To ότι κάθε ερωτική σχέση έχει στη βάση της ένα ένστικτο προσανατολισμένο στο παιδί που θα γεννηθεί θα επιβεβαιωθεί χωρίς αμφιβολία μέσω της λεπτομερέστερης ανάλυσης αυτού του ενστίκτου, την οποία δεν μπορούμε να μην επιχειρήσουμε. Πρώτα πρώτα ο άντρας από τη φύση του τείνει προς την αστάθεια στον έρωτα, ενώ η γυναίκα στη σταθερότητα. Ο έρωτας του άντρα μειώνεται αισθητά από τη στιγμή που έχει δεχτεί ικανοποίηση: σχεδόν κάθε άλλη γυναίκα τον ερεθίζει περισσότερο από ό,τι αυτή που έχει· ζητά αλλαγή. Αντίθετα, ο έρωτας της γυναίκας μεγαλώνει από εκείνη τη στιγμή. Αυτό αποτελεί συνέπεια του σκοπού της φύσης, ο οποίος αποβλέπει στη διατήρηση και επομένως στην κατά το δυνατόν μεγαλύτερη διεύρυνση του γένους. Δηλαδή ο άντρας μπορεί να παράγει άνετα περισσότερα από εκατό παιδιά το χρόνο. Αντίθετα, η γυναίκα, με όσους άντρες και αν πήγαινε, θα μπορούσε να φέρει στον κόσμο μόνο ένα παιδί το χρόνο (εκτός από την περίπτωση διδύμων).
Γι’ αυτό εκείνος κοιτάζει συνέχεια γύρω του για άλλες γυναίκες· αντίθετα, αυτή κρατάει σταθερά τον έναν· γιατί η φύση την οδηγεί ενστικτωδώς και χωρίς περαιτέρω συλλογισμό να κρατήσει εκείνον που θα διασφαλίσει τη διατροφή και την προστασία του μελλοντικού απογόνου. Γι’ αυτόν το λόγο η συζυγική πίστη για τον άντρα είναι τεχνητή, για τη γυναίκα φυσική, άρα και η μοιχεία της γυναίκας, αντικειμενικά λόγω των συνεπειών και υποκειμενικά λόγω της αντίθεσης προς τη φύση, είναι πολύ πιο ασυγχώρητη σε σχέση με αυτήν του άντρα.