Γράφει ο Κωνσταντίνος Ι. Βαθιώτης, καθηγητής Ποινικού Δικαίου – Δικηγόρος Αθηνών
«Αίσχος και στους αρχιερείς και στους άρχοντες του λαού. Αίσχος, αυτό το αίσχος δεν θα το σβήσει η ιστορία. Δεν θα σβηστεί από την ιστορία αυτό το αίσχος. Αυτή η αγανάκτηση του Θεού του λαού. Θα έρθει η οργή και η κατάρα του Θεού στα κεφάλια όλων εκείνων που αποφάσισαν να στερήσουν το σώμα και το αίμα του Κυρίου από τους πιστούς, αρκετοί από τους οποίους έκαναν αγώνα επί ένα έτος με τα επιτίμιά τους, για να κοινωνήσουν στην Ανάσταση. Αίσχος! Πού κατήντησε η εκκλησία της Ελλάδος; Αίσχος! Ντρέπομαι, ντρέπομαι! Απορώ και δεν εξίσταται ο λαός. Μας έχουν φυλακίσει με απάτη, για μία γρίπη. Οι δημοσιογράφοι αυτά λένε μεταξύ τους. Τα κανάλια, οι καναλάρχες, οι δημοσιογράφοι αυτά λένε μεταξύ τους, και μας μας λένε τα ψέματα για να μας κρατάνε φυλακισμένους. Προβλέπουνε και τον Σεπτέμβριο γρίπη και τα Χριστούγεννα κλειστές οι εκκλησίες. Όχι, κύριοι. Να μας πάτε φυλακή, να μας πάτε εκεί, να τελούμε μέσα στο κελλί μας τη θεία λειτουργία και να απολογηθούμε στον Θεό ότι δεν έχουμε άλλη δυνατότητα. Αίσχος! Αίσχος την εσχάτη ώρα! Μετανοήσατε, Αρχιερείς και Άρχοντες, άλλως η οργή του Θεού είναι πάνω από τα κεφάλια σας. […] Μου λένε οι γιατροί στα νοσοκομεία ότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε, διότι θα μας απολύσουν. Αυτή είναι η δημοκρατία; Να τη χαίρεστε! Προτιμώ να πεθάνω από γρίπη παρά να έχω εσάς. Με συγχωρείτε, λαέ του Θεού μου, αλλά δεν μπορώ άλλο να βαστάξω αυτή την αγανάκτηση. Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Η Αγία Τριάς διαφυλάξοι πάντας ημάς. Βοήθειά μας!».
Τα λόγια αυτά, καθώς και άλλα πέντε αποσπάσματα από ομιλίες του π. Βασιλείου Βολουδάκη, έδωσαν την αφορμή στο υγειοναζιστικό καθεστώς της Νέας Δικτατορίας να παραπέμψει τον πρωτοπρεσβύτερο του Αγίου Νικολάου Πευκακίων, αλλά και την πρεσβυτέρα του, στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί για το έγκλημα του άρθρου 183 ΠΚ, δηλ. την διέγερση σε ανυπακοή.
Η δίκη του π. Βασιλείου και της πρεσβυτέρας του, η οποία διεξήχθη σήμερα, είχε αίσιο τέλος. Η αθωωτική απόφαση που ακούστηκε από τα χείλη του εξαίρετου Προέδρου μετρίασε σε έναν βαθμό την αλγεινή εικόνα της ελληνικής δικαιοσύνης, η οποία δεν επέδειξε τον παραμικρό ανασχετικό φραγμό να ενεργοποιήσει την αγαπημένη διάταξη των ολοκληρωτικών καθεστώτων, δηλ. το άρθρο 183 ΠΚ (στην Γερμανία προ πολλού καταργηθείσα), προκειμένου να φιμώσει οποιονδήποτε θα τολμούσε να μιμηθεί το παράδειγμα της θαρραλέας ομολογίας του π. Βασιλείου, ένα από τα ελάχιστα κεριά που έσπασαν το σκοτάδι της υγειονομικής δικτατορίας τον Μάρτιο/Απρίλιο του 2020, η οποία επεβλήθη από το καθεστώς Μητσοτάκη με την ανοχή ή την πλειοδοτική στήριξη της συμπαγούς πλειοψηφίας των διανοουμένων, των αμέτρητων επιδραστικών προσωπικοτήτων αλλά και του τρομοκρατημένου ελληνικού λαού που, αντί να αντισταθεί στην κτηνωδία του ιατρικού φασισμού, προτίμησε να συμπεριφέρεται σαν καλολαδωμένο γρανάζι του έξυπνου-καμουφλαρισμένου ολοκληρωτισμού, αναμασώντας την γνωστή φράση του Άιχμαν «εγώ απλώς εντολές εκτελούσα».
