Ο ελλαδικός χώρος από την αρχαιότητα έχει γίνει στόχος επιδρομών πολλών βαρβάρων. Σε αρκετά άρθρα μας έχουμε αναφερθεί σε ορισμένους από αυτούς (Γαλάτες, Έρουλους, Σλάβους κ.α.). Μια σύντομη αναφορά έχουμε κάνει και για την επιδρομή των Βησιγότθων του Αλάριχου, αναφερόμενοι κυρίως στην περιήγηση του βάρβαρου ηγεμόνα στην Αθήνα. Αν η Αθήνα όμως δεν αντιμετώπισε προβλήματα από τους Βησιγότθους θα δούμε στη συνέχεια το γιατί, δεν έγινε το ίδιο και με άλλες ελληνικές πόλεις κυρίως στην Πελοπόννησο που καταστράφηκαν σχεδόν ολοσχερώς: Κόρινθος, Άργος και Σπάρτη λεηλατήθηκαν από τους βάρβαρους με αποτέλεσμα πολλά αρχαία μνημεία να καταστραφούν. Ποιοι ήταν όμως οι Βησιγότθοι και πώς έφτασαν στο νοτιότερο άκρο της ηπειρωτικής Ελλάδας;
Οι Βησιγότθοι και οι συγκρούσεις τους με Ρωμαίους και Βυζαντινούς
Οι Βησιγότθοι ήταν αρχαίος γερμανικός λαός, ένας από τους δύο μεγάλους κλάδους των Γότθων. Αρχική τους κοιτίδα ήταν η περιοχή στα δυτικά του ποταμού Δνείστερου γι’ αυτό και ονομάστηκαν και Βησιγότθοι (Γότθοι της Δύσης) σε αντιδιαστολή με τους Οστρογότθους (Γότθοι της Ανατολής). Η πρώτη σύγκρουση ανάμεσα σε Ρωμαίους και Βησιγότθους έγινε το 213 όταν τους αντιμετώπισε ο αυτοκράτορας Καρακάλλας. Όμως το 239 πέρασαν τον Δούναβη, έφτασαν στη Μαρκιανούπολη και αφού ρήμαξαν την περιοχή ως τον Εύξεινο Πόντο αποσύρθηκαν στον Δούναβη έναντι χρηματικής αποζημίωσης. Μετά από 10 χρόνια με ηγεμόνα τους τον Κνίβα έφτασαν ως τη βόρεια Θράκη και αφού νίκησαν τους Ρωμαίους σε μια μάχη όπου σκοτώθηκαν ο αυτοκράτορας Δέκιος και ο γιος του κατέλαβαν τη Φιλιππούπολη. Ο αυτοκράτορας Γάλλος αναγκάστηκε να τους καταβάλει ετήσιο φόρο, ο Κλαύδιος τους νίκησε επανειλημμένα ενώ ο Αυρηλιανός τους παραχώρησε το μεγαλύτερο μέρος της Δακίας. Το 322 τους αναχαίτισε ο Μέγας Κωνσταντίνος. Στα μέσα του 4ου αιώνα εγκαταστάθηκαν στη Μοισία ως φόρου υποτελείς στο Βυζάντιο. Σύντομα όμως επαναστάτησαν λόγω της βαριάς φορολογίας και υπό την ηγεσία του Φριτίγερνου κατατρόπωσαν τους Βυζαντινούς στη μάχη της Αδριανούπολης (378) όπου σκοτώθηκε και ο αυτοκράτορας Ουάλης (δείτε και το σχετικό μας άρθρο στις 17/3/2018). Ο Θεοδόσιος ο Μέγας ακολούθησε συμβιβαστική πολιτική. Μετά τη σύναψη ειρήνης, τους δέχθηκε στο κράτος ως συμμάχους ενώ εκείνοι ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό αν και ακολούθησαν την αίρεση του Αρειανισμού.
Η συμφωνία αυτή κλείστηκε το 382 και οι Βησιγότθοι λάμβαναν μεν σημαντική οικονομική ενίσχυση και τους επιτρεπόταν να εγκατασταθούν μόνιμα στη Θράκη, όμως ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν ως επικουρικό σώμα τον βυζαντινό στρατό στους πολέμους που αυτός θα έκανε. Έτσι το 394 το μεγαλύτερο τμήμα των Βησιγότθων υποχρεώθηκε ν’ ακολουθήσει τον Θεοδόσιο ο οποίος έπρεπε να εκστρατεύσει στην Ιταλία για ν’ αντιμετωπίσει τον σφετεριστή του θρόνου Ευγένιο. Ο Θεοδόσιος επικράτησε, όμως πριν προλάβει να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη πέθανε τον Ιανουάριο του 395. Άφησε διαδόχους τους δύο νεαρούς γιους του: τον Αρκάδιο στην Ανατολή και τον Ονώριο στη Δύση, που επιτροπεύονταν από δύο ισχυρούς άνδρες: τον Ρουφίνο στην Ανατολή και τον Στηλίχωνα στη Δύση. Ο Στηλίχων ,βανδαλικής καταγωγής που είχε παντρευτεί την ευγενή Σερένα, είχε αναλάβει την ηγεσία του ενιαίου στρατού της αυτοκρατορίας: δηλαδή του τμήματος που είχε φέρει μαζί του ο Θεοδόσιος από την Ανατολή και των υπολειμμάτων του στρατού του Ευγένιου που είχαν προσχωρήσει στον αυτοκρατορικό στρατό. Η Συνθήκη που είχε υπογράψει ο Θεοδόσιος με τους Βησιγότθους έπαψε να ισχύει μετά τον θάνατό του. Ο αυτοκράτορας Αρκάδιος όφειλε να ανανεώσει τη Συνθήκη αυτή. Λόγω και των πολλών απωλειών τους στην Ιταλία (ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι οι Βησιγότθοι έχασαν 10.000 άνδρες αριθμός μάλλον εξωπραγματικός), θέλοντας να εξασφαλίσουν τη διαπραγμάτευση με τους Βυζαντινούς έκαναν σχέδια για νέο διακανονισμό που ήθελαν να είναι ευνοϊκότερος από την προηγούμενη συνθήκη. Μετά από πολλές διαβουλεύσεις οι Βησιγότθοι πέτυχαν να επιστρέψουν στις οικογένειές τους στη Θράκη. Εκεί εξέλεξαν ως αρχηγό τους τον νεαρό και ριψοκίνδυνο Αλάριχο(370-410). Ο Αλάριχος τέθηκε επικεφαλής όλων των Βησιγότθων που κινήθηκαν προς την Κωνσταντινούπολη. Υπάρχουν αναφορές για 20.000 πολεμιστές και τις οικογένειές τους που δεν αποκλείεται να έφτασαν όλοι μαζί στην πρωτεύουσα. Μπροστά έφιπποι πήγαιναν οι μάχιμοι άνδρες, που προστάτευαν τον άμαχο πληθυσμό που ακολουθούσε πάνω σε άμαξες.
