Η ΤΕΡΑΣΤΙΑ «ΜΑΥΡΗ ΣΚΙΑ» ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΚΑΤΑΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΡΙΕΡΑ ΤΟΥ Κ.ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ. Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΩΣΕ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ


Η Ένωσις Κέντρου είχε νικήσει στις ελληνικές βουλευτικές εκλογές του 1964 με ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην ιστορία των ελληνικών εκλογών (52,72%) και ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση με 171 βουλευτές. Αφορμή για την παραίτησή του από την πρωθυπουργία τον Ιούλιο του 1965 υπήρξε η διαμάχη του με τον τότε βασιλιά Κωνσταντίνο για το πρόσωπο του υπουργού Εθνικής Άμυνας και την αλλαγή του αρχηγού ΓΕΣ.
Ο Παπανδρέου επιθυμούσε να αντικαταστήσει τον ως τότε υπουργό Πέτρο Γαρουφαλιά και τον αρχηγό ΓΕΣ στρατηγό Γεννηματά, οι οποίοι κατά την άποψή του ελέγχονταν από το παλάτι, με ανθρώπους της εμπιστοσύνης του.
Ο ίδιος ο Γαρουφαλιάς είχε την άποψη ότι ο Γ. Παπανδρέου επιθυμούσε, παγίως και με συνεχείς παρεμβάσεις, να κομματικοποιήσει τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις και να πλήξει το αξιόμαχό τους, ιδιαίτερα εν όψει της απειλής της Τουρκίας στην Κύπρο. Ο Γ. Παπανδρέου είχε εκδηλώσει την πρόθεση να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Εθνικής Αμύνης. Ο βασιλιάς αρνούνταν να υπογράψει το σχετικό διάταγμα, προβάλλοντας ως αιτιολογία τη φημολογούμενη εμπλοκή του γιου του (Ανδρέα Παπανδρέου) στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ.
Ο Γαρουφαλιάς παρά την αποπομπή του, ακόμα κι αφού ο Γ. Παπανδρέου τον διέγραψε από την Ένωση Κέντρου, αρνιόταν να εγκαταλείψει το υπουργείο. Κατά τον Π. Γαρουφαλιά, η άρνηση του ίδιου οφειλόταν στην αντίστασή του κατά της κομματικοποίησης των Ενόπλων Δυνάμεων.

Η συνάντηση του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, αργά το απόγευμα της 15ης Ιουλίου του 1965, δεν διήρκεσε περισσότερο από ένα τέταρτο της ώρας. Τα πάντα ήταν προαποφασισμένα και από τις δύο πλευρές. «Επήλθε διαφωνία. Αύριο θα υποβάλω παραίτησιν και θα προβώ εις ανακοινώσεις», δήλωσε ο πρωθυπουργός προς τους δημοσιογράφους εξερχόμενος του ανακτόρου της Ηρώδου του Αττικού. Ο νεαρός μονάρχης, όμως, δεν ήταν διατεθειμένος να του αφήσει αυτό το περιθώριο κινήσεων. Πριν φθάσει ο Γεώργιος Παπανδρέου στην κατοικία του, στο Καστρί Αττικής, ο πρόεδρος της Βουλής και ηγετικό στέλεχος της Ένωσης Κέντρου Γεώργιος Αθανασιάδης – Νόβας, ο οποίος περίμενε ήδη σε κάποιο δωμάτιο των ανακτόρων κατά τη διάρκεια της συνάντησης Κωνσταντίνου-Παπανδρέου, έλαβε από τον βασιλιά την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και λίγα λεπτά αργότερα, στις 20:25, ενώπιον του αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου, ορκίστηκε τριμελές κυβερνητικό κλιμάκιο, με τον Γ. Αθανασιάδη-Νόβα πρωθυπουργό, τον Σταύρο Κωστόπουλο υπουργό Άμυνας και τον ναύαρχο Ιωάννη Τούμπα υπουργό Δημόσιας Τάξης.
«Η σύνθεσις της κυβερνήσεώς μου θα είναι αμιγής εκ της Ενώσεως Κέντρου. Και είναι απόλυτος η πολιτική και ιδεολογική συνέχεια της νέας κυβερνήσεως προς την παλαιάν», δήλωσε ο Γ. Αθανασιάδης-Νόβας στο διάγγελμα που απηύθυνε το ίδιο βράδυ προς τον ελληνικό λαό.
Η δήλωση του παραιτηθέντος πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου ήταν εξαιρετικά σκληρή και δεν άφησε κανένα περιθώριο συμβιβασμού:
«Συνετελέσθη σήμερον παραβίασις του πολιτεύματος. Η κυβέρνησις του λαού εξηναγκάσθη εις παραίτησιν. Και εκλήθη να κυβερνήση μία ομάς προδοτών της Ενώσεως Κέντρου. Αλλά δεν συνέβη μόνον παραβίασις του πολιτεύματος. Συνέβη επίσης και διακωμώδησις. Ο τρόπος της καταλήψεως της αρχής από την κυβέρνησιν ανδρεικέλων έχει προσλάβει τον χαρακτήρα φαιδρού πραξικοπήματος. Εις τα ανάκτορα ενήδρευε ο ακατονόμαστος πρόεδρος δια να ορκισθή αμέσως μετά την αναχώρησίν μου… Καταγγέλλω προς τον δημοκρατικόν κόσμον της χώρας την ομάδα των προδοτών και τον καλώ εις πάνδημον ειρηνικήν εκδήλωσιν εναντίον της προδοσίας… Αρχίζει από σήμερον νέος ανένδοτος αγών υπέρ της δημοκρατίας».
Δεκάδες χιλιάδες οπαδοί της Ένωσης Κέντρου και της Ε.Δ.Α. ξεχύθηκαν αυθόρμητα στους δρόμους της Αθήνας μόλις γνωστοποιήθηκε η παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Τους ακολούθησαν εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι τις επόμενες μέρες, στη μεγαλύτερη έκρηξη διαδηλώσεων που έχει γνωρίσει ποτέ η Ελλάδα. Σε διάστημα ενός μήνα, από τις 16 Ιουλίου ως τις 17 Αυγούστου, έλαβαν χώρα 383 συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις και πορείες διαμαρτυρίας, από τις οποίες οι 67 στην Αθήνα. Κυριάρχησαν τα συνθήματα «Κάτω η μοναρχιά», «Οι προδότες στο Γουδί», «Δεν σε θέλει ο λαός, παρ’ τη μάνα σου και μπρος» (αναφερόμενο στον βασιλιά Κωνσταντίνο και τη βασιλομήτορα Φρειδερίκη), «Η αυλή θα μαντρωθεί» και άλλα παρόμοια που υποδήλωναν ότι η σύγκρουση του Κωνσταντίνου με τον Γεώργιο Παπανδρέου είχε θέσει ανοιχτά πλέον επί τάπητος πολιτειακό ζήτημα. Άλλωστε, ο Κωνσταντίνος δεν έκανε καμία προσπάθεια να το αποφύγει. Αντίθετα, οδήγησε συνειδητά και επιδεικτικά στην κορύφωση της κρίσης μέσα σε διάστημα μίας μόλις εβδομάδας.
Τα γεγονότα πριν την παραίτηση
Ήταν βράδυ της Πέμπτης, 8 Ιουλίου. Ο Γ. Παπανδρέου δειπνούσε στο Καστρί με τον γιο του Ανδρέα και τη σύζυγο του τελευταίου, Μαργαρίτα, περιμένοντας νέα από τον διευθυντή του πολιτικού γραφείου του Κωνσταντίνου, σε σχέση με τον καθορισμό ημερομηνίας συνάντησής του με τον βασιλιά, όπως είχε ζητήσει για να συζητήσει μαζί του την κρίση στις σχέσεις πρωθυπουργού-άνακτος που ήδη σοβούσε. Γύρω στις 21:30 ακούστηκε ο θόρυβος της μοτοσυκλέτας του αγγελιαφόρου και ο Ανδρέας Παπανδρέου βγήκε και παρέλαβε το έγγραφο που μετέφερε ο αγγελιαφόρος. Επρόκειτο για επιστολή του Κωνσταντίνου. Το περιεχόμενό της ήταν εκρηκτικό, πρωτοφανές σε πολιτική βιαιότητα και τελεσιγραφικό:
«Εν Κερκύρα τη 8η Ιουλίου 1965
Κύριε πρωθυπουργέ
…Η κατάστασις της χώρας είναι ανώμαλος και ανησυχητική, καθιστώσα επείγουσαν, κατά την γνώμην μου, την λήψιν ριζικών και αδιαβλήτων από πάσης πλευράς μέτρων αποκαταστάσεως του σοβαρώς κλονισθέντος κράτους δικαίου, εδραιώσεως της νομιμότητος και επαναφοράς του αισθήματος της ασφαλείας και της τάξεως.
Ανώμαλος κατέστη η κατάστασις, αφ’ ης στιγμής εκ της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, η οποία υπάγεται προσωπικώς εις υμάς και διοικείται υπό προσώπων της απολύτου εμπιστοσύνης σας, εξεπορεύθη συνωμοτική οργάνωσις εις τας ενόπλους δυνάμεις (εννοεί την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ), μοναδικόν σκοπόν έχουσα την ανατροπήν του Συντάγματος της χώρας και την επιβολήν δικτατορίας ελεεινής μορφής, αποκρουστικής εις πάντα ελεύθερον άνθρωπον… Κινδυνεύει να καταλυθή η νομιμότης, το κράτος δικαίου εξ ενεργειών, αποδεικνυομένων δι’ απτών αποδείξεων, της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, αναγορευθείσης εις ελεγκτήν της νομιμότητος και επεμβαινούσης εις το έργον της στρατιωτικής δικαιοσύνης προς επηρεασμόν των ανακρίσεων…
Τας επεμβάσεις αυτάς ενισχύετε και υποθάλπετε, καίτοι, δια λόγους τους οποίους δεν θα ήθελα να αναφέρω, ανυπερβλήτους και εξ αντικειμένου δεδομένους, η θέσις υμών εν συναρτήσει προς την υπόθεσιν της συνωμοσίας εις τας ενόπλους δυνάμεις έχει από καιρού καταστή εξαιρετικώς ευαίσθητος και λεπτή…
Γνωρίζω καλώς ότι εκ πηγών στενώτατα προσκειμένων προς υμάς ενεπνεύσθησαν αι προειδοποιήσεις και αι απειλαί εναντίον μου, αι ομοιάζουσαι προς εκβιασμόν…
Σας καλώ να καταδικάσετε δημοσία την εναντίον μου συκοφαντικήν εκστρατείαν και να λάβετε σύντομα και αμέσου αποδόσεως μέτρα διαλύσεως πάσης οργανώσεως ή προπαρασκευής λαοκρατικών εκδηλώσεων ή στάσεων, προαρασκευαζομένων υφ’ οιονδήποτε πρόσχημα προς υποδούλωσιν του ελληνικού λαού και κατάλυσιν της λαϊκής κυριαρχίας και των ατομικών ελευθεριών…
Θεωρώ ότι αποτελεί υποχρεώσίν σας η άμεσος και άνευ δισταγμού πραγματοποίησιν των όσων σας ζητώ. Η προειδοποίησίς μου αύτη είναι η τελευταία».
Είναι προφανές ότι ο Κωνσταντίνος ήταν αποφασισμένος πλέον να ανατρέψει την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, εξαναγκάζοντάς τον σε παραίτηση.
