως, στα χρόνια της σκλαβιάς της Μακεδονίας μας, μπαινόβγαιναν σ’ αυτήν όλες οι φυλές του Ισραήλ: Τούρκοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Σέρβοι, Αλβανοί…, που συναλλάσσονταν με τους σκλαβωμένους Έλληνες Μακεδόνες. Επόμενο ήταν, λοιπόν, οι τελευταίοι να μπολιάσουν τη γλώσσα τους με στοιχεία ανάκατα από τούρκικες και σλαβικές λέξεις…

 – Τώρα που το λες, του είπα, κάτι παρόμοιο γράφει κι ο Στρατής Μυριβήλης στη ”Ζωή εν Τάφω”. Μιλώντας για τα Μακεδονίτικα των ντόπιων, τα χαρακτηρίζει ”γλυκό ιδίωμα” σαν κράμα από ”ρωμέικα, σλαβικά και τούρκικα στοιχεία”…

 – Αυτό το παθαίνουν όλοι οι λαοί, ξέρεις, που ήταν για χρόνια σκλαβωμένοι στους κατακτητές τους και μπόλιασαν στη γλώσσα τους τα ξένα στοιχεία, για να μπορούν να συνεννοηθούν…, παρατήρησε μειδιώντας ο υποδιευθυντής. Απ’ το 1912-’13 όμως κι ύστερα, μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας με τους Βαλκανικούς Πολέμους, μπήκε το νερό στ’ αυλάκι κι η γλώσσα των ντόπιων (που ”φυλάνε Θερμοπύλες” στα σύνορα) στο μητρικό της καλούπι, το ελληνικό, που είναι και το αρχέτυπό της.

 – Έτσι κι αλλιώς διαφοροποιείται η Σερβοβουλγαρική των Σκοπίων απ’ τη Σλαβομακεδονική διάλεκτο, που μιλιόταν από κάποιους δικούς μας στα χωριά των βορείων συνόρων μας…, είπα σκεφτική.

 – Ασφαλώς, γιατί η πρώτη είναι καθαρά βουλγαρική, που εκσερβίστηκε εσκεμμένα από τον Τίτο το ’44, για να παρουσιαστεί ως ”Μακεδονική” και να τον εξυπηρετήσει μελλοντικά στα αλυτρωτικά σχέδιά του.

 – Τώρα που το λες, του είπα, μου ήρθε στον νου η ”Συμφωνία” της 8ης Αυγούστου του 1944 ανάμεσα στα Κ.Κ Βουλγαρίας και Γιουγκοσλαβίας στο Μοναστήρι. Τότε δεν ήταν που ανακηρύχθηκε η ”Ομοσπονδιακή Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας”;

 – Ναι, τότε ήταν!.. Μπράβο που το θυμάσαι!.. Κάποιος Πολυχρονίτσκι την ανακήρυξε, αν θυμάμαι καλά. Ε, από εκείνη την καταραμένη μέρα της ανακήρυξής της η προπαγάνδα δεν έχει τέλος.

 – Έχεις δίκιο, αν και η επίσημη επικύρωση εκείνης της ”Συμφωνίας”, που μας δημιουργεί τόσα πολλά προβλήματα, έγινε τον Οκτώβριο του ’45, στη Β’ Εθνοσυνέλευση του Γιουγκοσλαβικού Κ.Κ. Τα ξέρω καλά, Μανώλη, αυτά, γιατί τα είχα στην πτυχιακή εργασία μου. Μην ξεχνάς ότι έχω διπλό πτυχίο, Ιστορίας και Λογοτεχνίας…, του εξήγησα χαμογελώντας.

 – Ε, αφού τα ξέρεις αυτά γιατί τα διδάχτηκες, είπε με ευχάριστο ξάφνιασμα στα μάτια του, μπορείς να θυμηθείς τότε ότι με την ίδρυση του νέου κράτους στα Σκόπια ο Τίτο εκφώνησε λόγο αποκαλύπτοντας τις προθέσεις και διαθέσεις του για το ”Μακεδονικό ζήτημα”, όπως το έλεγε. Απ’ όσα ξέρω για το γεγονός αυτό, ένα πράγμα συγκράτησα και δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω. Είναι μια αποστροφή του λόγου του Τίτο που τα λέει όλα γι’ αυτά που περνάμε σήμερα:

      ”… Σήμερα υπάρχουν Μακεδόνες έξω από την Μακεδονία. Αυτοί είναι στην ”Μακεδονία του Αιγαίου”. Εμείς πιστεύουμε ότι θα ενωθούν μ’ εμάς στην Ομόσπονδη Γιουγκοσλαβική Μακεδονία!..”