Το «φλουρί» και αυτής της υπεράσπισης1 έλαχε σε έναν παραιτημένο καθηγητή Ποινικού Δικαίου, στον οποίο δόθηκε η ευκαιρία να αναπτύξει κατά την αγόρευσή του όχι μόνο όσα είχε γράψει για το άρθρο 183 ΠΚ στο βιβλίο του «Από την πανδημία στην κλιματική αλλαγή. Συντονισμένα τρομο-κράτη σε φόντο παγκόσμιας διακυβέρνησης» (Αλφειός, Αθήνα 2023), αλλά και κάποια από αυτά που ετοιμάζεται να συμπεριλάβει στο υπό προετοιμασία βιβλίο του «Θαυμαστός Ανάποδος Κόσμος».
Μετά την απαλλακτική πρόταση της εισαγγελέως, η αγόρευση ξεκίνησε με ένα δικηγορικό ρίσκο: Αρνούμενος να ακολουθήσει την αφυδατωμένη πεπατημένη της ανάλυσης των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του υπό εξέτασιν εγκλήματος, ο συνήγορος υπερασπίσεως προσπάθησε να κάνει έκκληση στην κοινή λογική του Προέδρου, εξηγώντας γιατί ζούμε σε ανάποδη εποχή:
Προ πανδημίας όποιος φορούσε μάσκα ήταν ύποπτος εγκληματίας. Μετά την πανδημία εγκληματίας ήταν όποιος δεν φορούσε μάσκα.
Προ πανδημίας ξέραμε ότι στην εκκλησία πρέπει να μπαίνουμε ευπρεπώς ενδεδυμένοι, όχι με μαγιό, όχι με κραγιόν και εν γένει ψιμυθιωμένοι. Μετά την πανδημία έπρεπε να μπαίνουμε σαν καρνάβαλοι μασκοφορεμένοι. Η δε δέηση «Ὑπέρ τῶν μετά πίστεως, εὐλαβείας καί φόβου Θεοῦ εἰσιόντων ἐν αὐτῶ» αναποδογύρισε στην βλάσφημη δέηση: Υπέρ των μετά φόβου κορωνοϊού εισιόντων εν αυτώ!
Προ πανδημίας ανασαίναμε εισπνέοντας οξυγόνο και εκπνέοντας διοξείδιο του άνθρακα. Μετά την πανδημία, εκπνέαμε και εισπνέουμε διοξείδιο του άνθρακα.
Προ πανδημίας ξέραμε ότι η επιστήμη προχωρά μέσα από τον διάλογο και την διαρκή αμφισβήτηση. Μετά την πανδημία θεοποιήθηκαν οι ειδικοί, που δεν επιτρέπεται να αμφισβητούνται, όχι μόνο από τους μη ειδικούς, αλλά και από τους ειδικούς που δεν ανήκουν στο κυρίαρχο ρεύμα.
Έτσι λοιπόν, φθάσαμε σήμερα εδώ να δικάζουμε έναν ιερέα και την πρεσβυτέρα του, επειδή τόλμησαν να αμφισβητήσουν τις ανάποδες αποφάσεις των ειδικών. Μια αναδρομή, όμως, στο παρελθόν της Ελλάδος διδάσκει ότι τις επιδημίες οι πιστοί καταπολεμούσαν θαρραλέα με προσευχή και λιτανείες των εικόνων, όχι με φοβική στάση, δηλ. με κλείσιμο εκκλησιών και μασκοφορία.
Tον Ιούλιο του 1854 εκδηλώθηκε τρομερή επιδημία χολέρας, η οποία ξεκίνησε από τον Πειραιά και επεκτάθηκε σε ολόκληρη την πρωτεύουσα, με αποτέλεσμα να πεθάνουν περισσότερα από 1.000 άτομα. Στις 17 Νοεμβρίου 1854 «ο λαός εξήλθε των εκκλησιών και περιεφέρθη δεόμενος τω Υψίστω προς απαλλαγήν αυτού απελθόν του κακού» (Κορασίδου, Οι άθλιοι των Αθηνών και οι θεραπευτές τους. Φτώχεια και φιλανθρωπία στην ελληνική πρωτεύουσα τον 19ο αιώνα, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, Αθήνα 1995, σελ. 61). Όπως αναφέρει ο Κ. Ι. Δραγούμης, στις 10 Δεκεμβρίου 1854, το Υπουργείο Εσωτερικών ανακοίνωσε επίσημα την οριστική εξάλειψη της επιδημίας.
Ζούμε ξεκάθαρα σε μια μεθηρωική εποχή όπου ο πολίτης τρέμει τον ίσκιο του και έχει την τάση να συσπειρώνεται κάτω από τις φτερούγες του πατερναλιστικού κράτους, όταν ξεσπούν απειλές, κρίσεις, αόρατοι εχθροί κ.λπ.