Υπολογίζεται ότι οι μάχιμοι άνδρες ήταν 20.000 και μαζί με τα μέλη των οικογενειών τους έφταναν τις 100.000. Στην Κωνσταντινούπολη θορυβήθηκαν πολύ από την παρουσία των Βησιγότθων έξω από την πόλη. Ακόμα και αν η συμπεριφορά τους ήταν ειρηνική, οι καταστροφές που προκαλούσαν στο πέρασμά τους μόνο για να συντηρηθούν ήταν μεγάλες. Ο Ρουφίνος βγήκε έξω από τα τείχη της Πόλης για να διαπραγματευθεί μαζί τους και να τους πείσει να αλλάξουν πορεία. Δυστυχώς οι πηγές της εποχής δεν αναφέρουν τι ειπώθηκε στις διαπραγματεύσεις αυτές. Αρκούνται να αναφέρουν ότι ο Ρουφίνος δεν φορούσε τη στολή του ανώτατου βυζαντινού αξιωματούχου αλλά την παραδοσιακή φορεσιά των Γότθων. Φαίνεται ότι ο Αλάριχος ήθελε να του δοθεί κάποιο ανώτατο στρατιωτικό αξίωμα και οι μάχιμοι Βησιγότθοι να ενταχθούν στον τακτικό αυτοκρατορικό στρατό κάτι που θα τους εξασφάλιζε οικονομικά ,αλλά ο Ρουφίνος δεν ικανοποίησε αυτά τους τα αιτήματα. Για τις διαπραγματεύσεις Ρουφίνου-Αλάριχου και τους πιθανούς όρους της συμφωνίας τους έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις όπως γράφει ο Ευάγγελος Χ. Χρυσός. Φαίνεται ότι ο Ρουφίνος επέτρεψε ανεπίσημα στους Βησιγότθους να συνεχίσουν την πορεία τους προς άλλη κατεύθυνση ,με την ανοχή του βυζαντινού κράτους.
Βέβαια η άλλη κατεύθυνση ήταν η Ελλάδα που ανήκε πια στην υπαρχία του Ανατολικού Ιλλυρικού, η οποία υπαγόταν στο Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος.
Οι Βησιγότθοι στην Ελλάδα
Έτσι μετά την άτυπη συγκατάθεση του Ρουφίνου, ο Αλάριχος με τους Βησιγότθους κινήθηκαν προς την Ελλάδα. Όπως γράφει ο Ζώσιμος όλες οι περιοχές ήταν ανυπεράσπιστες και θα υπέκυπταν χωρίς δυσκολία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν όσα γράφει ο Ζώσιμος για τον Ρουφίνο και τον Στηλίχωνα. Ο Στηλίχων ήταν έξαλλος με τον Ρουφίνο που επιδίωκε να αποκτήσει στην Ανατολή εξουσία αντίστοιχη με τη δική του.
Ζήτησε από τον Αρκάδιο να αναλάβει τον έλεγχο της κατάστασης και στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος, γιατί όπως ισχυριζόταν, λίγο πριν πεθάνει ο Θεοδόσιος, του είχε αναθέσει την κηδεμονία και των δύο αυτοκρατόρων.
Ο Ρουφίνος ο οποίος είχε αντιληφθεί τις προθέσεις του Στηλίχωνα,αναζητούσε τρόπους για να εμποδίσει τη μετακίνησή του στην Ανατολή, ενώ ταυτόχρονα επιχείρησε να εκμηδενίσει την εξουσία που ασκούσε ο Αρκάδιος στον στρατό. Για να πετύχει όλα αυτά όμως, χρειαζόταν και τους κατάλληλους συνεργούς, τους οποίους και βρήκε. Αυτοί ήταν ο Αντίοχος, τον οποίο και διόρισε ανθύπατο της Ελλάδας, γιατί ήθελε ν’ ανοίξει τον δρόμο για τους Βάρβαρους εισβολείς και να την αφανίσει. Ο Ζώσιμος γράφει για τον Αντίοχο, ότι ήταν γιος του Μουσώνιου, Έλληνα στο θρήσκευμα και άνθρωπος υψηλής παιδείας («… Έλλην ανήρ και παιδείας ήκων εις άκρον…») και ήταν κυριολεκτικά «ένα όργανο του κακού», σε αντίθεση με τους δύο αδελφούς του Μουσώνιο, που είχε το όνομα του πατέρα του και τον Αξίοχo, οι οποίοι διακρίνονταν για την παιδεία και την εντιμότητά τους.
Επίσης, ο Ρουφίνος όρισε ως διοικητή της φρουράς των Θερμοπυλών, που από την εποχή του Λεωνίδα ήταν στρατηγικής σημασίας, καθώς εκεί μπορούσε να οργανωθεί άμυνα λόγω της στενότητας του περάσματος (μόλις 12 μέτρα πλάτος), σε όσους εισβολείς επιδίωκαν να κατέβουν προς τη Βοιωτία, την Αττική και την Πελοπόννησο, τον Γερόντιο, που ήταν πρόθυμος να υπηρετήσει τα σχέδια εναντίον του κράτους.