«Συμφώνως προς το πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας ο βασιλεύς βασιλεύει και ο λαός κυβερνά δια της νομίμου κυβερνήσεως. Ο βασιλεύς συμβουλεύει, αλλά η κυβέρνησις αποφασίζει. Εν τούτοις, από την τελευταίαν διπλήν άρνησιν υμών συνάγεται ότι δεν συμφωνείτε με αυτήν την έννοιαν του πολιτεύματος», αναφέρει μεταξύ άλλων στην απαντητική του επιστολή, την επομένη, προς τον Κωνσταντίνο ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου και συνεχίζει: «Διεκδικείτε το δικαίωμα όπως ορίζητε υμείς τον υπουργόν Εθνικής Αμύνης και την ηγεσίαν των ενόπλων δυνάμεων, έστω και κατ’ αντίθεσιν προς την απόφασιν της υπευθύνου κυβερνήσεως. Αλλά τούτο δεν είναι σύμφωνον προς το πολίτευμα… Καθώς εκ των ανωτέρω συνάγεται, υφίσταται πράγματι θέμα λειτουργίας του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Εις την λαοπρόβλητον κυβέρνησιν ανήκει η πλήρης εξουσία εις όλους τους τομείς του κράτους. Δεν αποτελεί το υπουργείον Εθνικής Αμύνης στεγανόν διαμέρισμα, εξαιρούμενον της εξουσίας της κυβερνήσεως».


Την επομένη, Σάββατο, 10 Ιουλίου, ο Κωνσταντίνος τηλεφώνησε στον Γ. Παπανδρέου στις 18:50 το απόγευμα από την Κέρκυρα για να του αναγγείλει τη γέννηση του πρώτου του παιδιού, της Αλεξίας. Ο πρωθυπουργός έκανε τη λανθασμένη πολιτική εκτίμηση ότι το προσωπικό τηλεφώνημα του Κωνσταντίνου υποδήλωνε διάθεση του βασιλιά να συμβιβαστεί μαζί του. Περιχαρής πήρε μαζί του τον πρόεδρο της Βουλής Γ. Αθανασιάδη-Νόβα και μετέβη στην Κέρκυρα, καθώς του είχε ήδη διαμηνυθεί ότι ο Κωνσταντίνος θα τον δεχθεί για συνεργασία την Κυριακή, 11 Ιουλίου.

Φθάνοντας στην Κέρκυρα, ο Γ. Παπανδρέου έλαβε καινούργια, μακροσκελή επιστολή του Κωνσταντίνου, ανάλογου ύφους και περιεχομένου με την πρώτη:
«Η σκόπιμος εμμονή εις ανύπαρκτον θέμα αποτελεί πρόσχημα δια την εκ μέρους υμών ηθελημένην διατάραξιν των σχέσεών μας. Επιδιώκετε την δημιουργίαν συνταγματικού θέματος εκ του μη όντος. Με στενοχωρεί η προσπάθειά σας. Εάν δεν επικρατήσουν εις υμάς σωφρονέστεροι σκέψεις, θα ευρεθώ εις την ανάγκην εκ καθήκοντος προασπίσεως της συνταγματικής τάξεως και της ομαλότητος να καταγγείλω προς τον ελληνικόν λαόν τα προθέσεις σας…
Δια την αντικατάστασιν του αρχηγού του ΓΕΣ εσείς με ενημερώσατε επί αποφάσεώς σας και σας διεμήνυσα… ότι υπό τας κρατούσας συνθήκας, από εθνικής σκοπιάς κρίνων, δεν ήμην σύμφωνος προς την απόφασίν σας… Η αποστολή χθες προς εμέ προς υπογραφήν σχεδίου βασιλικού διατάγματος περί αντικαταστάσεως του υπουργού Εθνικής Αμύνης χωρίς να έχη προηγηθή συνεργασία ημών αναγκαία, κατά τας συνθήκας του πολιτεύματος, ιδία δε αφού είχατε και ειδοποιηθή περί της επιθυμίας μου, αποτελεί πράξιν αήθη, αλλά και προσβλητικήν, διότι περιέχει άσκησιν πιέσεως και σκοπεί εις δημιουργίαν πεπλανημένων εντυπώσεων παρά τη κοινή γνώμη…
Αποδοκιμάζω τας ενεργείας σας και επιθυμώ να σας καταστήσω σαφές, ότι υπό τοιαύτην ατμόσφαιραν δεν τολμώ να αισιοδοξήσω ότι δύναται ν’ αποβή εποικοδομητική η επικείμενη συνεργασία μας…
Εάν υφίσταται σήμερον πρόβλημα, τούτο συνίσταται εις κρίσιν εμπιστοσύνης την οποίαν προεκάλεσαν αι ενέργειαί σας, απροκαλύπτως σχεδιασμέναι και εσκεμμέναι να περιορίσουν την απρόσκοπτον άσκησιν των συνταγματικών μου καθηκόντων. Ουδείς όμως θα δυνηθή να επιτύχη τοιούτον τι…».
Ο Γ. Παπανδρέου παρ’ όλα αυτά δήλωσε στους δημοσιογράφους, μετά τη λήξη της συνάντησής του με τον Κωνσταντίνο, ότι υπήρξε «πλήρης αρμονία απόψεων επί του τρόπου λειτουργίας του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας». Πίσω του όμως έμεινε ο Γ. Αθανασιάδης-Νόβας, ο οποίος είχε συζήτηση μιάμισης ώρας με τον βασιλιά χωρίς την παρουσία του πρωθυπουργού.
Το γεγονός αυτό μεγάλωσε την ανησυχία του Γ. Παπανδρέου ότι επίκεινται σημαντικές εξελίξεις. Επέστρεψε έτσι στην Αθήνα αποφασισμένος να διαγράψει τον υπουργό Άμυνας Πέτρο Γαρουφαλιά από την Ένωση Κέντρου και να τον αποπέμψει από υπουργό, καθώς αυτός αρνήθηκε να παραιτηθεί. Ακόμη χειρότερο, τις τελευταίες ημέρες του Ιουνίου και τις πρώτες ημέρες του Ιουλίου ο Π. Γαρουφαλιάς μετέθεσε σε νευραλγικές θέσεις στο λεκανοπέδιο Αττικής 15 αξιωματικούς που είχαν σχέση με την ακροδεξιά συνωμοτική στρατιωτική οργάνωση του ΙΔΕΑ. Είναι προφανές ότι το παλάτι έθετε σε κίνηση τον μηχανισμό οργάνωσης στρατιωτικού πραξικοπήματος, σε περίπτωση που ο Γ. Παπανδρέου αποκτούσε τον έλεγχο των πολιτικών εξελίξεων.

Στις 13 Ιουλίου ο πρωθυπουργός συγκάλεσε την κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου, η οποία αποφάσισε ομόφωνα τη διαγραφή του Π. Γαρουφαλιά. «Στην κυβέρνησίν μας δεν ημπορούν να υπάρχουν τοποτηρηταί άλλων δυνάμεων», υπογράμμισε ο Γ. Παπανδρέου εισηγούμενος τη διαγραφή και πρόσθεσε με έμφαση: «Θέλω από την σημερινήν συγκέντρωσιν να εξέλθη το μήνυμα ότι είναι ηλίθιοι όσοι νομίζουν ότι ημπορεί να υπάρξη και η ελαχίστη διάσπασις της Ενώσεως Κέντρου. Θέλω να πληροφορηθούν όλοι ότι προδόται δεν υπάρχουν εις την Ένωσιν Κέντρου».
Ο Γ. Παπανδρέου πλανάται πλάνην οικτράν. Πριν περάσουν δύο 24ωρα σχηματίσηκε η πρώτη από τις τρεις συνολικά κυβερνήσεις από στελέχη της Ένωσης Κέντρου που τον εγκατέλειψαν και προσχώρησαν στο βασιλικό στρατόπεδο.
Στις 13 Ιουλίου όμως ο Γ. Παπανδρέου ήταν ακόμα πρωθυπουργός και οι Αμερικανοί παρενέβησαν για να τον πείσουν να αποδεχθεί τις θέσεις του Κωνσταντίνου. Στο πλαίσιο αυτών των προσπαθειών ο επιτετραμμένος της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα Νόρμπερτ Άνσουτς συναντήθηκε, μετά από δική του πρωτοβουλία, με τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος περιέγραψε ως εξής την ουσία της δίωρης αυτής συζήτησης στο βιβλίο του Η δημοκρατία στο απόσπασμα:
«Ο Άνσουτς υποστήριξε την άποψη πως ο βασιλιάς έκανε καλά να αρνηθεί στον Γεώργιο Παπανδρέου το χαρτοφυλάκιο της Εθνικής Αμύνης. Σε παρατήρησή μου πως αυτό δεν συμβιβαζόταν με το Σύνταγμά μας, χαμογέλασε:
– Έγινε ποτέ σεβαστό το Σύνταγμά σας; Γιατί πρέπει να γίνει σεβαστό τώρα; Με την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ ανοικτή, πώς θα διανοηθεί ο βασιλιάς να παραδώσει το υπουργείο Αμύνης στον πατέρα σου; Εξ άλλου η ανάμιξή σου στην υπόθεση αυτή είναι σαφής… Ξέρεις πολύ καλά πως η κυβέρνησή μου έχει επενδύσει τεράστια ποσά στο στρατιωτικό κατεστημένο της Ελλάδας. Αν κάθε νέα ελληνική κυβέρνηση άλλαζε την ηγεσία του στρατεύματος, τι εγγύηση θα είχαμε πως οι ένοπλες δυνάμεις θα παίξουν το ρόλο που τους έχει αναθέσει το ΝΑΤΟ;
Κάθε συζήτηση θα ήταν μάταιη. Ήταν ολοφάνερο πως είχε ολότερα ταχθεί με τον βασιλιά στην αναμέτρησή του μαζί μας… Για μία ακόμα φορά, οι Αμερικανοί εμφανίσθηκαν στο προσκήνιο. Στην πιο κρίσιμη ώρα έριξαν την υποστήριξή τους στον βασιλιά, πράγμα όμως που δεν μας ξένισε. Ο βασιλιάς και το ελληνικό κατεστημένο περνούσαν στην επίθεση μόνο όταν είχαν εξασφαλίσει τη συγκατάθεση και τη συμπαράσταση των Αμερικανών. Εξ άλλου, η Ελλάδα εξακολουθούσε να είναι δορυφόρος», συμπεραίνει ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Το βράδυ της 14ης Ιουλίου ο Κωνσταντίνος έστειλε στον πρωθυπουργό με τον διευθυντή του πολιτικού του γραφείου Κωνσταντίνο Χοϊδά μία τρίτη εμπρηστική επιστολή, παρόλο που ο Γ. Παπανδρέου δεν είχε απαντήσει ακόμη στη δεύτερη.
«Μην επιμείνητε να αναλάβητε υμείς κατά την παρούσαν ώραν το υπουργείον Αμύνης. Τοιαύτη πράξις θα αποτελέση βαρύτατον πλήγμα κατά του προσωπικού σας γοήτρου, κατά του κόμματος του οποίου ηγείσθε και κατά των αρχών της αρετής και της ευθιξίας… Το καθήκον επιβάλλει να σας αποτρέψω από την εκτέλεσιν της διαβιβασθείσης προς εμέ αποφάσεώς σας», τόνιζε ο Κωνσταντίνος και συνέχιζε:
«Εδημιουργήσατε άνευ λόγου και καλλιεργείτε, ως να υφίστατο αιτία τις, αντιδικίαν προς εμέ δια την εξυπηρέτησιν σκοπών τελείως αντιθέτων προς την εύρυθμον και συνταγματικήν λειτουργίαν του πολιτεύματος. Ευρεθείς προ ωργανωμένης εκστρατείας ψεύδους και εξαπατήσεως των πολιτών, σας προειδοποίησα εντός των τελευταίων ημερών δύο φοράς εγγράφως και μίαν προφορικώς, υπομνήσας τας βαρείας ευθύνας σας… Δεν πρόκειται να ωφεληθήτε εκ της τεχνητής και δια τελείως σαθρών μέσων δημιουργίας κλίματος στρεφομένου κατ’ εμού παρά τη κοινή γνώμη».