Η συνέχεια της αγορεύσεως ήταν ακραιφνώς νομική, χωρίς όμως να καταφέρει να πείσει τον Πρόεδρο ότι διέγερση σε απείθεια δεν ήταν νοητό να στοιχειοθετηθεί όχι μόνο σε αντικειμενικό επίπεδο, επειδή οι ΚΥΑ είχαν εκδοθεί αντικανονικά (οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου περιείχαν όλως αντισυνταγματικώς νομοθετική εξουσιοδότηση για ρύθμιση θεμάτων υγείας επείγοντος χαρακτήρα) και, επιπλέον, επειδή το άρθρο 13 για την άσκηση της θρησκευτικής λατρείας δεν ανήκει στις διατάξεις που επιτρέπεται να ανασταλούν σε γνήσιο, πόσω μάλλον σε νόθο κατάσταση πολιορκίας, αλλά και γιατί οι προτρεπτικές φράσεις για ανυπακοή δεν ήσαν πρόσφορες να προκαλέσουν κοινωνική αναταραγή, άλλως να διασαλεύσουν την δημόσια τάξη, η οποία αποτελεί το προστατευόμενο έννομο αγαθό της επίμαχης διατάξεως του άρ. 183 ΠΚ.
Για την υποβοήθηση του δικαστηρίου παρεδόθη πολυσέλιδο δικόγραφο αυτοτελών και αρνητικών της κατηγορίας ισχυρισμών, ώστε τα κρίσιμα ζητήματα να καταστούν εύπεπτα (σε αυτά συγκαταλέγονταν και τα σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 33 ΠΚ περί ανυπέρβλητου διλήμματος μεταξύ νομικού καθήκοντος τήρησης της ΚΥΑ και ηθικού καθήκοντος τήρησης των θρησκευτικών αρχών). Επικράτησε, όμως, τελικά η «εύκολη-γρήγορη-σίγουρη» λύση της έλλειψης δόλου διέγερσης σε ανυπακοή!
Χάθηκε, λοιπόν, η χρυσή ευκαιρία για την έκδοση μιας αποφάσεως που θα έβαζε ένα ωφέλιμο λιθαράκι για την προαγωγή του ποινικού δόγματος, πάντως αποφεύχθηκε η εξαΰλωση και των τελευταίων θυλάκων του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας.
Μετά την εκφώνηση της αθωωτικής αποφάσεως και την λήξη της ιστορικής συνεδριάσεως, ο Πρόεδρος του δικαστηρίου συνεκίνησε βαθέως τον συνήγορο υπερασπίσεως, λέγοντάς του ότι ήταν σφάλμα που παραιτήθηκε από την πανεπιστημιακή του θέση, απλώς και μόνο επειδή «είχε τις προσωπικές του απόψεις».
Εκείνος του αντέτεινε:
Στον ανάποδο κόσμο οι αφοσιωμένοι καθηγητές στην επιστήμη τους είναι ανεπιθύμητοι. Άλλωστε, πώς θα είχαν γραφτεί τα δύο βιβλία «Από την τρομοκρατία στην πανδημία» και «Από την πανδημία στην κλιματική αλλαγή», αν ο παραιτημένος είχε παραμείνει στην θέση του; Και, επομένως, πώς θα μπορούσαν να είχαν κρατήσει το μυαλό τους στην θέση τους όλοι εκείνοι που είχαν τις ίδιες… «προσωπικές απόψεις» με εκείνον;
Σημείωση: Πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι, με περισσή σκληρότητα, κατέκριναν ή θα κατακρίνουν τον παραιτημένο καθηγητή, επειδή δέχθηκε να αναλάβει την υπεράσπιση του π. Βασιλείου Βολουδάκη, ιδίως λόγω των θέσεων που ο τελευταίος διετύπωσε προσφάτως για τον Άγιο Παΐσιο σε σχέση με τις ηλεκτρονικές ταυτότητες. Το μεγαλείο, όμως, της δημοκρατίας αλλά και της χριστιανικής ηθικής είναι να μπορεί να προτάσσει τα νομικά του στήθη υπέρ κάθε αδίκως δεδιωγμένου ένας συνήγορος υπερασπίσεως που είναι αναμενόμενο να μην ταυτίζεται με όλες τις απόψεις του εντολέως του. Η αυθαίρετη αξιοποίηση της μεταβατικής ιδιότητας είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνη. Εξίσου επικίνδυνη είναι και η καθολική ακύρωση μιας προσωπικότητας εξαιτίας κάποιων επιμέρους sui generis απόψεών της. Οι σκληροί επικριτές του γράφοντος αγνοούν, μεταξύ των άλλων, ότι, όταν εκείνος, επί εποχής πανδημίας, πηδούσε τα κάγκελα για να λειτουργηθεί διψασμένος μέσα σε μια αθηναϊκή εκκλησία που δεν εφήρμοζε την προσβλητική για την θρησκευτική πίστη υποχρεωτική χρήση μάσκας, ο π. Βασίλειος του άνοιγε την πίσω πόρτα του ιερού ναού του, για να τον δεχθεί με χαρά.