Έτσι ο Αλάριχος με τους Βησιγότθους, έφυγαν από τη Θράκη και κατευθύνθηκαν προς τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά τους (396). Στη Θεσσαλία, έσπευσε να τους αντιμετωπίσει ο Στηλίχων επικεφαλής του ενιαίου αυτοκρατορικού στρατού. Λίγο πριν τη σύγκρουση με τους Βησιγότθους όμως, ο Στηλίχων έλαβε διαταγή του Αρκάδιου (δηλαδή του Ρουφίνου), ν’ αφήσει ανενόχλητους τους Βησιγότθους και να στείλει στην Κωνσταντινούπολη τις μονάδες του στρατού που προέρχονταν από το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Όπως γράφει ο Ε. Χρυσός, οι ιστορικοί δεν μπορούν να συμφωνήσουν για τον σκοπό της εκστρατείας του Στηλίχωνα και τη διαταγή του αυτοκράτορα για τη διακοπή της. Προσθέτει, πως όταν οι δυνάμεις που αποδέσμευσε ο Στηλίχων υπακούοντας στις εντολές της Κων/πολης έφτασαν στην πρωτεύουσα, αμέσως σκότωσαν τον Ρουφίνο μπροστά μάτια του Αρκάδιου.
Μετά την αποχώρηση του βυζαντινού στρατού, οι Βησιγότθοι έφτασαν στις Θερμοπύλες. Ο Γερόντιος απέσυρε τη φρουρά και οι Βησιγότθοι συνέχισαν την πορεία τους προς τον νότο ανεμπόδιστα. Γράφει σχετικά ο Ζώσιμος: «Οι Βάρβαροι ρίχτηκαν στη διαρπαγή του έτοιμου πλούτου της υπαίθρου και αφάνισαν τις πόλεις ολοκληρωτικά, σκοτώνοντας όλο τον ανδρικό πληθυσμό, μέχρι και τους εφήβους, και αιχμαλωτίζοντας αγεληδόν τα γυναικόπαιδα με όλο το βίος».
Ισοπέδωσαν και λεηλάτησαν ολόκληρη τη Βοιωτία, εκτός από τη Θήβα που ήταν καλό οχυρωμένη. Ο Αλάριχος καθώς βιαζόταν να κυριεύσει την Αθήνα, δεν μπήκε καν στον κόπο να πολιορκήσει τη Θήβα και συνέχισε την πορεία του προς τον νότο.
Λεηλάτησε την Αττική, κατέλαβε τον Πειραιά και στράφηκε προς την Αθήνα. Όμως, όπως γράφει ο Ζώσιμος, αν και ο Αλάριχος πίστευε αρχικά ότι θα καταλάμβανε την Αθήνα εύκολα καθώς οι κάτοικοί της θα παραδίδονταν λόγω έλλειψης τροφίμων και εφοδίων «έμελλε η πανάρχαια πόλη, ακόμα και σ’ αυτούς τους ασεβείς χρόνους, να αποσπάσει τη θεϊκή εύνοια και να μείνει απόρθητη… Όταν ο Αλάριχος πολιόρκησε με όλο το στρατό του την πόλη, είδε να γυροφέρνει πάνω στα τείχη της οπλισμένη η πρόμαχος Αθηνά, όπως την βλέπουμε στα αγάλματα, έτοιμη να αντισταθεί στον εχθρό και πλάι στα τείχη είδε τον ήρωα Αχιλλέα, όπως τον παρουσίασε ο Όμηρος στους Τρώες, τότε που οργισμένος μαχόταν να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο του Πατρόκλου».
Έντρομος και έκπληκτος ο Αλάριχος, εγκατέλειψε την πολιορκία και έστειλε ανθρώπους του στην Αθήνα για διαπραγματεύσεις. Οι Αθηναίοι δέχτηκαν τις προτάσεις του και αφού ανταλλάχθηκαν όρκοι, ο Αλάριχος μπήκε με μια μικρή συνοδεία στην Αθήνα. Οι κάτοικοι τον δέχτηκαν όσο πιο φιλικά μπορούσαν κι εκείνος αφού λούστηκε, συνέφαγε με τους πρόκριτους της πόλης, πήρε τα δώρα που του πρόσφεραν κι έφυγε χωρίς να βλάψει την Αθήνα.
Φεύγοντας από την Αθήνα, ο Αλάριχος κατέλαβε χωρίς αντίσταση τα Μέγαρα και συνέχισε την πορεία του προς την Πελοπόννησο.
Οι Βησιγότθοι καταστρέφουν πόλεις της Πελοποννήσου
Την άμυνα του Ισθμού είχαν αναλάβει ο Αντίοχος και ο Γερόντιος, οι οποίοι δεν αντιστάθηκαν στον Αλάριχο και τον άφησαν να μπει στην Πελοπόννησο. Πρώτη πόλη που γνώρισε την καταστροφική μανία των εισβολέων, ήταν η Κόρινθος. Το μέγεθος των καταστροφών, διαπιστώθηκε και από τις ανασκαφές της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής.
Τότε φαίνεται ότι καταστράφηκε και το ιερό του Ποσειδώνα στον Ισθμό. Ο Αλεξανδρινός ποιητής Κλαυδιανός, που έγραφε έμμετρους πολιτικούς λόγους, περιέγραψε το 398 τα γεγονότα με μια δόση υπερβολής: «Αν είχε αποφευχθεί η καταστροφή, δεν θα θερμαίνονταν τα κύματα από τις δύο θάλασσες της Κορίνθου (τον Κορινθιακό και τον Σαρωνικό Κόλπο) από τις φλόγες της καιόμενης πόλεως».
Μετά την Κόρινθο, οι Βησιγότθοι λεηλάτησαν τις γειτονικές κωμοπόλεις. Τότε βρήκε τραγικό θάνατο και ο επιφανής φιλόσοφος και ζωγράφος από τη Βιθυνία Ιλάριος, που είχε διδάξει για χρόνια φιλοσοφία στην Αθήνα. Στο κτήμα του στην Κορινθία, κατακρεουργήθηκε μαζί με τους υπηρέτες του (Ευνάπιος, «Βίοι Σοφιστών» VII 1, 12). Επίσης, ίχνη καταστροφής που συνδέονται με την επιδρομή των Βησιγότθων ήρθαν στο φως κι από τις ανασκαφές στον Φλιούντα.