Τη νύχτα της 14ης Ιουλίου έσπευσαν στο Καστρί πολλά επιφανή στελέχη της Ένωσης Κέντρου για να πιέσουν τον Γεώργιο Παπανδρέου να υποκύψει στις απαιτήσεις του Κωνσταντίνου και να μην παραιτηθεί από πρωθυπουργός. Πρωτοστάτησαν στις κινήσεις αυτές οι Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Ηλίας Τσιριμώκος, Στέλιος Αλλαμανής, Δημήτριος Παπασπύρου και άλλοι, οι περισσότεροι από τους οποίους τις επόμενες μέρες θα συμμετείχαν στις κυβερνήσεις των «αποστατών», όπως έμειναν στην πολιτική ιστορία της Ελλάδος. Φοβισμένη από τις εξελίξεις ήταν και η αριστερά. Η ΕΔΑ με ανακοίνωσή της κάλεσε κι αυτή τον Γεώργιο Παπανδρέου να μην παραιτηθεί διότι «παραίτησις της κυβερνήσεως κάτω από αυτές τις συνθήκες θα έδινε την δυνατότητα διαδικασίας προς το συμφέρον κύκλων της ανωμαλίας».
Ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε όμως διαμορφώσει πλέον την άποψη, ότι είναι αδύνατον να υποχωρήσει χωρίς να καταρρακωθεί ανεπανόρθωτα το πολιτικό του κύρος. Έτσι στις 15 Ιουλίου δήλωσε στον Κωνσταντίνο ότι θα παραιτηθεί την επομένη, 16 Ιουλίου. Αυτός όμως όρισε την κατ’ αρχήν τριμελή κυβέρνηση Νόβα λίγα λεπτά μετά την αναχώρηση του πρωθυπουργού, χωρίς να περιμένει καν την υποβολή της επίσημης παραίτησης της κυβέρνησης.
Κυβέρνηση Αθανασιάδη-Νόβα
Η πρώτη κυβέρνηση αποστατών ήταν τριμελής και περιλάμβανε τον βουλευτή και απόστρατο ναύαρχο Ιωάννη Τούμπα, υπουργό Δημοσίας Τάξεως, και τον Σταύρο Κωστόπουλο, υπουργό Εθνικής Άμυνας. Η κυβέρνηση Νόβα αντιμετώπισε σοβαρότατες δυσκολίες στη συμπλήρωσή της. Απαιτήθηκε η παρέμβαση των Αμερικανών για να πεισθούν να ορκιστούν ως υπουργοί της οι Κ. Μητσοτάκης και Δ. Παπασπύρου, όπως τουλάχιστον συνάγεται από την εμπιστευτική αναφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, με ημερομηνία 17 Ιουλίου 1965, την οποία έφερε στο φως της δημοσιότητας ο Αλέξης Παπαχελάς στο βιβλίο του Ο βιασμός της Ελληνικής Δημοκρατίας μαζί με πολλά άλλα αμερικανικά έγγραφα που αφορούν αυτή την περίοδο.
Η ορκωμοσία των Κ. Μητσοτάκη και Δ. Παπασπύρου στην κυβέρνηση Νόβα είχε οριστεί για το πρωί της 16ης Ιουλίου, αλλά αυτοί δίσταζαν, αποθαρρημένοι από τη στάση της τεράστιας πλειοψηφίας των βουλευτών της Ένωσης Κέντρου εναντίον του εγχειρήματος Νόβα. Έτσι η τελετή αναβλήθηκε για τις 19:00 το ίδιο βράδυ. Στις 17:30 ο εκ της τριανδρίας υπουργός Άμυνας Σταύρος Κωστόπουλος τηλεφώνησε αναστατωμένος στον Αμερικανό επιτετραμμένο Νόρμπερτ Άνσουτς και του εξήγησε την κατάσταση, υποστηρίζοντας ότι, αν δεν προχωρήσουν στην ορκωμοσία του Κ. Μητσοτάκη και του Δ. Παπασπύρου, οι δύο Παπανδρέου θα γίνουν πολύ ισχυροί. Ζήτησε τη γνώμη του Άνσουτς, ο οποίος συμφώνησε και πρόσθεσε ότι «η δύναμη που θα κατορθώσει να συγκεντρώσει η κυβέρνηση Νόβα, ακόμη κι αν δεν φθάσει να σχηματίσει βιώσιμη κυβέρνηση, θα διευκολύνει τον επόμενο ηγέτη που θα κληθεί να δοκιμαστεί». Λίγο μετά από αυτή την επικοινωνία ο Στ. Κωστόπουλος τηλεφώνησε και πάλι στον Άνσουτς και του δήλωσε περιχαρής ότι ο Κ. Μητσοτάκης θα ορκιστεί στις 19:45.
Ο διορισμός της κυβέρνησης Νόβα προκάλεσε την αναθάρρηση του Τύπου της ΕΡΕ. Το κύριο άρθρο της Καθημερινής στις 16 Ιουλίου διαπίστωνε ότι «καθήμεθα επί ηφαιστείου» διότι «η Βασιλική Χωροφυλακή και η Αστυνομία και τα ΤΕΑ έχουν χάσει το ηθικό των» επειδή «ο κ. Γ. Παπανδρέου κατέστησεν πανέτοιμον τον κομμουνισμόν δια να είναι αυτάς τας ώρας εις θέσιν να διαταράξη την ομαλότητα και να προκαλέση ακόμη και νέον εμφύλιον πόλεμον». Καλούσε δε τη νέα κυβέρνηση «να διατάξη τα όργανα της τάξεως να διαλύσουν αμέσως και να αφοπλίσουν τον παράνομον μηχανισμόν της ΕΔΑ, τας λεγομένας ομάδας κρούσεως».
Το φάντασμα του κομμουνιστικού κινδύνου προέβαλε και η αμερικανική πρεσβεία στις αναφορές της προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. «Αν και δεν μπορούμε να το αποδείξουμε πλήρως, υποψιαζόμαστε πως υπάρχει κάποια συμφωνία ανάμεσα στον Ανδρέα Παπανδρέου και την ΕΔΑ για την τακτική που ακολουθούν τώρα» αναφέρεται σε απόρρητο έγγραφο της πρεσβείας προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στις 18 Ιουλίου, καθώς η Αθήνα συγκλονιζόταν από διαδηλώσεις. Η εικόνα συνεργασίας Ανδρέα-Αριστεράς ήταν αρκετή για να ξεσηκώσεις τις ηγεσίες του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και της CIA στην Ουάσινγκτον, αφού δημιουργούσε την εντύπωση απειλής κατά των ζωτικών συμφερόντων των Η.Π.Α. στην Ελλάδα, άρα έθετε σε κίνδυνο τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος της χώρας.
Στο μεταξύ ο Γ. Παπανδρέου είχε κηρύξει νέο «ανένδοτο αγώνα» κατά της συνταγματικής εκτροπής. Οι λαϊκές αντιδράσεις στον εξαναγκασμό σε παραίτηση του Γ. Παπανδρέου προσέλαβαν πρωτοφανείς διαστάσεις. Στις 19 Ιουλίου ο γηραιός τέως πρωθυπουργός γνώρισε την αποθέωση της πολιτικής του καριέρας, καθώς ανακοίνωσε ότι θα μεταβεί από το Καστρί στο πολιτικό του γραφείο, στο κέντρο της Αθήνας. Εκατοντάδες χιλιάδες λαού κατέκλυσαν τους δρόμους της πρωτεύουσας για να εκφράσουν την υποστήριξή τους στον νόμιμο πρωθυπουργό της χώρας. «Την κυβέρνησιν των προδοτών κατήργησεν απόψε η παντοδύναμος οργή του κυρίαρχου λαού… Εις το πολίτευμα της βασιλευομένης δημοκρατίας, τους αρχηγούς των κομμάτων και των κυβερνήσεων δεν ορίζει η εύνοια της Αυλής. Ορίζει μόνον η εύνοια του λαού», δήλωσε θριαμβευτικά ο Γ. Παπανδρέου.
Στις πορείες ακούγονταν έντονα αντιβασιλικά συνθήματα με κυρίαρχο το «Δε σε θέλει ο λαός, παρ’ τη μάνα σου και μπρος», ενώ χιουμοριστικό σύνθημα με αναφορά στη νεογέννητη κόρη του βασιλιά ήταν το «Αλεξία, πάρε θέση». Η κυβέρνηση Νόβα αντιλήφθηκε ότι αποκλείεται να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή μέσα σε κλίμα τόσο σφοδρής αντίθεσης της κοινής γνώμης και αποφάσισε να αναχαιτίσει τις διαδηλώσεις δια της βίας. Έτσι, στις 21 Ιουλίου, η αστυνομία δολοφόνησε τον αριστερό φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα, καθώς διέλυε με κλομπ, δακρυγόνα και υποκόπανους όπλων τεράστια αντικυβερνητικά διαδήλωση, στην οποία συμμετείχαν και πολλοί βουλευτές της Ένωσης Κέντρου. Η Ελλάδα συγκλονιζόταν.
«Η κυβέρνησις δεν ηρκέσθη να είναι κυβέρνησις προδοτών. Έγινεν επίσης και κυβέρνησις του αίματος. Πρέπει να εξαφανισθή από του προσώπου της γης και να λογοδοτήση δια τα εγκλήματά της», δήλωσε ο Γεώργιος Παπανδρέου.
Πανικόβλητη η κυβέρνηση Νόβα από το ενδεχόμενο μετατροπής της κηδείας του δολοφονηθέντος φοιτητή σε εξέγερση εναντίον της, έδωσε κατ’ αρχήν την εντολή στην αστυνομία να μην παραδώσει το πτώμα του Σωτήρη Πέτρουλα στους δικούς του και να προχωρήσει σε μυστική ταφή. Τελικά, η κηδεία έγινε κανονικά, με τη συμμετοχή δεκάδων χιλιάδων λαού, παρουσία του Γεωργίου Παπανδρέου και όλων των βουλευτών της Ένωσης Κέντρου που του είχαν μείνει πιστοί, πέρα φυσικά από την ηγεσία της ΕΔΑ.
Μέσα στο κλίμα αυτό έπεσε στο κενό το διάγγελμα στις 21 Ιουλίου του «δοτού», κατά την ορολογία της εποχής, πρωθυπουργού Γεωργίου Αθανασιάδη-Νόβα, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι επί πρωθυπουργίας Γεωργίου Παπανδρέου «η αληθής δημοκρατία εξηυτελίζετο καθημερινώς δια να καταντήση εις ανεύθυνον οχλοκρατίαν», ενώ η κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου «παρουσίαζε την εικόνα ψευδοσυνελεύσεως αξιωματούχων ολοκληρωτικού κράτους».
Την ίδια αυτή ημέρα που η Αθήνα βαφόταν στο αίμα και η πολιτική κρίση είχε φθάσει στο έπακρο, έλαβε χώρα ένα κωμικοτραγικό περιστατικό, υποδηλωτικό της πλήρους αποκοπής του παλατιού από τις συνέπειες της πολιτικής αναταραχής που το ίδιο είχε προκαλέσει: Έφτασαν στην Αθήνα ο πρίγκιπας Χουάν Κάρλος Α΄ της Ισπανίας και η σύζυγός του Σοφία, προσκεκλημένοι του Κωνσταντίνου για διακοπές στην Κέρκυρα.