 – Όπως βλέπεις, Κρινιώ, συνέχισε ο υποδιευθυντής μας, είχε τεθεί ξεκάθαρα ως λύση του Μακεδονικού ζητήματος η ενοποίηση των Μακεδονιών ”Βαρδαρίας”, ”Αιγαίου” και ”Πιρίν” σε ομόσπονδο κράτος μέσα στην Γιουγκοσλαβική Ομοσπονδία!..

 – Αυτό είναι μια παλιά ιστορία, που ξεκίνησε να συζητιέται ανεπίσημα από τον Τίτο πριν το 1945. Αν θυμάμαι καλά, τον Δεκέμβριο του ’44 άρχισαν να παίρνουν ημιεπίσημο χαρακτήρα οι συζητήσεις αυτές, που μεταφέρθηκαν απ’ τους μυστικούς τόπους συνάντησης αρχικά στη Σόφια, μετά στη Μόσχα, για να καταλήξουν στη συνέχεια στο Μπλεντ της Γιουγκοσλαβίας. ‟

      ” Εκεί οι Βούλγαροι πρότειναν στους συνομιλητές τους να γίνουν ομότιμοι η Ομοσπονδία των Σλαύων (Γιουγκοσλαβία) και η Βουλγαρία, με τρίτο μέλος την ”Μακεδονία”. Στο τέλος όμως αποφάσισαν ”να μη γίνει αμέσως η Κρατική Ένωση της Μακεδονίας του Πιρίν (Βουλγαρίας) στη Γιουγκοσλαβία, αλλά κατά στάδια”. ‟

 ”Αρχικά, δηλαδή, θα γινόταν η πνευματική και εκπολιτιστική προπαρασκευή και στη συνέχεια η Οικονομική Ένωση… Όσο για την ”Μακεδονία” των Σκοπίων, αναγνωρίσθηκε πλήρως το δικαίωμα στην Γιουγκοσλαβία να την ενσωματώσει ως ”Μακεδονία του Βαρδάρη”).‟

 ”Αυτό που δεν ξέρει όμως ο πολύς κόσμος, συνέχισα, είναι ότι για την εφαρμογή του πρώτου σταδίου ενσωμάτωσης της ”Μακεδονίας του Πιρίν” στην ”Μακεδονία του Βαρδάρη”, στάλθηκαν απ’ τη Γιουγκοσλαβία στη Βουλγαρία ”Μακεδόνες” – δήθεν – καθοδηγητές, δάσκαλοι και διοικητικοί υπάλληλοι!..‟

  ”Όπως καταλαβαίνεις, τους κακοδέχτηκαν οι Βούλγαροι οργανώνοντας μεγάλες πορείες όπου κυριαρχούσε η λαϊκή αγανάκτηση για την απόφαση να ενσωματώσουν τη δικιά τους ”Μακεδονία” (”του Πιρίν”) σ’ αυτήν των Σκοπίων (”του Βαρδάρη’) …

 – Κάτι έχω υπόψη μου γι’ αυτά, νομίζω…, μουρμούρισε αφηρημένος ο υποδιευθυντής. Έχω διαβάσει, φερ’ ειπείν, ότι και στη Βουλγαρική Βουλή υπήρξαν αντιδράσεις και επεισόδια. Λένε, μάλιστα, ότι οι βουλευτές που κατάγονταν απ’ την ”Μακεδονία του Πιρίν” διαμαρτυρήθηκαν στη Βουλή επιμένοντας ότι ήταν καθαροί Βούλγαροι και δεν είχαν καμιά σχέση με του; Γιουγκοσλάβους ”Μακεδόνες” των Σκοπίων… Είναι αλήθεια;

 – Ναι, είναι, τον διαβεβαίωσα. Όλα αυτά όμως τα σχέδια τινάχτηκαν στον αέρα τον Ιούνιο του 1948, όταν στην Κομινφόρμ (τη συνδιάσκεψη ευρωπαϊκών κομμάτων, που ιδρύθηκε τον Οκτώβριο του ’47) βγήκε ψήφισμα που αποκήρυξε τον Τίτο και, με την ευκαιρία αυτή, εκδιώχθηκαν οι προπαγανδιστές του οι οποίοι προέρχονταν απ’ την ”Μακεδονία του Βαρδάρη”…