Επόμενη μεγάλη πόλη που καταστράφηκε και λεηλατήθηκε από τους Βησιγότθους, ήταν το Άργος. Σε τάφο κοντά στις Μυκήνες βρέθηκαν χρυσά κοσμήματα, δύο βραχιόλια σε σχήμα φιδιού κι ένα διάδημα (ταινία ή στέμμα που φοριόταν στο κεφάλι ως σύμβολο εξουσίας ή κόσμημα), φτιαγμένα από Βησιγότθους τεχνίτες ή με βησιγοτθικά πρότυπα. Την ίδια τύχη με το Άργος, είχε και η Σπάρτη, η οποία ίσως να είχε σωθεί αν είχαν φερθεί καλύτερα οι άρχοντές της. Αντιγράφοντας τον Ευνάπιο, ο Ζώσιμος γράφει ότι η Σπάρτη «… εξαιτίας της πλεονεξίας των Ρωμαίων δεν είχε πια μήτε όπλα, μήτε άνδρες να την προστατεύσουν, παρά μόνο προδότες κυβερνήτες, πρόθυμους να υπηρετήσουν τις ορέξεις των ισχυρών σε οτιδήποτε θα μπορούσε να φέρει γενική καταστροφή. Από τη Λακωνία, οι Βησιγότθοι κατευθύνθηκαν προς την Αρκαδία. Εκεί, αντιστάθηκε με επιτυχία μόνο η Τεγέα, χάρη στο σθένος ενός άρχοντά της, του Ρούφου.
Στην Αρκαδία οι Βησιγότθοι έμειναν περίπου ενάμιση χρόνο. Ο Ευάγγελος Χρυσός, θεωρεί ότι έψαχναν τόπο να εγκατασταθούν μόνιμα και «ίσως σ’ αυτό απέβλεπε σιωπηρά και ανομολόγητα και η κεντρική κυβέρνηση της Κωνσταντινουπόλεως, που τους άφησε ανενόχλητους να φτάσουν και να εγκατασταθούν στην Αρκαδία».
Ωστόσο, την άνοιξη του 397, ο Στηλίχων επέστρεψε στην Ελλάδα, αυτή τη φορά για να διώξει τους Βησιγότθους.
Ο υμνητής του Κλαυδιανός, γράφει για μάχες και μεγάλες νίκες του Στηλίχωνα στο Λύκαιον Όρος, στον Ερύμανθο, στο Μαίναλο και στους ποταμούς Λάδωνα και Αλφειό.
Οι Βησιγότθοι υποχρεώθηκαν να καταφύγουν στο όρος Φολόη, όπου θα μπορούσε όμως εύκολα να τους συντρίψει ο Στηλίχων, καθώς τους τελείωναν τα εφόδια. Όμως, όπως γράφει ο Ζώσιμος, « το έριξε στην καλοπέραση και παρασύρθηκε από κωμικούς μίμους και πρόστυχες γυναίκες, αφήνοντας τους στρατιώτες του να αρπάξουν όσα αγαθά δεν πρόλαβαν να λεηλατήσουν οι βάρβαροι».
Την απειθαρχία των στρατιωτών του Στηλίχωνα, καυτηριάζει και ο A. Cameron. Τελικά, οι Βησιγότθοι έφυγαν ανενόχλητοι από την Πελοπόννησο και έφτασαν στην Ήπειρο, όπου προκάλεσαν τεράστιες καταστροφές.
Παλαιότερα, επικρατούσε η άποψη, με βάση ένα χωρίο του Ζώσιμου, ότι οι Βησιγότθοι πήραν άδεια να εγκατασταθούν στην Ήπειρο, όπου και έμειναν 4 χρόνια (397-401). Ωστόσο νεότερες μελέτες, έδειξαν ότι η εγκατάσταση τους, δεν έγινε στην Ήπειρο αλλά στη Μακεδονία και συγκεκριμένα στην Ημαθία. Όπως, ίσως είναι γνωστό, οι Βησιγότθοι στη συνέχεια κατευθύνθηκαν προς την Ιταλία και το 410 λεηλάτησαν τη Ρώμη και εγκαταστάθηκαν τελικά στην Ισπανία, όπου εξοντώθηκαν από τους Άραβες γύρω στο 710. Ο Στηλίχων, εμφανίστηκε ως ελευθερωτής της Ελλάδας, μέσα από τους στίχους του Κλαυδιανού: “resurgerns aegra caput mediis erexit Grecia flammis”.
Δηλαδή: «Η εξουθενωμένη Ελλάδα ξανασήκωσε το κεφάλι της μέσα από τις φλόγες».
Σίγουρα οι Βησιγότθοι προκάλεσαν τεράστιες καταστροφές στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα τον 19ο αιώνα, διαπρεπείς ιστορικοί, όπως ο Γκρεγκορόβιους και ο Χέρτσμπερκ, τους «χρέωναν» ακόμα και καταστροφές στην Ολυμπία.
Μεταγενέστερες όμως έρευνες, έδειξαν ότι ο ναός του Δία στην Ολυμπία καταστράφηκε από τον ισχυρότατο σεισμό της 21ης Ιουλίου 365, με επίκεντρο τη Γόρτυνα της Κρήτης (Π. Χιώτης, «Ιστορική έποψη περί σεισμών εν Ελλάδι και ιδίως εν Ζακύνθου», 1886-1887). Ο σεισμός μεγέθους 8,2 Ρίχτερ κατέστρεψε δέκα πόλεις της Κρήτης και πολλές ακόμα σε Ελλάδα, Ιταλία, Δαλματία, Λιβύη, Αίγυπτο και Παλαιστίνη. Αλώβητη έμεινε μόνο η Αθήνα και η υπόλοιπη Αττική, οι οποίες εκείνο το έτος έκαναν δημόσια τελετή για τον Αχιλλέα.
Πάντως σίγουρα οι Βησιγότθοι κατέστρεψαν το ιερό της Δήμητρας στην Ελευσίνα. Η δημογραφική και οικονομική καταστροφή που προκάλεσαν στην Πελοπόννησο ήταν τεράστια, όπως φαίνεται και από δύο αυτοκρατορικά διατάγματα στον Θεοδοσιανό κώδικα(438) που ρυθμίζουν ζητήματα της Αχαΐας. Δυστυχώς, οι επιδρομές των βαρβάρων στην Ελλάδα δεν τελείωσαν τότε. Πιθανότατα όμως, οι Βησιγότθοι εκτός από ερείπια και καμένη γη, δεν άφησαν κανένα άλλο ίχνος στη χώρα μας…
Πηγές: Ευάγγελος Χ. Χρυσός, «ΟΙ ΒΗΣΙΓΟΤΘΟΙ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ (396-7 μ.Χ.)», ΠΡΑΚΤΙΚΑ Β’ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΑΘΗΝΑ 1981-1982 ΖΩΣΙΜΟΣ, «ΝΕΑ ΙΣΤΟΡΙΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΥΡΑΘΕΝ 2007.
Μιχάλης Στούκας
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
Οι Βησιγότθοι και οι συγκρούσεις τους με Ρωμαίους και Βυζαντινούς
Οι Βησιγότθοι ήταν αρχαίος γερμανικός λαός, ένας από τους δύο μεγάλους κλάδους των Γότθων. Αρχική τους κοιτίδα ήταν η περιοχή στα δυτικά του ποταμού Δνείστερου γι’ αυτό και ονομάστηκαν και Βησιγότθοι (Γότθοι της Δύσης) σε αντιδιαστολή με τους Οστρογότθους (Γότθοι της Ανατολής). Η πρώτη σύγκρουση ανάμεσα σε Ρωμαίους και Βησιγότθους έγινε το 213 όταν τους αντιμετώπισε ο αυτοκράτορας Καρακάλλας. Όμως το 239 πέρασαν τον Δούναβη, έφτασαν στη Μαρκιανούπολη και αφού ρήμαξαν την περιοχή ως τον Εύξεινο Πόντο αποσύρθηκαν στον Δούναβη έναντι χρηματικής αποζημίωσης. Μετά από 10 χρόνια με ηγεμόνα τους τον Κνίβα έφτασαν ως τη βόρεια Θράκη και αφού νίκησαν τους Ρωμαίους σε μια μάχη όπου σκοτώθηκαν ο αυτοκράτορας Δέκιος και ο γιος του κατέλαβαν τη Φιλιππούπολη. Ο αυτοκράτορας Γάλλος αναγκάστηκε να τους καταβάλει ετήσιο φόρο, ο Κλαύδιος τους νίκησε επανειλημμένα ενώ ο Αυρηλιανός τους παραχώρησε το μεγαλύτερο μέρος της Δακίας. Το 322 τους αναχαίτισε ο Μέγας Κωνσταντίνος. Στα μέσα του 4ου αιώνα εγκαταστάθηκαν στη Μοισία ως φόρου υποτελείς στο Βυζάντιο. Σύντομα όμως επαναστάτησαν λόγω της βαριάς φορολογίας και υπό την ηγεσία του Φριτίγερνου κατατρόπωσαν τους Βυζαντινούς στη μάχη της Αδριανούπολης (378) όπου σκοτώθηκε και ο αυτοκράτορας Ουάλης (δείτε και το σχετικό μας άρθρο στις 17/3/2018). Ο Θεοδόσιος ο Μέγας ακολούθησε συμβιβαστική πολιτική. Μετά τη σύναψη ειρήνης, τους δέχθηκε στο κράτος ως συμμάχους ενώ εκείνοι ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό αν και ακολούθησαν την αίρεση του Αρειανισμού.
Η συμφωνία αυτή κλείστηκε το 382 και οι Βησιγότθοι λάμβαναν μεν σημαντική οικονομική ενίσχυση και τους επιτρεπόταν να εγκατασταθούν μόνιμα στη Θράκη, όμως ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν ως επικουρικό σώμα τον βυζαντινό στρατό στους πολέμους που αυτός θα έκανε. Έτσι το 394 το μεγαλύτερο τμήμα των Βησιγότθων υποχρεώθηκε ν’ ακολουθήσει τον Θεοδόσιο ο οποίος έπρεπε να εκστρατεύσει στην Ιταλία για ν’ αντιμετωπίσει τον σφετεριστή του θρόνου Ευγένιο. Ο Θεοδόσιος επικράτησε, όμως πριν προλάβει να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη πέθανε τον Ιανουάριο του 395. Άφησε διαδόχους τους δύο νεαρούς γιους του: τον Αρκάδιο στην Ανατολή και τον Ονώριο στη Δύση, που επιτροπεύονταν από δύο ισχυρούς άνδρες: τον Ρουφίνο στην Ανατολή και τον Στηλίχωνα στη Δύση. Ο Στηλίχων ,βανδαλικής καταγωγής που είχε παντρευτεί την ευγενή Σερένα, είχε αναλάβει την ηγεσία του ενιαίου στρατού της αυτοκρατορίας: δηλαδή του τμήματος που είχε φέρει μαζί του ο Θεοδόσιος από την Ανατολή και των υπολειμμάτων του στρατού του Ευγένιου που είχαν προσχωρήσει στον αυτοκρατορικό στρατό. Η Συνθήκη που είχε υπογράψει ο Θεοδόσιος με τους Βησιγότθους έπαψε να ισχύει μετά τον θάνατό του. Ο αυτοκράτορας Αρκάδιος όφειλε να ανανεώσει τη Συνθήκη αυτή. Λόγω και των πολλών απωλειών τους στην Ιταλία (ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι οι Βησιγότθοι έχασαν 10.000 άνδρες αριθμός μάλλον εξωπραγματικός), θέλοντας να εξασφαλίσουν τη διαπραγμάτευση με τους Βυζαντινούς έκαναν σχέδια για νέο διακανονισμό που ήθελαν να είναι ευνοϊκότερος από την προηγούμενη συνθήκη. Μετά από πολλές διαβουλεύσεις οι Βησιγότθοι πέτυχαν να επιστρέψουν στις οικογένειές τους στη Θράκη. Εκεί εξέλεξαν ως αρχηγό τους τον νεαρό και ριψοκίνδυνο Αλάριχο(370-410). Ο Αλάριχος τέθηκε επικεφαλής όλων των Βησιγότθων που κινήθηκαν προς την Κωνσταντινούπολη. Υπάρχουν αναφορές για 20.000 πολεμιστές και τις οικογένειές τους που δεν αποκλείεται να έφτασαν όλοι μαζί στην πρωτεύουσα. Μπροστά έφιπποι πήγαιναν οι μάχιμοι άνδρες, που προστάτευαν τον άμαχο πληθυσμό που ακολουθούσε πάνω σε άμαξες.