Στο μεταξύ η κατάσταση εκτραχυνόταν διαρκώς. Η συζήτηση για την εκδήλωση πραξικοπήματος ήταν κάθε άλλο παρά θεωρητική, όπως αποδεικνύεται από πληθώρα επίσημων αμερικανικών εγγράφων. Μέσα στον Ιούλιο, εκπρόσωποι της στρατιωτικής συνωμοτικής ακροδεξιάς οργάνωσης του μετέπειτα δικτάτορα Γεώργιου Παπαδόπουλου, η οποία είχε αποκαταστήσει επαφές και με το ανώτατο διπλωματικό προσωπικό της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα από τον Σεπτέμβριο του 1964, συναντήθηκαν εκ νέου με Αμερικανούς αξιωματικούς που υπηρετούσαν στο γραφείο του στρατιωτικού ακολούθου. Πρωταγωνιστικό ρόλο στην εκπροσώπηση και τη διοίκηση της οργάνωσης αυτής σ’ αυτή τη φάση διαδραμάτισαν ο απόστρατος πτέραρχος Πέτρος Μητσάκος, ο απόστρατος ταξίαρχος της Αεροπορίας Αντώνης Σκαρμαλιωράκης και ο πρώην αρχηγός της ΚΥΠ στρατηγός Αλέξανδρος Νάτσινας, στενότατος συνεργάτης της CIA, ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης ΙΔΕΑ και εκ των βασικών πρωταγωνιστών της νόθευσης του αποτελέσματος των εκλογών του 1961. Οι εκπρόσωποι των επίδοξων πραξικοπηματιών δήλωσαν στους Αμερικανούς της πρεσβείας ότι έχουν έτοιμα τα σχέδια πραξικοπήματος, για την πραγματοποίηση του οποίου χρειάζονται διάστημα 30 ημερών, με στόχο την επιβολή δικτατορίας πενταετούς διάρκειας. Ο Κωνσταντίνος όχι μόνο ήταν ενήμερος για τα σχέδιά τους, αλλά ήξερε ότι θα ζητούσαν και την έγκριση των Η.Π.Α. Όπως αποκαλύπτεται από συνολική έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, οι επίδοξοι πραξικοπηματίες δήλωσαν ότι είναι έτοιμοι να δεχθούν οποιοδήποτε σχέδιο των Αμερικανών. Δήλωσαν επίσης πρόθυμοι να κάνουν μία συμφωνία με τις Η.Π.Α. για διχοτόμηση της Κύπρου και εκχώρηση τμήματος του νησιού στην Τουρκία. Σε αντάλλαγμα ζήτησαν οικονομική βοήθεια της Ουάσινγκτον προς το δικτατορικό καθεστώς και άμεση αναγνώρισή του, δεχόμενοι μία αμερικανική φραστική «καταδίκη» της κήρυξης δικτατορίας.
Οι συνωμότες ετοίμαζαν και πολιτικές δολοφονίες. Ο αντισμήναρχος Πανουτσόπουλος, υπεύθυνος ασφαλείας του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας, ο οποίος διατηρούσε στενές σχέσεις με τον Μητσάκο, πλησίασε τον Αμερικανό αεροπορικό ακόλουθο Τσαρλς Πέρκινς και του ζήτησε, αν υπάρχουν «δολοφονικά όργανα που να μην είναι μεγαλύτερα από ένα πακέτο τσιγάρα και να εκτοξεύουν βέλη με δηλητήριο», αίτημα για το οποίο το Πεντάγωνο ενημέρωσε το αρχηγείο της CIA στο Λάνγκλεϊ.
Στο μεταξύ, σε πολιτικό επίπεδο, τα ηγετικά στελέχη της κυβέρνησης Νόβα προσπάθησαν να εξηγήσουν τη στάση τους. Στις 24 Ιουλίου ο Κ. Μητσοτάκης έδωσε συνέντευξη στο υπό απόλυτο κυβερνητικό έλεγχο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας και απέκρουσε την κατηγορία της «προδοσίας» λέγοντας μεταξύ άλλων: «Η κατηγορία είναι χυδαία όσον και εξωφρενική. Και η απάντησις απλή. Μετέχω εις την κυβέρνησιν Νόβα, κυβέρνησιν αμιγή της Ενώσεως Κέντρου, διότι δεν επετρέπετο να αφεθή η χώρα ακυβέρνητος στο έλεος των σκοτεινών δυνάμεων της ανωμαλίας… Συνταγματικώς και πολιτικώς η λύσις η οποία εδόθη ήτο ορθή και δεν εδίστασα να αναλάβω τας ευθύνας μου».
Εξηγώντας τη στάση του περίπου 10 χρόνια αργότερα, σε σειρά συνεντεύξεών του στα Επίκαιρα το καλοκαίρι του 1976, ο Κ. Μητσοτάκης ανέφερε μεταξύ άλλων:
«Αντιμετώπισα το πρόβλημα, τι θα γινότανε εν συνεχεία από την ώρα που ο βασιλιάς είχε προχωρήσει και σ’ αυτή την απονενοημένη ενέργεια της ορκωμοσίας των τριών, η οποία του απέκλειε παντελώς οιανδήποτε δυνατότητα ομαλών εξελίξεων. Διότι με μια κολοβή κυβέρνηση ενός πρωθυπουργού και δύο υπουργών εάν εμείς δεν ορκιζόμαστε, ο βασιλεύς ήτο καταγέλαστος. Και έπρεπε οπωσδήποτε να το σπρώξη το πράγμα παραπέρα. Η δική μου δε εντύπωσις…
– Πού δηλαδή ενομίζατε ότι έπρεπε να το σπρώξη;
– Δικτατορία. Δικτατορία, αγαπητέ μου. Και η δικτατορία θα ήταν του τύπου της μετέπειτα δικτατορίας της Χιλής εκείνη την εποχή. Με μία Αθήνα της οποίας ο λαός είχε ξεχυθή στους δρόμους, με ένα στρατό αποφασισμένο και με ένα βασιλιά σε απόγνωση, ήταν βέβαιον, για μένα, ότι η υπόθεσις θα ήταν αιματηρή αναμέτρησις στρατού και λαού. Τα ξημερώματα της 15ης Ιουλίου είχα μία δραματική συνομιλία με τον Πάνο Κόκκα, με τον οποίο κατεβήκαμε μαζί στη Γλυφάδα, και μου είπε και ο ίδιος ότι «φοβούμε ότι τα πράγματα είναι χαμένα», και του είπα κι εγώ ότι πολύ φοβούμαι ότι είναι χαμένα, αλλά πολύ φοβούμε ότι δεν μας μένει τίποτ’ άλλο παρά να προσπαθήσουμε να σώσουμε ό,τι ακόμα σώζεται».
Στις 27 Ιουλίου κηρύχθηκε γενική πολιτική απεργία, η οποία σημείωσε μεγάλη επιτυχία και επέτεινε το κλίμα απομόνωσης της κυβέρνησης Νόβα. Στις 28 Ιουλίου πραγματοποιήθηκε μεγάλη συγκέντρωση της Ένωσης Κέντρου στη Θεσσαλονίκη με ομιλιτή τον Ηλία Τσιριμώκο, ο οποίος με ρητορική δεινότητα κατακεραύνωσε τους «αποστάτες» ενθουσιάζοντας τα πλήθη.
Στις 30 Ιουλίου ο Κωνσταντίνος ζήτησε να δει τον Αμερικανό επιτετραμμένο Νόρμπερτ Άνσουτς για να ζητήσει την ολόπλευρη υποστήριξη της Ουάσινγκτον στην εξασφάλιση ψήφων των βουλευτών της Ένωσης Κέντρου υπέρ του Νόβα, καθώς έχει γίνει φανερό ότι ήταν σχεδόν αδύνατη η απόσπαση ψήφου εμπιστοσύνης από τη Βουλή, η οποία συνεδρίαζε εν μέσω πανδαιμονίου. Ο σταθμός της CIA στην Αθήνα, ο οποίος διατηρούσε στενότατες σχέσεις με τον Κωνσταντίνο και το παλάτι, πίεζε ασφυκτικά για την ανάγκη εκδήλωσης πολύπλευρης και ολοκληρωμένης αμερικανικής επιχείρησης με στόχο τον σχηματισμό σταθερής κυβέρνησης υπό τον έλεγχο του Κωνσταντίνου.
Στις 2 Αυγούστου η πρεσβεία έστειλε έκθεση προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ισχυριζόμενη ότι λόγω της συνεργασίας του Γεωργίου και του Ανδρέα Παπανδρέου με τους κομμουνιστές υπήρχε κίνδυνος έκρηξης εμφυλίου πολέμου, με ενδεχόμενη ένοπλη αντίσταση των κομμουνιστών και πιθανή ανάμιξη των ανταρτών που είχαν καταφύγει στις σοσιαλιστικές χώρες μετά τον εμφύλιο.
Στις 3 Αυγούστου άρχισε η συνεδρίαση της Βουλής για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Νόβα. Η κατάσταση ήταν χαώδης. Οι βουλευτές της Ένωσης Κέντρου γιουχάιζαν και λοιδορούσαν τον Νόβα, του φώναζαν «Γαργάλα τα» αναφερόμενοι σε στίχους ποιημάτων, εκσφεδόνιζαν μικροαντικείμενα και συμπλέκονταν με κεντρώους βουλευτές που τον υποστήριζαν.
Καθώς πλησίαζε η κρίσιμη νύχτα της ψηφοφορίας, 4 προς 5 Αυγούστου, ο Κωνσταντίνος και ο έμπιστός του αρχηγός Γενικού Επιτελείου Στρατού στρατηγός Γεννηματάς, από τους πρωταγωνιστές του σχεδίου Περικλής για την άσκηση βίας και νοθείας στις εκλογές του 1961, μετακίνησαν στρατιωτικές μονάδες από τα νησιά σε νευραλγικά σημεία του λεκανοπεδίου της Αττικής, ενισχύοντας τις υποψίες για επικείμενη εκδήλωση πραξικοπήματος. «Ζήτω ο Βασιλεύς και η Δημοκρατία! Κάτω το θέατρον και η απάτη!», αναφώνησε μέσα στη Βουλή ο αρχηγός της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος, προκαλώντας ολιγόλεπτη διακοπή των εργασιών της. «Η παρουσία της ΕΡΕ και του αρχηγού της υπήρξε πάντοτε, αλλά περισσότερον κατά τας παρούσας κρισίμους περιστάσεις, ισχυρά εγγύησις της κοινοβουλευτικής ομαλότητος και συμβολή πατριωτικής αξίας», δήλωσε ο Γ. Αθανασιάδης-Νόβας. Οι ψήφοι της ΕΡΕ όμως και όσων αποσκίρτησαν από την Ένωση Κέντρου δεν αρκούσαν για να σώσουν την κυβέρνησή του, η οποία πήρε μόνο 131 ψήφους υπέρ και 166 κατά και έτσι καταψηφίστηκε. Υπέρ ψήφισαν οι 98 βουλευτές της ΕΡΕ, οι 8 του κόμματος του Σπύρου Μαρκεζίνη και 25 αποσχισθέντες από την Ένωση Κέντρου. Αφού δεν κατάφερε να συγκεντρώσει τις απαιτούμενες 151 ψήφους, η κυβέρνηση Γεωργίου Αθανασιάδη-Νόβα κατέρρευσε.
Η λύση Στεφανόπουλου
Ο Στέφανος Στεφανόπουλος
Μετά την παραίτηση Νόβα, αμέσως άρχισε να προωθείται η «λύση Στεφανόπουλου», δηλαδή η ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Στέφανο Στεφανόπουλο της Ένωσης Κέντρου με σύμφωνη γνώμη του Γεωργίου Παπανδρέου και περιορισμό του τελευταίου στην προεδρία του κόμματος, ώστε να ικανοποιηθεί η απαίτηση του Κωνσταντίνου.