 – Πάντως απ’ το 1950 κι ύστερα διαφοροποιήθηκε η στάση της Γιουγκοσλαβίας στο ”Μακεδονικό”…, είπε ήσυχα ο υποδιευθυντής. Η κεντρική κυβέρνηση του Βελιγραδίου δεν ήθελε ούτε καν να αναφέρει το ”Μακεδονικό”, σε αντίθεση με την κυβέρνηση των Σκοπίων που άρχισε να ενορχηστρώνει από τότε την προπαγάνδα της, με βάση την αδιαλλαξία στην εξωτερική πολιτική της…

 – Έτσι εξηγείται γιατί κυριαρχεί μέχρι σήμερα το σύνθημα του Λάζαρου Κολισέφσκι (Γενικού Γραμματέα του Κ.Κ των Σκοπίων) ”Δε θα ησυχάσουμε αν δεν ενσωματώσουμε τους αλύτρωτους αδελφούς μας της ”Μακεδονίας του Αιγαίου”…, είπε με βαθύ αναστεναγμό ο Μανώλης Δουβατζής κουνώντας με νόημα το κεφάλι του.

 – Κάτι παρόμοιο, συμπλήρωσα, μ’ εκείνο που είπε ο πρώην Βουλγαρικής καταγωγής  βουλευτής του ”Εθνικού Ομοσπονδιακού Κόμματος” Ντιμίτρι Βλάχωφ: ”Ο αλυτρωτισμός παραμένει το υπ’ αριθμόν ένα μας μέλημα”…

 – Με μυθεύματα και πλαστογραφίες διεκδικούν την πατρίδα μας κι εμεί μονίμως υποχωρούμε, αντί ν’ απαντήσουμε με ανάδειξη της ξεχασμένης ελληνικής μειονότητας των Σκοπίων…, είπε με λυγισμένη φωνή ο υποδιευθυντής μας.

 – Ααα!.. Λες για τους 300.000, περίπου, βλαχόφωνους Έλληνες;

 – Ναι γι’ αυτούς λέω, αλλά πρέπει να είναι πολύ περισσότεροι αριθμητικά, για να μη πω διπλάσιοι, αφού ο αριθμός που λες στηρίζεται σε βουλγαρικά δεδομένα, τα οποία δεν είναι και τα πιο φερέγγυα…

 – Ο Κίρο Γκλιγκόροφ μίλησε για 100.000, σε συνέντευξή του σε τοπική εφημερίδα…, μουρμούρισα.

 – Ναι, γιατί κρύβουν την αλήθεια όλοι τους. Κι αυτή έχει να κάνει με το γεγονός ότι, στη μόνη επίσημη απογραφή μετά την πτώση του κομμουνισμού εκεί, η κυβέρνηση των Σκοπίων είχε απαγορέψει στους πολίτες της να δηλώσουν ”Έλληνες” ή ”Βούλγαροι”. Καταλαβαίνεις γιατί…

 – Κι εμείς τι κάναμε για τους δικούς μας εκεί; Τίποτα…, έκανα απογοητευμένη.

 – Η μόνη που έδειξε να ασχολείται μ’ αυτούς ήταν η Βιργινία Τσουδερού, που ταξίδεψε αρκετές φορές στην ΠΓΔΜ, ως υφυπουργός Εξωτερικών έχοντας στην αποστολή της καθηγητές και επιστήμονες, που ήξεραν τα προβλήματα των Ελλήνων της ”μειονότητας”, είπε συνοφρυωμένος ο υποδιευθυντής.

 – Έχω ακούσει ότι πολλοί Έλληνες των Σκοπίων λειτουργούν ανέκαθεν υπό το κράτος του φόβου εκεί, είπα, γιατί τους ασκείται αφόρητη πνευματική τρομοκρατία προκειμένου να απαρνηθούν τις ρίζες, την ταυτότητα, την πίστη τους και να γίνουν δηλωσίες, δηλαδή να αποδεχτούν ότι ”δεν υπήρξαν ποτέ Έλληνες αλλά Σλαβομακεδόνες”… Τώρα μάλιστα που το σκέφτομαι, μπορώ να καταλάβω τα λόγια του Μυριβήλη γι’ αυτούς στη ”Ζωή εν Τάφω”, που κάποτε τα θεωρούσα υπερβολικά: ”… Μιλάνε ψιθυριστά, περπατάνε τρομαγμένα…”

 – Έτσι είναι και να φανταστείς ότι σ’ όλους αυτούς το κράτος μας είχε απαγορευτικό διέλευσης των συνόρων ως δακτυλοδειχτούμενα τέκνα των κομμουνιστών που έφυγαν το ’49…, είπε ο υποδιευθυντής και συμπλήρωσε με βραχνιασμένη φωνή. Ευτυχώς το ’92 άνοιξαν τα σύνορα και μπόρεσαν πολλοί απ’ αυτούς να έρθουν στην Ελλάδα, για να πάρουν την ιθαγένεια απ’ το Υπουργείο Εξωτερικών…