Υπολογίζεται ότι οι μάχιμοι άνδρες ήταν 20.000 και μαζί με τα μέλη των οικογενειών τους έφταναν τις 100.000. Στην Κωνσταντινούπολη θορυβήθηκαν πολύ από την παρουσία των Βησιγότθων έξω από την πόλη. Ακόμα και αν η συμπεριφορά τους ήταν ειρηνική, οι καταστροφές που προκαλούσαν στο πέρασμά τους μόνο για να συντηρηθούν ήταν μεγάλες. Ο Ρουφίνος βγήκε έξω από τα τείχη της Πόλης για να διαπραγματευθεί μαζί τους και να τους πείσει να αλλάξουν πορεία. Δυστυχώς οι πηγές της εποχής δεν αναφέρουν τι ειπώθηκε στις διαπραγματεύσεις αυτές. Αρκούνται να αναφέρουν ότι ο Ρουφίνος δεν φορούσε τη στολή του ανώτατου βυζαντινού αξιωματούχου αλλά την παραδοσιακή φορεσιά των Γότθων. Φαίνεται ότι ο Αλάριχος ήθελε να του δοθεί κάποιο ανώτατο στρατιωτικό αξίωμα και οι μάχιμοι Βησιγότθοι να ενταχθούν στον τακτικό αυτοκρατορικό στρατό κάτι που θα τους εξασφάλιζε οικονομικά ,αλλά ο Ρουφίνος δεν ικανοποίησε αυτά τους τα αιτήματα. Για τις διαπραγματεύσεις Ρουφίνου-Αλάριχου και τους πιθανούς όρους της συμφωνίας τους έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις όπως γράφει ο Ευάγγελος Χ. Χρυσός. Φαίνεται ότι ο Ρουφίνος επέτρεψε ανεπίσημα στους Βησιγότθους να συνεχίσουν την πορεία τους προς άλλη κατεύθυνση ,με την ανοχή του βυζαντινού κράτους.
Βέβαια η άλλη κατεύθυνση ήταν η Ελλάδα που ανήκε πια στην υπαρχία του Ανατολικού Ιλλυρικού, η οποία υπαγόταν στο Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος.
Οι Βησιγότθοι στην Ελλάδα
Έτσι μετά την άτυπη συγκατάθεση του Ρουφίνου, ο Αλάριχος με τους Βησιγότθους κινήθηκαν προς την Ελλάδα. Όπως γράφει ο Ζώσιμος όλες οι περιοχές ήταν ανυπεράσπιστες και θα υπέκυπταν χωρίς δυσκολία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν όσα γράφει ο Ζώσιμος για τον Ρουφίνο και τον Στηλίχωνα. Ο Στηλίχων ήταν έξαλλος με τον Ρουφίνο που επιδίωκε να αποκτήσει στην Ανατολή εξουσία αντίστοιχη με τη δική του.
Ζήτησε από τον Αρκάδιο να αναλάβει τον έλεγχο της κατάστασης και στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος, γιατί όπως ισχυριζόταν, λίγο πριν πεθάνει ο Θεοδόσιος, του είχε αναθέσει την κηδεμονία και των δύο αυτοκρατόρων.
Ο Ρουφίνος ο οποίος είχε αντιληφθεί τις προθέσεις του Στηλίχωνα,αναζητούσε τρόπους για να εμποδίσει τη μετακίνησή του στην Ανατολή, ενώ ταυτόχρονα επιχείρησε να εκμηδενίσει την εξουσία που ασκούσε ο Αρκάδιος στον στρατό. Για να πετύχει όλα αυτά όμως, χρειαζόταν και τους κατάλληλους συνεργούς, τους οποίους και βρήκε. Αυτοί ήταν ο Αντίοχος, τον οποίο και διόρισε ανθύπατο της Ελλάδας, γιατί ήθελε ν’ ανοίξει τον δρόμο για τους Βάρβαρους εισβολείς και να την αφανίσει. Ο Ζώσιμος γράφει για τον Αντίοχο, ότι ήταν γιος του Μουσώνιου, Έλληνα στο θρήσκευμα και άνθρωπος υψηλής παιδείας («… Έλλην ανήρ και παιδείας ήκων εις άκρον…») και ήταν κυριολεκτικά «ένα όργανο του κακού», σε αντίθεση με τους δύο αδελφούς του Μουσώνιο, που είχε το όνομα του πατέρα του και τον Αξίοχo, οι οποίοι διακρίνονταν για την παιδεία και την εντιμότητά τους.
Επίσης, ο Ρουφίνος όρισε ως διοικητή της φρουράς των Θερμοπυλών, που από την εποχή του Λεωνίδα ήταν στρατηγικής σημασίας, καθώς εκεί μπορούσε να οργανωθεί άμυνα λόγω της στενότητας του περάσματος (μόλις 12 μέτρα πλάτος), σε όσους εισβολείς επιδίωκαν να κατέβουν προς τη Βοιωτία, την Αττική και την Πελοπόννησο, τον Γερόντιο, που ήταν πρόθυμος να υπηρετήσει τα σχέδια εναντίον του κράτους.
Έτσι ο Αλάριχος με τους Βησιγότθους, έφυγαν από τη Θράκη και κατευθύνθηκαν προς τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά τους (396). Στη Θεσσαλία, έσπευσε να τους αντιμετωπίσει ο Στηλίχων επικεφαλής του ενιαίου αυτοκρατορικού στρατού. Λίγο πριν τη σύγκρουση με τους Βησιγότθους όμως, ο Στηλίχων έλαβε διαταγή του Αρκάδιου (δηλαδή του Ρουφίνου), ν’ αφήσει ανενόχλητους τους Βησιγότθους και να στείλει στην Κωνσταντινούπολη τις μονάδες του στρατού που προέρχονταν από το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Όπως γράφει ο Ε. Χρυσός, οι ιστορικοί δεν μπορούν να συμφωνήσουν για τον σκοπό της εκστρατείας του Στηλίχωνα και τη διαταγή του αυτοκράτορα για τη διακοπή της. Προσθέτει, πως όταν οι δυνάμεις που αποδέσμευσε ο Στηλίχων υπακούοντας στις εντολές της Κων/πολης έφτασαν στην πρωτεύουσα, αμέσως σκότωσαν τον Ρουφίνο μπροστά μάτια του Αρκάδιου.