Στις 8 Αυγούστου, ο Κωνσταντίνος κάλεσε στα ανάκτορα τον Γ. Παπανδρέου, ο οποίος επέμενε στις θέσεις του είτε για ανάθεση σχηματισμού κυβέρνησης στον ίδιο είτε για άμεση διενέργεια εκλογών. Έτσι το βράδυ της ίδιας ημέρας, ο Κωνσταντίνος κάλεσε στο παλάτι τον Στ. Στεφανόπουλο και του ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, την οποία όμως αυτός χαρακτήρισε «διερευνητική». Στεφανόπουλος, Τσιριμώκος και Σάββας Παπαπολίτης ανέβηκαν τη νύχτα στο Καστρί για να πιέσουν τον Γ. Παπανδρέου να δεχτεί τη λύση πρωθυπουργοποίησης του Στεφανόπουλου.
Ο ηγέτης της Ένωσης Κέντρου ήταν ανυποχώρητος και συγκάλεσε την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος για να αποφασίσει αυτή επί της «διερευνητικής» εντολής. Έτσι την επομένη, 9 Αυγούστου, ένα τεράστιο πλήθος κατέκλυσε την οδό Χρήστου Λαδά, όπου βρισκόταν η Λέσχη Φιλελευθέρων, μέσα στην οποία έγινε η κρίσημη συνεδρίαση. Το σύνθημα «Όχι άλλος Νόβας» κυριάρχησε, ενώ πολλοί διαδηλωτές έκαψαν φύλλα των εφημερίδων του συγκροτήματος Λαμπράκη, καθώς είχαν κυκλοφορήσει φήμες ότι προτίθετο να στηρίξει κυβέρνηση Στεφανόπουλου.
Ο Στ. Στεφανόπουλος υποστήριξε την πρωθυπουργοποίησή του με το δέλεαρ της τελικής προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία. «Πρέπει όμως -κατά την άποψιν του βασιλέως- να προηγηθή η αναγκαία προπαρασκευή από μίαν μεταβατικήν κυβέρνησιν και ακολούθως να φθάσωμεν εις εκλογάς, τας οποίας θα διενεργήσει υπηρεσιακή κυβέρνησις», πρόσθεσε. Ο Ηλίας Τσιριμώκος εξέφρασε στη συνέχεια φόβο ότι άμεσες εκλογές θα οδηγούσαν σε αιματοχυσία και τάχθηκε υπέρ της αποδοχής των όρων του Κωνσταντίνου.
Ο Γ. Παπανδρέου ήταν κατηγορηματικός: «Ουδέποτε συνέβη εις το παρελθόν ο βασιλεύς να εισβάλλη εις τα κόμματα και να εκλέγη κατ’ αρέσκειαν μέλη δια να κατασκευάζη κυβερνήσεις, διαλύοντάς τα… Με την πρότασιν να γίνουν άλλοι πρωθυπουργοί από το κόμμα, κατ’ ουσίαν καθαιρείται ο αρχηγός με απόφασιν του βασιλέως… Ο βασιλεύς ουδέποτε θα δικαιωθή αν κάμη δικτατορίαν εφ’ όσον έχει την λύσιν των εκλογών».
Στην ψηφοφορία που ακολούθησε, από τους 139 παρόντες βουλευτές της Ένωσης Κέντρου, οι 113 ψήφισαν να γίνει δεκτή μόνο εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Γ. Παπανδρέου, ενώ 26 ψήφισαν να γίνει αποδεκτή εντολή και προς τον Στ. Στεφανόπουλο. Ήταν εμφανές ότι επίκειται δεύτερος κύκλος αποσκιρτήσεων. Το ίδιο βράδυ ο διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Κωνσταντίνου τηλεφώνησε στον Άνσουτς και ζήτησε από τον Αμερικανό επιτετραμμένο να «ενθαρρύνει» τον Στεφανόπουλο στο σχηματισμό κυβέρνησης. Λίγες ώρες αργότερα, ο Νόρμπερτ Άνσουτς και αξιωματούχος του σταθμού της CIA στην Αθήνα συνάντησαν τον βουλευτή Γιάννη Τσουδερό, ο οποίος τους εξήγησε ότι ήρθε από μία συνάντηση, όπου οι Μητσοτάκης, Τσιριμώκος και Παπαπολίτης προσπάθησαν με κάθε τρόπο να πιέσουν τον Στεφανόπουλο να σχηματίσει κυβέρνηση. «Μια ενθαρρυντική κουβέντα από την πλευρά της πρεσβείας θα ήταν εξαιρετικά σημαντική σε αυτό το σημείο», υπογράμμισε ο Τσουδερός.
«Έχω δηλώσει τις τελευταίες 24 ώρες στον Τσουδερό και υπενόησα σαφώς στη συνομιλία μου με τον Στεφανόπουλο πως ο τελευταίος πρέπει να συνεχίσει τις προσπάθειές του», ανέφερε σε απόρρητο τηλεγράφημά του προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στις 10 Αυγούστου ο Άσνουτς και συνέχισε: «Το σύνολο των ψήφων της ΕΡΕ, του κόμματος των Προοδευτικών, οι 25 βουλευτές που συμμετείχαν στην κυβέρνηση Νόβα και οι 26 που υποστήριξαν χθες τον Στεφανόπουλο στην κοινοβουλευτική ομάδα της Ε.Κ. αρκούν για να σχηματισθή κυβέρνηση. Υπό αυτές τις συνθήκες θεώρησα ότι η πρεσβεία δεν έπρεπε να αποφύγει να ενθαρρύνει (όσους θα υποστήριζαν την κυβέρνηση Στεφανόπουλου)». «Ο σταθμάρχης της CIA πιστεύει ότι μέσα στα όρια των μέσων που διαθέτει η πρεσβεία έχουμε δώσει τη μέγιστη δυνατή υποστήριξη στον Νόβα και τον Στεφανόπουλο», ανέφερε με έμφαση στο ίδιο τηλεγράφημα προς τους ανωτέρους του ο επιτετραμμένος των Η.Π.Α.
Συνεχίζοντας εξέφρασε την ελπίδα ότι «το Στέιτ Ντιπάρτμεντ θα απαντήσει θετικά την κατάλληλη στιγμή σχετικά με τις εισηγήσεις που έχω κάνει για το πρόγραμμα 480. Η στιγμή αυτή δεν έφθασε ακόμη και μπορεί να καθυστερήση ακόμη μερικές ημέρες». Από το περιεχόμενο αυτού του εγγράφου δεν προκύπτει το περιεχόμενο του προγράμματος 480, αλλά από τις μετέπειτα εξελίξεις συνάγεται ότι αφορά σχέδιο εξαγοράς βουλευτών της Ένωσης Κέντρου, που είχε καταρτιστεί από την πρεσβεία σε συνεργασία με τη CIA.
Στις 12 Αυγούστου ο Άνσουτς συναντήθηκε με τον Στ. Στεφανόπουλο, ο οποίος από τις 10 Αυγούστου είχε καταθέσει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, παρουσία του εξ απορρήτων διπλωματικού συνεργάτη του Τζων Σωσσίδη, ο οποίος προηγουμένως ήταν εξ απορρήτων συνεργάτης του Γ. Παπανδρέου.
Στις 16 Αυγούστου οι Στεφανόπουλος και Τσιριμώκο κατέθεσαν στη Βουλή δηλώσεις ανεξαρτητοποίησής τους. «Ουδείς, καθ’ όλας τας ενδείξεις, δύναται να ανακόψη τον κ. Παπανδρέου εις τον δρόμον της αδιαλλαξίας, όστις οδηγεί κατ’ ευθείαν προς νέον διχασμόν και αδελφοκτόνον σύγκρουσιν'», ανέφεραν σε κοινή δήλωσή τους την ίδια μέρα. Την επομένη ο Ηλίας Τσιριμώκος ήταν ακόμη οξύτερος σε νέα δήλωσή του: «Πράγματι φαίνεται ότι το δέλεαρ της εξουσίας είναι μέγα. Δεν εξηγείται άλλως, πώς ο κ. Παπανδρέου, ακριβώς την στιγμήν κατά την οποίαν εις την ηλικίαν του έπρεπε να σκέπτεται «τι ψυχή θα παραδώση», φαίνεται βαδίζων άνευ ουδεμίας συνειδήσεως ευθύνης έστω και προς το αιματοκύλισμα του τόπου, αρκεί να ονομασθή και πάλιν πρωθυπουργός… Ο κ. Παπανδρέου οφείλει να γνωρίζη ότι κατηγορείται ήδη και θα κατηγορηθή ακόμη περισσότερον επί προδοσία του έθνους, της δημοκρατίας και των ελπίδων του λαού».
Κυβέρνηση Τσιριμώκου
Στις 18 Αυγούστου Στεφανόπουλος και Τσιριμώκος κλήθηκαν στα ανάκτορα, όπου διαβουλεύονταν επί δύο ώρες με τον Κωνσταντίνο με τελική κατάληξη την ανάθεση της εντολής σχηματισμού κυβέρνησης στον Τσιριμώκο, ο οποίος ορκίστηκε πρωθυπουργός στις 20 Αυγούστου. Στο μεταξύ οι δρόμοι της Αθήνας μεταβλήθηκαν σε πεδίο μάχης. Διαδηλώσεις, οδοφράγματα, συγκρούσεις με την αστυνομία, φωτιές και πυρπολήσεις αυτοκινήτων.
Την ημέρα αυτή η αμερικανική πρεσβεία ανέφερε στην Ουάσινγκτον ότι «για πρώτη φορά από τον ανταρτοπόλεμο, οι κομμουνιστές δεν είναι πια απομονωμένοι αλλά έχουν καταφέρει να συνεργασθούν στη βάση με τις πολύ μεγαλύτερες κεντρώες μάζες».
Στις 22 Αυγούστου ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που βρισκόταν στο Παρίσι και δεν είχε κάνει καμιά δήλωση για τα δραματικά γεγονότα που είχαν φέρει τη χώρα στο χείλος της καταστροφής, κοινοποίησε τις σκέψεις του για την κρίση με επιστολές που έστειλε σε δύο φίλους του, τον Παναγιώτη Πιπινέλη και τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, γράφοντας μεταξύ άλλων στον πρώτο:
«Δεν γνωρίζω εάν η βασιλική πρωτοβουλία εξεδηλώθη επικαίρως. Τούτο είναι ζήτημα πραγματικών δεδομένων, τα οποία δεν έχω υπ’ όψιν μου. Βεβαίως ο βασιλεύς ορθώς και επικαίρως ενήργησεν, εάν διεπίστωσε ότι εξετίθετο εις κίνδυνον η ασφάλεια της χώρας δια της διαβρώσεως του στρατεύματος. Φοβούμε όμως ότι εκείνοι οι οποίοι επρόκειτο να αξιοποιήσουν πολιτικώς την ενέργειαν του βασιλέως διέπραξαν ασυγχώρητα σφάλματα και προ και ιδίως μετά την εκδήλωσιν της βασιλικής πρωτοβουλίας… Το αποτέλεσμα της αδεξιότητός των είναι ήδη το παρόν αδιέξοδον. Ο Παπανδρέου όχι μόνον διέφυγε και πάλιν, όπως εις την περίπτωσιν της αντικαταστάσεως της ιδικής σου κυβερνήσεως, προ διετίας, την εξουθένωσιν, αλλά κατέστη ισχυρότερος και ικανός να απειλή το μέλλον του έθνου… Νομίζω ότι και η εκλογή του Τσιριμώκου υπήρξεν ατυχής, τόσον από απόψεως ηθικής και ιδεολογικής συνεπείας όσον και από απόψεως πρακτικού αποτελέσματος. Διότι φοβούμαι ότι το Στέμμα και το κόμμα θα υποστούν τας ζημίας εκ του πρώτου λόγου, χωρίς να έχουν την λύσιν του πολιτικού θέματος… Δεν νομίζω δε ότι στην περίπτωσιν του κ. Τσιριμώκου δύναται να έχη εφαρμογήν η θεωρία του Μπίσμαρκ κατά την οποία τα συντηρητικά μέτρα -αντικομμουνιστικά εν προκειμένω- τα παίρνουν ευκολώτερα αι προοδευτικαί κυβερνήσεις και αντιστρόφως. Διότι ο άμοιρος Τσιριμώκος και κύρους και βάσεως οιασδήποτε στερείται».
