Αναστασιάδης Λάζαρος
Η Ρεπούση είπε πρόσφατα πως «Τα Αρχαία Ελληνικά είναι νεκρή γλώσσα και πρέπει να διδάσκονται προαιρετικά», χωρίς να γνωρίζει ότι και οι έντεκα λέξεις που χρησιμοποίησε είναι αρχαίες Ελληνικές που μπορούμε να τις βρούμε στον Όμηρο.
Σήμερα, δεν υπάρχει νεκρή αρχαιοελληνική γλώσσα, υπάρχουν όμως αρκετοί πνευματικά "νεκροί" πολιτικοί.
Η γλώσσα έχει από πολύ παλιά συνδεθεί με την καταγωγή, καθώς όλοι έχουμε λίγο πολύ στο μυαλό μας συνυφασμένες τις έννοιες έθνος, λαός, κράτος, χώρα, πολιτισμός, ιστορία, κουλτούρα, τα οποία συνδέονται με εναρμονισμένο τρόπο υπό τη σκέπη της γλώσσας.
Αυτό συμβαίνει ως σήμερα, ακόμη και μετά απ 32 (το λιγότερο) αιώνες ιστορικής και γλωσσικής εξέλιξης. Η γλώσσα ως ενοποιητικός παράγοντας υφίσταται απ' τις απαρχές της ύπαρξής της, ήταν το μοναδικότερο μέσο επικοινωνίας και ο κυριότερος δείκτης διαφοροποίησης ενός συνόλου ανθρώπων με ένα άλλο.
Η αρχαία ελληνική είναι ζωντανή, διότι ακόμα ενυπάρχει τόσο στην νέα ελληνική όσο και σε άλλες γλώσσες, (σε αντίθεση με κάποιες "προοδευτικές" θέσεις καθηγητών των κλάδων της Κλασικής Φιλολογίας και της Γλωσσολογίας, που την συγκαταλέγουν στις «νεκρές γλώσσες»).
Διάφοροι δευτέρας διαλογής πολιτικάντηδες έχουν επανειλημμένα χρησιμοποιήσει τον όρο ως δικαιολογία μη διδαχής των Αρχαίων Ελληνικών στα σχολεία (κάτι που οφείλεται προφανώς και στην δική τους επιστημονική ασχετοσύνη). Το για ποιούς λόγους είναι κάτι περισσότερο από απαραίτητο να διδάσκονται τα αρχαία ελληνικά στα σχολεία δεν είναι θέμα της παρούσας συζήτησης (σε κάθε περίπτωση είναι δεδομένη η αναγκαιότητά τους) κάτι που ίσως συζητηθεί σε επόμενο άρθρο. Η επιστημονική πραγματικότητα όμως, για να εισέλθουμε στο κυρίως θέμα που μας απασχολεί, δεν έχει καμία σχέση με όλα αυτά.
Σύμφωνα με τα μέλη του Τομέα Κλασικής Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών[1], “μία γλώσσα θεωρείται νεκρή όταν συντρέχουν δύο απαραιτήτως προϋποθέσεις: (α) δεν έχει φυσικούς ομιλητές και (β) δεν έχει αφήσει πίσω της (μέσω της εξέλιξής της) γλωσσικούς απογόνους.”
Ως ζωντανή γλώσσα ορίζεται “η γλώσσα που έχει ζώντες φυσικούς ομιλητές”. Είναι αξιωσημείωτο δε το γεγονός ότι στο Ehtnologue, (την επίσημη ιστοσελίδα καταγραφής των ζωντανών γλωσσών - 7.117 επί της παρούσης), δεν αναφέρεται η Αρχαία Ελληνική ως ζωντανή γλώσσα.
Ταυτόχρονα, οι Brenzinger και Matthias (1992:192)[5] αναφέρουν τους όρους “νεκρές” και “σχεδόν νεκρές” γλώσσες (“death and near-death”) κάτι που υποδεικνύει την ύπαρξη ενδιάμεσων σταδίων των γλωσσών μέχρι να φτάσουν εν τέλει στον γλωσσικό θάνατο, γεγονός που μπορούμε να αντιληφθούμε και εμείς, διαισθητικά.
Ο “γλωσσικός θάνατος” επέρχεται με έναν από τους δύο εξής τρόπους: είτε μέσω της άμεσης αντικατάστασής της γλώσσας με κάποια άλλη, (όπως συνέβη για παράδειγμα με την Κοπτική, που αντικαταστάθηκε από την Αραβική), είτε όταν η γλώσσα διέρχεται φάση ταχείας εξέλιξης ή αφομοίωσης έως ότου τελικά δίνει τη θέση της σε κάτι που θεωρείται διαφορετική γλώσσα.
Τα αρχαία Ελληνικά, φαίνεται να μη συνάδουν με καμία εκ των δυο περιπτώσεων. Δεν χάθηκαν, δεν εξαφανίστηκαν, δεν σταμάτησαν να υφίστανται σαν γλώσσα διότι κανένας ποτέ δεν μπόρεσε να τα καθυποτάξει γλωσσικά, απλώς στους τόσους αιώνες γλωσσικής εξέλιξης και επηρεασμού από τόσες εκατοντάδες γλώσσες και λαούς, εξελίχθηκαν (επτώχευσαν και εκβαρβαρίστηκαν σε κάποιον βαθμό) και έφτασαν στη σημερινή της μορφή που, ακόμη και έτσι, σχεδόν το 100% των λέξεων έχει ξεκάθαρες αρχαιοελληνικές ρίζες.