Μετά την αποχώρηση του βυζαντινού στρατού, οι Βησιγότθοι έφτασαν στις Θερμοπύλες. Ο Γερόντιος απέσυρε τη φρουρά και οι Βησιγότθοι συνέχισαν την πορεία τους προς τον νότο ανεμπόδιστα. Γράφει σχετικά ο Ζώσιμος: «Οι Βάρβαροι ρίχτηκαν στη διαρπαγή του έτοιμου πλούτου της υπαίθρου και αφάνισαν τις πόλεις ολοκληρωτικά, σκοτώνοντας όλο τον ανδρικό πληθυσμό, μέχρι και τους εφήβους, και αιχμαλωτίζοντας αγεληδόν τα γυναικόπαιδα με όλο το βίος».
Ισοπέδωσαν και λεηλάτησαν ολόκληρη τη Βοιωτία, εκτός από τη Θήβα που ήταν καλό οχυρωμένη. Ο Αλάριχος καθώς βιαζόταν να κυριεύσει την Αθήνα, δεν μπήκε καν στον κόπο να πολιορκήσει τη Θήβα και συνέχισε την πορεία του προς τον νότο.
Λεηλάτησε την Αττική, κατέλαβε τον Πειραιά και στράφηκε προς την Αθήνα. Όμως, όπως γράφει ο Ζώσιμος, αν και ο Αλάριχος πίστευε αρχικά ότι θα καταλάμβανε την Αθήνα εύκολα καθώς οι κάτοικοί της θα παραδίδονταν λόγω έλλειψης τροφίμων και εφοδίων «έμελλε η πανάρχαια πόλη, ακόμα και σ’ αυτούς τους ασεβείς χρόνους, να αποσπάσει τη θεϊκή εύνοια και να μείνει απόρθητη… Όταν ο Αλάριχος πολιόρκησε με όλο το στρατό του την πόλη, είδε να γυροφέρνει πάνω στα τείχη της οπλισμένη η πρόμαχος Αθηνά, όπως την βλέπουμε στα αγάλματα, έτοιμη να αντισταθεί στον εχθρό και πλάι στα τείχη είδε τον ήρωα Αχιλλέα, όπως τον παρουσίασε ο Όμηρος στους Τρώες, τότε που οργισμένος μαχόταν να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο του Πατρόκλου».
Έντρομος και έκπληκτος ο Αλάριχος, εγκατέλειψε την πολιορκία και έστειλε ανθρώπους του στην Αθήνα για διαπραγματεύσεις. Οι Αθηναίοι δέχτηκαν τις προτάσεις του και αφού ανταλλάχθηκαν όρκοι, ο Αλάριχος μπήκε με μια μικρή συνοδεία στην Αθήνα. Οι κάτοικοι τον δέχτηκαν όσο πιο φιλικά μπορούσαν κι εκείνος αφού λούστηκε, συνέφαγε με τους πρόκριτους της πόλης, πήρε τα δώρα που του πρόσφεραν κι έφυγε χωρίς να βλάψει την Αθήνα.
Φεύγοντας από την Αθήνα, ο Αλάριχος κατέλαβε χωρίς αντίσταση τα Μέγαρα και συνέχισε την πορεία του προς την Πελοπόννησο.
Οι Βησιγότθοι καταστρέφουν πόλεις της Πελοποννήσου
Την άμυνα του Ισθμού είχαν αναλάβει ο Αντίοχος και ο Γερόντιος, οι οποίοι δεν αντιστάθηκαν στον Αλάριχο και τον άφησαν να μπει στην Πελοπόννησο. Πρώτη πόλη που γνώρισε την καταστροφική μανία των εισβολέων, ήταν η Κόρινθος. Το μέγεθος των καταστροφών, διαπιστώθηκε και από τις ανασκαφές της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής.
Τότε φαίνεται ότι καταστράφηκε και το ιερό του Ποσειδώνα στον Ισθμό. Ο Αλεξανδρινός ποιητής Κλαυδιανός, που έγραφε έμμετρους πολιτικούς λόγους, περιέγραψε το 398 τα γεγονότα με μια δόση υπερβολής: «Αν είχε αποφευχθεί η καταστροφή, δεν θα θερμαίνονταν τα κύματα από τις δύο θάλασσες της Κορίνθου (τον Κορινθιακό και τον Σαρωνικό Κόλπο) από τις φλόγες της καιόμενης πόλεως».
Μετά την Κόρινθο, οι Βησιγότθοι λεηλάτησαν τις γειτονικές κωμοπόλεις. Τότε βρήκε τραγικό θάνατο και ο επιφανής φιλόσοφος και ζωγράφος από τη Βιθυνία Ιλάριος, που είχε διδάξει για χρόνια φιλοσοφία στην Αθήνα. Στο κτήμα του στην Κορινθία, κατακρεουργήθηκε μαζί με τους υπηρέτες του (Ευνάπιος, «Βίοι Σοφιστών» VII 1, 12). Επίσης, ίχνη καταστροφής που συνδέονται με την επιδρομή των Βησιγότθων ήρθαν στο φως κι από τις ανασκαφές στον Φλιούντα.
Επόμενη μεγάλη πόλη που καταστράφηκε και λεηλατήθηκε από τους Βησιγότθους, ήταν το Άργος. Σε τάφο κοντά στις Μυκήνες βρέθηκαν χρυσά κοσμήματα, δύο βραχιόλια σε σχήμα φιδιού κι ένα διάδημα (ταινία ή στέμμα που φοριόταν στο κεφάλι ως σύμβολο εξουσίας ή κόσμημα), φτιαγμένα από Βησιγότθους τεχνίτες ή με βησιγοτθικά πρότυπα. Την ίδια τύχη με το Άργος, είχε και η Σπάρτη, η οποία ίσως να είχε σωθεί αν είχαν φερθεί καλύτερα οι άρχοντές της. Αντιγράφοντας τον Ευνάπιο, ο Ζώσιμος γράφει ότι η Σπάρτη «… εξαιτίας της πλεονεξίας των Ρωμαίων δεν είχε πια μήτε όπλα, μήτε άνδρες να την προστατεύσουν, παρά μόνο προδότες κυβερνήτες, πρόθυμους να υπηρετήσουν τις ορέξεις των ισχυρών σε οτιδήποτε θα μπορούσε να φέρει γενική καταστροφή. Από τη Λακωνία, οι Βησιγότθοι κατευθύνθηκαν προς την Αρκαδία. Εκεί, αντιστάθηκε με επιτυχία μόνο η Τεγέα, χάρη στο σθένος ενός άρχοντά της, του Ρούφου.