Στην επιστολή του προς τον Κ. Τσάτσο ο Κ. Καραμανλής εξέφρασε την ανησυχία του για τις συνέπειες της κρίσης: «Λυπούμαι ότι την σημερινή πολιτική αναρχία θα την πληρώση ο τόπος με πρώτο ίσως θύμα το πολίτευμα της χώρας. Γιατί είναι τόσο απίθανα αυτά που γίνονται τα τελευταία χρόνια στον τόπο μας που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κατάρρευση και την υγιέστερη δημοκρατία του κόσμου».
Στις 24 Αυγούστου ο Η. Τσιριμώκος διάβασε στη Βουλή τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησής του μέσα σε εξαιρετικά τεταμένη ατμόσφαιρα και ενώ ήταν βέβαιη η καταψήφισή της. Στις 26 Αυγούστου ο διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Κωνσταντίνου, Κ. Χοϊδάς, και ο υπουργός Άμυνας Στ. Κωστόπουλος τηλεφώνησαν στον Άνσουτς και του ζήτησαν τη βοήθειά του για να πειστεί ο Μαρκεζίνης, ο οποίος διατηρούσε άριστες σχέσεις με την αμερικανική πρεσβεία, να ψηφίσει υπέρ της κυβέρνησης Τσιριμώκου.
Ο επικεφαλής του πολιτικού τμήματος της πρεσβείας Νταν Μπρούστερ συνάντησε τον Σπ. Μαρκεζίνη αυθημερόν. Αυτός όμως υποστήριξε ότι μόνη λύση είναι η συγκρότηση κυβέρνησης ΕΡΕ, Προοδευτικών και στελεχών της Ένωσης Κέντρου και αρνήθηκε να στηρίξει τον Τσιριμώκο, πράγμα που δυσαρέστησε σφοδρότατα τους Αμερικανούς.
Στις 28 Αυγούστου η κυβέρνηση Τσιριμώκου καταψηφίστηκε, καθώς μόνο 135 βουλευτές ψήφισαν υπέρ της. Υπέρ ψήφισαν 98 βουλευτές της ΕΡΕ και 37 βουλευτές της Ε.Κ.
Η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Τσιριμώκο και η στήριξή του από την ΕΡΕ ήταν γεγονός απροσδόκητο για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι η ΕΡΕ είχε μεν στηρίξει και την κυβέρνηση Νόβα, στην περίπτωση Τσιριμώκου όμως στήριξε έναν αριστερό πολιτικό, παλαιό μέλος της ΕΔΑ, και τον οποίο ως τότε θεωρούσε μέρος του «κομμουνιστικού κινδύνου».
Λίγους μήνες πριν, όταν ο Γ. Παπανδρέου τον είχε κάνει υπουργό τον Ιανουάριο του 1965, η ΕΡΕ και κάποιοι βουλευτές του κόμματος των Προοδευτικών είχαν επιτεθεί με σφοδρότητα εναντίον του πρωθυπουργού που είχε περιλάβει στην κυβέρνησή του ένα πρώην μέλος της «κυβέρνησης του Βουνού» (ΠΕΕΑ), ενώ οι δεξιές εφημερίδες έκαναν λόγο για «νομιμοποίηση του ΚΚΕ» και «υποδούλωση στην ΕΔΑ».
Εννιά μήνες αργότερα οι ίδιοι του έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης ως πρωθυπουργού.
Ο δεύτερος είναι η αντιφατική συμπεριφορά του ίδιου του Τσιριμώκου. Μετά την παραίτηση Γ. Παπανδρέου είχε πάει ως αντιπρόσωπός του στη Θεσσαλονίκη και σε μεγάλη συγκέντρωση στις 28 Ιουλίου είχε καταγγείλει τη συμπεριφορά του βασιλιά και τον σχηματισμό κυβέρνησης από τον Νόβα ως «καταρράκωση του δημοσίου βίου» και απόπειρα επαναφοράς της ΕΡΕ στην κυβέρνηση παρά το γεγονός ότι ο λαός την είχε καταψηφίσει.
Τρεις εβδομάδες αργότερα όμως δέχθηκε ο ίδιος να σχηματίσει κυβέρνηση παρά την αντίθεση του Γ. Παπανδρέου και με τη στήριξη της ΕΡΕ. Το γεγονός όμως ότι μόνο 159 βουλευτές ψήφισαν κατά, δείχνει ότι σταδιακά εξαντλούνταν τα αποθέματα κοινοβουλευτικής αντίστασης του Γ. Παπανδρέου.
Κυβέρνηση Στεφανόπουλου
Ο Κωνσταντίνος απέτυχε να κάμψει την αντίσταση του Γ. Παπανδρέου και στο Συμβούλιο του Στέμματος (άτυπη συνεδρίαση όσων είχαν διατελέσει πρωθυπουργοί), το οποίο συγκλήθηκε στις 31 Αυγούστου. Εκεί μάλιστα παρ’ ολίγον τα βασιλικά σχέδια να υποστούν ανεπανόρθωτο πλήγμα, καθώς ο Γ. Παπανδρέου δέχθηκε αμέσως πρόταση του αρχηγού της ΕΡΕ Π. Κανελλόπουλου να αναλάβει ο ηγέτης της συντηρητικής παράταξης την πρωθυπουργία με αντάλλαγμα την άμεση διενέργεια εκλογών.
Το παλάτι, πανικόβλητο από το ενδεχόμενο διενέργειας εκλογών που σίγουρα θα οδηγούσαν σε εκλογικό θρίαμβο του Γ. Παπανδρέου με σοβαρές ή και μοιραίες συνέπειες για τις εξουσίες του θρόνου, άσκησε ασφυκτική πίεση στον Π. Κανελλόπουλο, τόσο άμεσα όσο και μέσω της ακραίας φιλοβασιλικής πτέρυγας της ΕΡΕ, ώστε να υπαναχωρήσει από την πρότασή του.
Έτσι τελικά ο ηγέτης της ΕΡΕ υποχρεώθηκε να θέσει εξ ορισμού απαράδεκτους όρους στον Γ. Παπανδρέου ( διάλυση της Νεολαίας Λαμπράκη, μέτρα περιοριστικά κατά της Αριστεράς κ.α.) και η λύση Κανελλόπουλου ματαιώθηκε.
Οι πάντες σχεδόν άρχιζαν πλέον να δουλεύουν για να προωθήσουν τη λύση Στεφανόπουλου, ενώ τμήμα των «αποστατών» και της ΕΡΕ προσανατολίζονταν στην κήρυξη δικτατορίας, περισσότερο ή λιγότερο απροκάλυπτης. Στις 13 Σεπτεμβρίου ο πρόεδρος της Βουλής επί κυβερνήσεων Καραμανλή, Κωνσταντίνος Ροδόπουλος, πρότεινε στον Αμερικανό επιτετραμμένο Νόρμπερτ Άνσουτς την ανάθεση σχηματισμού κυβέρνησης στον έμπιστο του Καραμανλή αλλά και του παλατιού, Π. Πιπινέλη, ο οποίος κατόπιν να εμφανιζόταν στη Βουλή και να ζητούσε από τους βουλευτές την κήρυξη στρατιωτικού νόμου και το κλείσιμο της Βουλής για έξι ή περισσότερους μήνες, υπό την απειλή κήρυξης ανοικτής στρατιωτικής δικτατορίας, αν δεν ενέκριναν την κήρυξη στρατιωτικού νόμου.
Ο υπουργός Άμυνας Στ. Κωστόπουλος πρότεινε στους Αμερικανούς άλλη, πρωτότυπη μορφή κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος: να συλλάβει η ασφάλεια και τους 22 βουλευτές της ΕΔΑ, με πρόσχημα ότι είναι υπεύθυνοι για τις διαδηλώσεις και τις ταραχές στην Αθήνα, και κατόπιν να συνεδριάσει η Βουλή όπου οι αντιπαπανδρεϊκές δυνάμεις θα έχουν πλειοψηφία 10 ψήφων, αφού θα έλειπαν οι βουλευτές της ΕΔΑ και να ψηφίσει κυβέρνηση πιστή στον βασιλιά.
Ο Κωνσταντίνος ήρθε ο ίδιος προσωπικά σε επαφή με τον Άνσουτς και ζήτησε από τους Αμερικανούς να παράσχουν κάθε είδους βοήθεια που απαιτείτο για την εξασφάλιση των ψήφων των κεντρώων βουλευτών που απαιτούνταν για να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης η κυβέρνηση Στεφανόπουλου. Το ίδιο αίτημα υπέβαλε ο νεαρός μονάρχης και στον σταθμό της CIA στην Αθήνα, με τον οποίο διατηρούσε στενότατη επαφή.
Το ίδιο βράδυ ο Κωνσταντίνος ζήτησε και πάλι από τον Άσνουτς χωρίς περιστροφές τη βοήθεια της αμερικανικής κυβέρνησης για να επιβάλει τη λύση Στεφανόπουλου, απομονώνοντας τον επιτετραμμένο των Η.Π.Α. αμέσως μετά το δείπνο που παρέθεσε προς τιμήν των Αμερικανών αστροναυτών Κούπερ και Κόνραντ, οι οποίοι επισκέφθηκαν την Ελλάδα.
Την επομένη, και αφού είχαν επιστρατευθεί πλέον οι πάντες, ο Κωνσταντίνος διόρισε την τρίτη κυβέρνηση «αποστατών» σε δύο μήνες, με πρωθυπουργό τον Στ. Στεφανόπουλο, αντιπροέδρους τους Ηλ. Τσιριμώκο και Γ. Αθανασιάδη-Νόβα, οι οποίοι πήραν αντίστοιχα και τα υπουργεία Εξωτερικών και Βιομηχανίας, τον Κ. Μητσοτάκη υπουργό Οικονομικών, τον Στ. Κωστόπουλο υπουργό Άμυνας, τον Δ. Παπασπύρου Δικαιοσύνης, τον Φ. Ζαΐμη Εσωτερικών, τον Στ. Αλλαμανή Παιδείας κ.λπ.
«Μετήχθησαν υπό συνοδείαν εις τα ανάκτορα οι υπό την κηδεμονίαν της ΕΡΕ «υπουργοί», έγραψε στις 18 Σεπτεμβρίου στον πρωτοσέλιδο οκτάστηλο τίτλο του το Βήμα.
«Αίσχος! Αυτός είναι ο χαρακτηρισμός, ο οποίος ανήκει εις όσα συνέβησαν», δήλωσε ο Γ. Παπανδρέου μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης Στεφανόπουλου και αφού κατηγόρησε τον βασιλιά Κωνσταντίνο για «κατάφωρον παραβίασιν του πολιτεύματος», συνέχισε:
«Ο κ. Στεφανόπουλος είχε λάβει την δευτέραν εντολήν. Εζήτησε την έγκρισιν της κοινοβουλευτικής ομάδος του Κόμματος. Αλλά η ομάς ηρνήθη. Και ο κ. Στεφανόπουλος εδήλωσεν ότι πειθαρχεί εις την απόφασιν. Και σήμερον απεδέχθη την εντολήν! Και υπάρχουν εξ βουλευταί της Ενώσεως Κέντρου, από τους 134, οι οποίοι κατεδέχθησαν να εξαγορασθούν, να λάβουν υπουργεία, και να προδώσουν την εντολήν του λαού. Προχθές ήσαν εις τους εξώστας παρά το πλευρόν μου και εχειροκροτούντο από τον λαόν ως πιστοί στρατιώται της Δημοκρατίας. Και σήμερον τον προδίδουν!
