Μπορεί ο νεοφιλελευθερισμός να συνδέεται κυρίως με τη νεοκλασική οικονομική θεωρία όπως ο φιλελευθερισμός, αλλά οι υποστηρικτές του δεν είναι υπέρ της συγκεκριμένης φιλελεύθερης παράδοσης – ενώ για να τεκμηριώσουν ή για να δικαιολογήσουν αυτή τη διαφοροποίηση τους, προβάλλουν τα εξής: (α) τη μεταβαλλόμενη σημασία που αποδίδουν στον ανταγωνισμό και (β) την υιοθέτηση των μεταρρυθμίσεων στη δημόσια διαχείριση ή τη Νέα Δημόσια Διοίκηση (New Public Management, NPM).
Όσον αφορά το πρώτο, αρκετοί νεοφιλελεύθεροι θεωρητικοί ισχυρίζονται πως η ελευθερία της επιλογής των καταναλωτών που καθίσταται δυνατή με τη βοήθεια του ανταγωνισμού, είναι λιγότερο σημαντική από την «ευημερία των καταναλωτών» που βελτιώνεται με την αύξηση της αποτελεσματικότητας – οπότε από τις μεγάλες εταιρίες που εκμεταλλεύονται οικονομίες κλίμακος, παρά το ότι εξελίσσονται σε ολιγοπώλια ή μονοπώλια. Όσον αφορά το δεύτερο, οι νεοφιλελεύθεροι υποστηρικτές του ΝΡΜ δεν εκτιμούν την απόσταση μεταξύ των επιχειρήσεων και της πολιτικής – αν και με έναν διαφορετικό τρόπο.
Ειδικότερα, επειδή συνεχίζουν να πιστεύουν πως το Κράτος είναι ουσιαστικά ανίκανο, επιμένουν στην παλαιά θέση τους πως το Κράτος δεν πρέπει να συμμετέχει στην Οικονομία – υποστηρίζοντας όμως ταυτόχρονα πως η Οικονομία πρέπει να παρεμβαίνει στο κράτος, αυξάνοντας έτσι σημαντικά την αποδοτικότητα του. Απορρίπτουν επί πλέον την παροχή υπηρεσιών από το κράτος – όπου, εάν αυτές είναι απαραίτητες, θα πρέπει τουλάχιστον να ευρίσκονται στα χέρια ιδιωτικών εταιριών. Επομένως πρόκειται για μία τρίτη διαφοροποίηση με τη νεοκλασική θεωρία και ειδικά με το φιλελευθερισμό που διαχωρίζει την οικονομία σε μία κρατική και σε μία ιδιωτική σφαίρα – ενώ αυτές οι μετεξελίξεις αυξάνουν αναμφίβολα το ρίσκο της διαφθοράς, συμβάλλοντας στην εμφάνιση μίας μετά-δημοκρατικής τάξης πραγμάτων, όπου οι οικονομικές και οι πολιτικές ελίτ αποσυνδέονται από τους απλούς Πολίτες.