 – Δυστυχώς το καθεστώς Τίτο όχι μόνο ”μακεδονοποίησε” τον σλαβικό πληθυσμό, αλλά – επειδή δεν ήθελε Έλληνες στα πόδια του – τους βάφτιζε ”Αιγιάτες Μακεδόνες” ή ”Βλάχους”, για να τους διακρίνει από τους Έλληνες ως δήθεν ξεχωριστό έθνος…, είπα αποθαρρυμένη.

 – Ο εκσλαβισμός των Ελλήνων – με επίκεντρο το Μοναστήρι, την Τζουμαγιά, τον Πρίλαπο (Περλεπέ), τη Γευγελή, το Πέχτσοβο, το Κρίτσοβο, περιοχές με γηγενείς ελληνόφωνους και βλαχόφωνους (Σαρακατσάνους) πολιτικούς πρόσφυγες της εποχής του ελληνικού εμφυλίου – επιβλήθηκε από τα σχολεία μέχρι τα σωματεία, την κοινωνία και τη δημόσια διοίκηση, για να φτάσουμε στην εποχή της ανεξαρτητοποίησης της ΠΓΔΜ (1991)…, είπε ο υποδιευθυντής κουρασμένα.

   Ανακάθισε στην καρέκλα του κουνώντας περίλυπος το κεφάλι. Σήκωσα τα μάτια μου και τον προσπέρασα αφηρημένα νιώθοντας να μας κοιτάζουν οι γύρω περίεργα. Στο τραπέζι των καθηγητών είχαν αδειάσει όλοι τα πιάτα τους κι πέρασαν στο απογευματινό γλυκό, που τους το πρόσφερε ”δώρο” το κατάστημα.

  Έσκυψα με αμηχανία στο άθικτο δικό μου. Η ψαρόσουπα είχε κρυώσει δημιουργώντας μια κρούστα λίπους επάνω της. Το ίδιο πρόβλημα διαπίστωσα και στο πιάτο του υποδιευθυντή μου. Η ιδιοκτήτρια και μαγείρισσα, σαν να κατάλαβε τη σκέψη μου απ’ το ύφος που είχα, πήρε την κρύα ψαρόσουπα από μπροστά μας και μας έφερε αχνιστή και μοσχοβολιστή απ’ τη χύτρα.

 Τη φάγαμε πεινασμένοι στα γρήγορα, γιατί είχε περάσει η ώρα. Ευχαριστήσαμε τις δυο γυναίκες του παραδοσιακού μαγειρείου κι αφού πληρώσαμε βιαστικά το ποσό που μας αναλογούσε, ακολουθήσαμε τους συναδέλφους μας  στην πλατεία, όπου περίμεναν τα λεωφορεία για να μας πάνε στην πόλη της Καστοριάς.

  Οι μαθητές μας είχαν αρχίσει ήδη να συγκεντρώνονται γύρω απ’ αυτά, καθώς πλησίαζε η ώρα της αναχώρησης. Πλησίασα τον υποδιευθυντή, που έλεγχε με τον Γυμναστή τους παρόντες, και του είπα σιβυλλικά την τελευταία μου σκέψη πάνω στην κουβέντα που είχαμε ξεκινήσει για τους ”εγκλωβισμένους” Έλληνες των Σκοπίων.

 – Ίσως θα έπρεπε, αντί να κυνηγάμε τους ανεμόμυλους της σκοπιανής προπαγάνδας, να δώσουμε μεγαλύτερη βαρύτητα – πέρα απ’ τα ιστορικά μας δίκαια για την ελληνικότητα της Μακεδονίας – και στους ξεχασμένους ομοεθνείς μας στα Σκόπια, που ζητούν ν’ αναγνωριστούν…

 – Έτσι λέω κι εγώ, αλλά ποιος πολιτικός θα βρεθεί για να διεκδικήσει την αναγνώρισή τους σαν μειονότητα; Είναι δυνατόν ποτέ οι ψοφοδεείς να γίνουν λιοντάρια;

     Κούνησα το κεφάλι χαμογελώντας μελαγχολικά και κατευθύνθηκα προς τους μαθητές μου, που με καλούσαν ανυπόμονοι απ’ τα παράθυρα του λεωφορείου, για να ξεκινήσουμε…

πηγη

 

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας εδώ

Νεότερη Παλαιότερη