Και με ποίον τρόπον: Ενεκλείσθησαν εις μίαν οικίαν γειτονικήν προς τα Ανάκτορα, δια να βεβαιωθή έκαστος ότι υπάρχουν και άλλοι πρόθυμοι προδόται. Και κατόπιν μεταφέρθηκαν ομαδόν και πεζή εις τα Ανάκτορα, υπό συνοδείαν, προς αποφυγήν δραπετεύσεως, δια να ορκισθούν ως υπουργοί και κυβερνήται της χώρας! Αίσχος! Αυτό πλέον δεν είναι απλώς παραβίασις του πολιτεύματος. Είναι εξευτελισμός του πολιτεύματος. Περίγελως του κόσμου κατέστη ο δημόσιος βίος μας».
Ούτε η ρητορική δεινότητα του Γ. Παπανδρέου ούτε η σφοδρότατη λαϊκή αντίθεση απέτρεψαν όμως το μοιραίο. Στις 24 Σεπτεμβρίου, ύστερα από ένα διήμερο συγκρούσεων στη Βουλή, η κυβέρνηση Στεφανόπουλου απέσπασε ψήφο εμπιστοσύνης με 152 ψήφους υπέρ έναντι 148 κατά.
Ο Κωνσταντίνος είχε πετύχει μία πύρρεια νίκη που θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην εγκαθίδρυση της στρατιωτικής δικτατορίας όσι και στην κατάλυση, αργότερα, της ίδιας της μοναρχίας στην Ελλάδα.
Παράλληλα, οι Αμερικανοί έχοντας αναμιχθεί τόσο στενά στις διαδικασίες που τελικά οδήγησαν στην υπερψήφιση της κυβέρνησης Στεφανόπουλου, ήταν αποφασισμένοι να τη στηρίξουν παντοιοτρόπως. «Πρέπει να της δώσουμε όλη την οικονομική και πολιτική υποστήριξη που μπορούμε», υπογραμμίζει κατηγορηματικά έκθεση της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα προς το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στις 28 Σεπτεμβρίου.
Στις 30 Σεπτεμβρίου η CIA σε άκρως απόρρητο υπόμνημα προς τον πρόεδρο Λίντον Τζόνσον εκτιμούσε ότι «η πολύ μικρή πλειοψηφία που έχει το σημερινό καθεστώς στη Βουλή, καθιστά πολύ δύσκολη κάθε προσπάθεια για τη λύση του Κυπριακού» και υπογράμμιζε ότι «ο Παπανδρέου είναι εξαιρετικός δημαγωγός όταν βρίσκεται στην αντιπολίτευση», προβλέποντας έτσι «παρατεταμένη πολιτική αστάθεια».
Στις 8 Οκτωβρίου έκθεση της αμερικανικής πρεσβείας κατηγορούσε τον Γ. Παπανδρέου ότι ακολούθησε τακτική υπερβολικών κοινωνικών παροχών και χαρακτήριζε τη διακυβέρνηση της χώρας από την κυβέρνησή του αποτυχημένη «και συνεπώς τραγωδία για την Ελλάδα».
Το κυριότερο στοιχείο της έκθεσης αυτής είναι όμως η σφοδρότητα της επίθεσης εναντίον του Ανδρέα Παπανδρέου, τον οποίο χαρακτήριζε απερίφραστα «επικίνδυνη δύναμη στην ελληνική πολιτική ζωή», προσάπτοντάς του τις κατηγορίες ότι έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη μη πραγματοποίηση της συνάντησης Γ. Παπανδρέου-Ισμέτ Ινονού, «σκότωσε» το σχέδιο Άτσεσον για την επίλυση του Κυπριακού, υποστήριξε αριστερά στοιχεία του εργατικού κινήματος και προσπάθησε να ηγηθεί των αριστερών δυνάμεων στην Ένωση Κέντρου.
Στο μεταξύ, στα μέσα Οκτωβρίου, η κυβέρνηση Στεφανόπουλου προχώρησε σε καθοριστικής σημασίας για το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας αλλαγές στην ηγεσία του στρατεύματος. Αρχηγός Στρατού τοποθετήθηκε ο Γρηγόριος Σπαντιδάκης, ο οποίος θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου του 1967. Αμέσως μετά το διορισμό του στη θέση αυτή ο Σπαντιδάκης άρχισε τις μεταθέσεις σε θέσεις-κλειδιά δεκάδων έμπιστών του αξιωματικών, οι οποίοι συμμετείχαν στην οργάνωση του πραξικοπήματος αργότερα.
Μέσα στο κλίμα αυτό η Ουάσινγκτον προσπάθησε να αξιοποιήσει τον άκρατο φιλοαμερικανισμό της κυβέρνησης Στεφανόπουλου. Στις 23 Νοεμβρίου το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, με τηλεγράφημά του προς την πρεσβεία της Αθήνας έδωσε οδηγίες να ζητηθεί από την ελληνική κυβέρνηση η αποστολή στο Βιετνάμ μονάδας Ελλήνων καταδρομέων που βρισκόταν στο όρος Τρόοδος της Κύπρου για να αντιμετωπίσει ενδεχόμενη τουρκική εισβολή.
Στο τηλεγράφημα συνιστάται μάλιστα να εξασφαλιστεί η συναίνεση και βοήθεια της ακροδεξιάς συνωμοτικής στρατιωτικής οργάνωσης ΙΔΕΑ, την οποία οι προϊστάμενοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ χαρακτήριζαν «μονάδα καταπολέμησης των κομμουνιστών ανταρτών».
Παράλληλα, με την πάροδο του χρόνου, οι εκθέσεις της αμερικανικής πρεσβείας γίνονταν όλο και πιο εχθρικές απέναντι στο ενδεχόμενο επιστροφής του Γ. Παπανδρέου στην κυβέρνηση.
Στις 8 Νοεμβρίου έκθεση της πρεσβείας υπογραμμίζει ότι κάτι τέτοιο «θα δημιουργούσε σοβαρά ερωτηματικά» για τα αμερικανικά συμφέροντα, διότι ο Α. Παπανδρέου θα έπειθε, κατά τους Αμερικανούς αναλυτές, τον πατέρα του να ακολουθήσει σκληρή πολιτική έναντι των Η.Π.Α., μέσα στο δυτικό στρατόπεδο αλλά περισσότερο ανεξάρτητη, με ανοίγματα προς τους αδέσμευτους και το σοσιαλιστικό στρατόπεδο.
Στις 6 Δεκεμβρίου ο πρέσβης Φίλιπς Τάλμποτ ενημέρωσε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν υπεύθυνος για τις «εξτρεμιστικές ενέργειες» που σημειώνονταν καθημερινά στη Βουλή και οι οποίες «ενισχύουν τη θέση της ολοένα αυξανόμενης μερίδας συντηρητικών στοιχείων που αντιμετωπίζουν την επιβολή δικτατορίας ως τη μόνη λύση για την ελληνική πολιτική κρίση».
Στις 11 Δεκεμβρίου ο Αμερικανός πρέσβης είχε μία πολύ σημαντική συζήτηση με τρία κορυφαία στελέχη της ΕΡΕ: τον Ευάγγελο Αβέρωφ, τον Παναγή Παπαληγούρα και τον Παναγιώτη Πιπινέλη, οι οποίοι τάχθηκαν υπέρ της κήρυξης δικτατορίας, στην περίπτωση που ο Γεώργιος Παπανδρέου κέρδιζε τις εκλογές, χρησιμοποιώντας τους όρους «μη κλασικές λύσεις» και «ανάγκη εξεύρεσης ευρηματικών λύσεων για τη διακυβέρνηση της χώρας μετά την αναστολή της λειτουργίας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος», όπως σημείωσε ο πρεσβευτής στην έκθεσή του, τονίζοντας πως «το γεγονός ότι ήταν τόσο ειλικρινείς και εκφράσθηκαν τόσο ανοιχτά στον πρέσβη ήταν εξόχως διαφωτιστικό».
Στις 29 Δεκεμβρίου του 1965 ο Κ. Καραμανλής, σε επιστολή του προς τον Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου, ήταν προφητικός, καθώς τόνιζε:
«Όταν προσπαθώ με τα σημερινά δεδομένα να διαγράψω το μέλλον του τόπου, δεν ευρίσκω πώς θα ημπορούσε να επιβιώση το ελεύθερον πολίτευμα της χώρας».
Οι περισσότεροι «αποστάτες» βουλευτές ίδρυσαν δικό τους κόμμα, το Φιλελεύθερον Δημοκρατικόν Κέντρον (ΦΙΔΗΚ), τον Δεκέμβριο του 1965 με αρχηγό τον Στεφανόπουλο.
Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου παρέμεινε στην εξουσία έως την 21η Δεκεμβρίου του 1966, οπότε και ανατράπηκε ύστερα από συμφωνία του βασιλιά, του αρχηγού της ΕΡΕ Π. Κανελλόπουλου και του αρχηγού της Ε.Κ. Γ. Παπανδρέου για διορισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης και διεξαγωγή εκλογών. Μετά την ανατροπή του, ο Στ. Στεφανόπουλος κατήγγειλε μέσω του Τύπου τη διαδικασία, κάνοντας λόγο για «παραβίαση των δημοκρατικών αρχών».
Τα αίτια της κρίσης
Τα αληθινά αίτια της κρίσης είναι αρκετά και δεν έχουν ξεκαθαριστεί ακόμα πλήρως. Αφορμή για την άρνηση του βασιλιά να επιτρέψει στον Γ. Παπανδρέου να αναλάβει το υπουργείο Εθνικής Αμύνης ήταν η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, η οποία είχε τότε ξεσπάσει και στην οποία φερόταν να εμπλέκεται ο γιος του, Ανδρέας Παπανδρέου. Επρόκειτο για μια μυστική οργάνωση αξιωματικών, οι οποίοι κατηγορούνταν ότι ήθελαν να ανατρέψουν τους «εθνικόφρονες» συναδέλφους τους και να αλληλοπροωθηθούν σε καίριες θέσεις του στρατεύματος.
Ούτε από τις ανακρίσεις ούτε από αλλού προέκυψαν ιδιαίτερα επιβαρυντικά στοιχεία ούτε για την επικινδυνότητα της ομάδας ούτε για την ανάμιξη του ίδιου τον Ανδρέα Παπανδρέου, αρκετοί όμως (κυρίως η αντιπολίτευση της ΕΡΕ) θεώρησαν ότι για όσο διαρκούν οι ανακρίσεις θα έπρεπε να τοποθετηθεί υπουργός Άμυνας πρόσωπο αμερόληπτο και ευρύτερης αποδοχής.
Ως κύρια αιτία φέρεται η επιθυμία του βασιλιά Κωνσταντίνου και της μητέρας του Φρειδερίκης να ελέγχουν πλήρως το στράτευμα. Άλλωστε για τον ίδιο λόγο είχαν συγκρουστεί τα ανάκτορα στο παρελθόν και με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο Π. Γαρουφαλιάς ήταν πρόσωπο εμπιστοσύνης του Γεωργίου Παπανδρέου, τον οποίο εμπιστευόταν και το Παλάτι. Ο Γ. Παπανδρέου είχε αποδεχθεί στο παρελθόν την επιλογή ΑΓΕΣ προσκείμενου στο Παλάτι μη θέλοντας να συγκρουστεί μετωπικά με τα ανάκτορα και ως τότε είχε φανεί υποχωρητικός στις απαιτήσεις τους.
Τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή είδε όμως ότι υπονομευόταν από τον Γαρουφαλιά και θεώρησε ότι, αν δικαιούται να είναι πρωθυπουργός, τότε δικαιούται να είναι και υπουργός Αμύνης. Από την αντίδραση του βασιλιά και τις οξύτατες επιστολές του φάνηκε ότι τα ανάκτορα δεν ήταν διατεθειμένα να χάσουν τον έλεγχο του στρατού, δε δίστασαν μάλιστα να δημιουργήσουν και μείζονα κρίση με βαρύτατες συνέπειες για τον σκοπό αυτόν.
Ως επιπλέον αιτία έχει προβληθεί ότι τα ανάκτορα επιδίωκαν τη διάσπαση της Ενώσεως Κέντρου. Παραστρατιωτικά κέντρα στον στρατό και στην ΚΥΠ παρουσίαζαν (για δικούς τους σκοπούς) ψευδείς εκθέσεις για έξαρση του κομμουνισμού στην ύπαιθρο και οι σύμβουλοι των ανακτόρων δυσπιστούσαν προς την Ε.Κ., η οποία ακολουθούσε μια λιγότερο αντικομμουνιστική πολιτική από την ΕΡΕ. Η διάσπαση αυτή πέτυχε με την ανάθεση της πρωθυπουργίας σε σημαίνοντα στελέχη της Ε.Κ. μετά τον παραγκωνισμό του Γ. Παπανδρέου και με την εξώθηση πολλών βουλευτών να στηρίξουν και να συμμετάσχουν στις κυβερνήσεις των «αποστατών».
Μια ακόμη αιτία ενδέχεται να είναι η άνοδος της δημοτικότητας του Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Α. Παπανδρέου είχε αναλάβει για πρώτη φορά υπουργός το 1964 και εξέφραζε θέσεις που τον έκαναν δημοφιλή. Κύρια θέση του ήταν η ανεξαρτητοποίηση της εξωτερικής πολιτικής από την πολιτική των ΗΠΑ και των λοιπών δυτικών συμμάχων και ο περιορισμός της επιρροής τους στην Ελλάδα.
Είναι πιθανό βλέποντας τη δημοτικότητά του να ανεβαίνει στελέχη τόσο του εσωτερικού (επίδοξοι διάδοχοι του Γ. Παπανδρέου που ένιωθαν να απειλούνται τα σχέδιά τους, όπως ο Κ. Μητσοτάκης) όσο και του εξωτερικού (Αμερικανοί αξιωματούχοι) να επιθυμούσαν με την κρίση αυτή να ανακόψουν την πορεία του.
Ο Α. Παπανδρέου είχε διαφοροποιηθεί κατ´επανάληψιν από τις μετριοπαθείς θέσεις του πατέρα του απέναντι στους Αμερικανούς και στο παλάτι, γεγονός που είχε ανησυχήσει τους πρώτους. Πίστευαν ότι παρέσυρε τον πατέρα του σε συγκρούσεις με τον στρατό και το παλάτι για να προωθήσει προσωπικές του φιλοδοξίες.
Κατά τη διάρκεια των ταραχών που ακολούθησαν την αποπομπή του Γ. Παπανδρέου από την πρωθυπουργία οι Αμερικανοί διπλωμάτες εκτιμούσαν ότι ο Α. Παπανδρέου είχε έλθει σε συνεννόηση με την αριστερή ΕΔΑ, κάτι που ανησυχούσε ιδιαίτερα το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών.
Εξάλλου ο Κ. Μητσοτάκης είχε ενεργό ρόλο στις παρασκηνιακές διαβουλεύσεις για τον σχηματισμό και τη στήριξη των κυβερνήσεων των «αποστατών», στον οποίο ενισχυόταν και από τον φίλο του εκδότη της «Ελευθερίας», της μεγαλύτερης κεντρώας εφημερίδας της εποχής, Πάνο Κόκκα. Σε συζητήσεις με Αμερικανούς διπλωμάτες λίγο πριν τα γεγονότα του Ιουλίου ο Κ. Μητσοτάκης είχε εκφράσει την άποψη ότι ο Α. Παπανδρέου ήταν η κύρια πηγή των προβλημάτων της Ε.Κ. και ότι θα έπρεπε να απομακρυνθεί τόσο από την κυβέρνηση όσο και από την Ελλάδα.
Τα ηγετικά στελέχη των κυβερνήσεων της «αποστασίας» υποστήριξαν ότι κίνητρό τους ήταν η διατήρηση της πολιτειακής ομαλότητας και η αποτροπή κινδύνου πραξικοπήματος. Αποχωρώντας από την Ε.Κ. ο Τσιριμώκος είχε κατηγορήσει τον Γ. Παπανδρέου ότι είχε ταυτίσει τη δημοκρατία με τον εαυτό του, ενώ πριν ακόμη λάβει διαστάσεις η κρίση τόσο αυτός όσο και ο Κ. Μητσοτάκης είχαν προσπαθήσει μάταια να πείσουν τον Γ. Παπανδρέου να υποχωρήσει στις αξιώσεις των ανακτόρων και να μην παραιτηθεί.
Οι συνέπειες της κρίσης
Η πρώτη συνέπεια της «αποστασίας» ήταν η πολιτική αστάθεια που δημιουργήθηκε. Το μεγαλύτερο κόμμα, η Ένωσις Κέντρου, διασπάστηκε και βασικά στελέχη της αποχώρησαν. Έτσι το κόμμα που στις εκλογές του 1964 είχε λάβει 52% των ψήφων βρέθηκε στην αντιπολίτευση, ενώ η κυβέρνηση ήταν πλέον ουσιαστικά όργανο του βασιλιά. Με τον τρόπο αυτόν παραβιάστηκε η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Η πιο σημαντική συνέπεια όμως ήταν η απαξίωση της πολιτικής και των πολιτικών και η εξουδετέρωση της άμυνας του συστήματος απέναντι σε πολιτειακές εκτροπές. Αυτή η απαξίωση και η άμβλυνση των μηχανισμών άμυνας εξέθρεψαν και επέτρεψαν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967.
Αφ´ενός για να πειστούν οι βουλευτές της Ε.Κ. να αποχωρήσουν χρησιμοποιήθηκαν ταπεινά δολώματα. Προσφέρθηκαν υπουργικοί θώκοι σε πολιτικούς ήσσονος σημασίας για να στηρίξουν τις κυβερνήσεις, έτσι ώστε δημιουργήθηκε η εντύπωση πως όποιος βουλευτής αποχωρούσε από την Ε.Κ. λάμβανε αυτόματα και υπουργείο. Παράλληλα υπήρξαν και καταγγελίες για χρηματισμό και εξαγορά ψήφων.
O Παν. Κανελλόπουλος, αρχηγός της ΕΡΕ, που είχε στηρίξει την Αποστασία και τις βασιλικές επιλογές, σε υπόμνημά του προς τον Κωνσταντίνο τον Ιανουάριο 1966, σχολιάζοντας την στάση των αποστατών της ΕΚ, σημείωσε ότι εκ των υστέρων πληροφορήθηκε ορισμένες λεπτομέρειες της κρίσης:
«Το χειρότερον … είναι ότι η απόσπασις των αναγκαίων βουλευτών… έγινε με εξαγοράν συνειδήσεων… με τον υπουργικόν θώκον ή και με άλλα ακατονόμαστα μέσα …».
Συνέπεια αυτού ήταν η μείωση της εμπιστοσύνης του κόσμου στη δημοκρατία, αφού έβλεπε ότι οι πολιτικοί ήταν διατεθειμένοι να αλλάζουν γνώμη και στρατόπεδο εν μιά νυκτί προκειμένου να εξασφαλίσουν υλικά ανταλλάγματα.
Αφ’ ετέρου με την επιμονή του βασιλιά να ελέγχει το στράτευμα και με την αναταραχή που δημιουργήθηκε λόγω αυτής τελικά αφέθηκαν να δρουν ανεξέλεγκτα οι παραστρατιωτικές ομάδες με κυριότερη αυτήν του τότε αντισυνταγματάρχη Παπαδόπουλου, κατοπινού δικτάτορα. Οι πολιτικοί όλων των παρατάξεων αλλά και τα ανάκτορα φέρθηκαν κοντόφθαλμα και στάθηκαν ανίκανοι να προβλέψουν τους κινδύνους από αυτήν την πολιτειακή κρίση. Μόνος ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού είχε προειδοποιήσει κατ’ επανάληψιν από το βήμα της Βουλής για την επικινδυνότητα της κατάστασης, για «απαρχή εφαρμογής σχεδίου προς προπαρασκευήν του εδάφους δι’ ανωμάλους λύσεις» και είχε διερωτηθεί με αφορμή το «Σαμποτάζ του Έβρου», που οργανώθηκε τον Ιούνιο του 1965 ως προβοκάτσια εις βάρος των κομμουνιστών από τον Παπαδόπουλο, «πώς … είναι δυνατόν … να εγκαθιδρυθεί ξανά το βασίλειον του φόβου εις αυτόν τον τόπον επί τη βάσει οιασδήποτε αυθαιρέτου, κακοβούλου ενεργείας οιουδήποτε κ. Παπαδοπούλου;».
Οι αποκαλούμενοι «αποστάτες» βουλευτές
Οι συνολικά 39 βουλευτές που αποστάτησαν από την Ένωση Κέντρου ήταν οι:
Χρήστος Αβραμίδης
Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας
Στυλιανός Αλαμανής
Χρήστος Αποστολάκος
Χρήστος Βασματζίδης
Αλέξανδρος Βερνίκος
Μιχαήλ-Μίμης Γαληνός
Πέτρος Γαρουφαλιάς
Δημήτριος Γεωργίου
Ιωάννης Γιαμάς
Αθανάσιος Γιαννόπουλος
Ιωάννης Γκλαβάνης
Ευάγγελος Δενδρινός
Κωνσταντίνος Δημόπουλος
Ιάκωβος Διαμαντόπουλος
Αναστάσιος Δρούλιας
Φωκίων Ζαΐμης
Γεώργιος Ηγουμενάκης
Εμμανουήλ Κοθρής
Δημήτριος Κωστής
Σταύρος Κωστόπουλος
Αχιλλέας Λιακόπουλος
Εμμανουήλ Λουλακάκης
Ανέστης Λώρας[14]
Σταμάτιος Μανούσης
Θεόδωρος Μανωλόπουλος
Κωνσταντίνος Μαρής
Ισίδωρος Μαυριδόγλου
Γεώργιος Μελάς
Κωνσταντίνος Μητσοτάκης
Γεώργιος Μπακατσέλος
Απόστολος Παγκούτσος
Δημήτριος Παπαδημητρίου
Δημήτριος Παπασπύρου
Κλέων Πιαλόγλου
Φώτιος Πιτούλης
Θεοχάρης Ρέντης
Αθανάσιος Ι. Ρουσόπουλος
Ευάγγελος Σαββόπουλος
Αγησίλαος Σπηλιάκος
Κωνσταντίνος Στεφανάκης
Γεώργιος Στεφανόπουλος
Στέφανος Στεφανόπουλος
Ιωάννης Τούμπας
Ηλίας Τσιριμώκος
Ιωάννης Τσιριμώκος
Ιωάννης Τσουδερός
Χαράλαμπος Ψαρρός


Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας εδώ

Νεότερη Παλαιότερη