Στην Αρκαδία οι Βησιγότθοι έμειναν περίπου ενάμιση χρόνο. Ο Ευάγγελος Χρυσός, θεωρεί ότι έψαχναν τόπο να εγκατασταθούν μόνιμα και «ίσως σ’ αυτό απέβλεπε σιωπηρά και ανομολόγητα και η κεντρική κυβέρνηση της Κωνσταντινουπόλεως, που τους άφησε ανενόχλητους να φτάσουν και να εγκατασταθούν στην Αρκαδία».
Ωστόσο, την άνοιξη του 397, ο Στηλίχων επέστρεψε στην Ελλάδα, αυτή τη φορά για να διώξει τους Βησιγότθους.
Ο υμνητής του Κλαυδιανός, γράφει για μάχες και μεγάλες νίκες του Στηλίχωνα στο Λύκαιον Όρος, στον Ερύμανθο, στο Μαίναλο και στους ποταμούς Λάδωνα και Αλφειό.
Οι Βησιγότθοι υποχρεώθηκαν να καταφύγουν στο όρος Φολόη, όπου θα μπορούσε όμως εύκολα να τους συντρίψει ο Στηλίχων, καθώς τους τελείωναν τα εφόδια. Όμως, όπως γράφει ο Ζώσιμος, « το έριξε στην καλοπέραση και παρασύρθηκε από κωμικούς μίμους και πρόστυχες γυναίκες, αφήνοντας τους στρατιώτες του να αρπάξουν όσα αγαθά δεν πρόλαβαν να λεηλατήσουν οι βάρβαροι».
Την απειθαρχία των στρατιωτών του Στηλίχωνα, καυτηριάζει και ο A. Cameron. Τελικά, οι Βησιγότθοι έφυγαν ανενόχλητοι από την Πελοπόννησο και έφτασαν στην Ήπειρο, όπου προκάλεσαν τεράστιες καταστροφές.
Παλαιότερα, επικρατούσε η άποψη, με βάση ένα χωρίο του Ζώσιμου, ότι οι Βησιγότθοι πήραν άδεια να εγκατασταθούν στην Ήπειρο, όπου και έμειναν 4 χρόνια (397-401). Ωστόσο νεότερες μελέτες, έδειξαν ότι η εγκατάσταση τους, δεν έγινε στην Ήπειρο αλλά στη Μακεδονία και συγκεκριμένα στην Ημαθία. Όπως, ίσως είναι γνωστό, οι Βησιγότθοι στη συνέχεια κατευθύνθηκαν προς την Ιταλία και το 410 λεηλάτησαν τη Ρώμη και εγκαταστάθηκαν τελικά στην Ισπανία, όπου εξοντώθηκαν από τους Άραβες γύρω στο 710. Ο Στηλίχων, εμφανίστηκε ως ελευθερωτής της Ελλάδας, μέσα από τους στίχους του Κλαυδιανού: “resurgerns aegra caput mediis erexit Grecia flammis”.
Δηλαδή: «Η εξουθενωμένη Ελλάδα ξανασήκωσε το κεφάλι της μέσα από τις φλόγες».
Σίγουρα οι Βησιγότθοι προκάλεσαν τεράστιες καταστροφές στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα τον 19ο αιώνα, διαπρεπείς ιστορικοί, όπως ο Γκρεγκορόβιους και ο Χέρτσμπερκ, τους «χρέωναν» ακόμα και καταστροφές στην Ολυμπία.
Μεταγενέστερες όμως έρευνες, έδειξαν ότι ο ναός του Δία στην Ολυμπία καταστράφηκε από τον ισχυρότατο σεισμό της 21ης Ιουλίου 365, με επίκεντρο τη Γόρτυνα της Κρήτης (Π. Χιώτης, «Ιστορική έποψη περί σεισμών εν Ελλάδι και ιδίως εν Ζακύνθου», 1886-1887). Ο σεισμός μεγέθους 8,2 Ρίχτερ κατέστρεψε δέκα πόλεις της Κρήτης και πολλές ακόμα σε Ελλάδα, Ιταλία, Δαλματία, Λιβύη, Αίγυπτο και Παλαιστίνη. Αλώβητη έμεινε μόνο η Αθήνα και η υπόλοιπη Αττική, οι οποίες εκείνο το έτος έκαναν δημόσια τελετή για τον Αχιλλέα.
Πάντως σίγουρα οι Βησιγότθοι κατέστρεψαν το ιερό της Δήμητρας στην Ελευσίνα. Η δημογραφική και οικονομική καταστροφή που προκάλεσαν στην Πελοπόννησο ήταν τεράστια, όπως φαίνεται και από δύο αυτοκρατορικά διατάγματα στον Θεοδοσιανό κώδικα(438) που ρυθμίζουν ζητήματα της Αχαΐας. Δυστυχώς, οι επιδρομές των βαρβάρων στην Ελλάδα δεν τελείωσαν τότε. Πιθανότατα όμως, οι Βησιγότθοι εκτός από ερείπια και καμένη γη, δεν άφησαν κανένα άλλο ίχνος στη χώρα μας…
Πηγές: Ευάγγελος Χ. Χρυσός, «ΟΙ ΒΗΣΙΓΟΤΘΟΙ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ (396-7 μ.Χ.)», ΠΡΑΚΤΙΚΑ Β’ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ, ΑΘΗΝΑ 1981-1982 ΖΩΣΙΜΟΣ, «ΝΕΑ ΙΣΤΟΡΙΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΥΡΑΘΕΝ 2007.
Μιχάλης Στούκας
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