Ευρισκόμενη στο νότιο Αιγαίο, στο σημείο συνάντησης των Κυκλάδων με τα Δωδεκάνησα (στα οποία ανήκει), η Αστυπάλαια είναι τόπος με πολλές ομορφιές, ο οποίος έχει αναδειχθεί σε προορισμό τα τελευταία χρόνια, προσελκύοντας πολλούς επισκέπτες και από το εξωτερικό –ειδικά τα καλοκαίρια. Συνεχίζουν ωστόσο να υπάρχουν και κάποιες πιο άγνωστες «γωνιές», με το Βαθύ να είναι η μάλλον σπουδαιότερη ανάμεσά τους.
Η Αστυπάλαια έχει ιδιαίτερο σχήμα, το οποίο αρκετοί παρομοιάζουν με πεταλούδα, αποκαλώντας την «πεταλούδα του Αιγαίου». Λόγω αυτού, λοιπόν, χωρίζεται σε «έξω νησί» (δυτικό τμήμα) και «μέσα νησί» (ανατολικό τμήμα). Οι περισσότεροι κάτοικοι είναι μαζεμένοι στο «έξω νησί», όπου βρίσκεται άλλωστε και η Χώρα –η πρωτεύουσα. Το Βαθύ, αντιθέτως, βρίσκεται μονάχο στο «μέσα νησί», γι’ αυτό και θεωρείται ο πιο απομονωμένος οικισμός.
Κάτι τέτοιο, βέβαια, είναι αρκετά σχετικό εφόσον η απόσταση από τη Χώρα είναι μόλις 21 χιλιόμετρα. Διανύεται δε εύκολα με αυτοκίνητο, αφού το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να διασχίσετε τον δρόμο μετά την Ανάληψη, συνεχίζοντας πίσω από την παραλία του Σχοινώντα. Ακολουθώντας έπειτα την επαρχιακή οδό Λιβαδιών-Βαθιού, θα φτάσετε στον οικισμό.
Ένας ιδιαίτερος τόπος
Το Βαθύ βρίσκεται σε ένα τοπίο διαφορετικό από εκείνο του πολυσύχναστου δυτικού τμήματος της Αστυπάλαιας. Το ανάγλυφο εδώ είναι αδρό, χαρακτηριζόμενο από άγρια ομορφιά, με τον οικισμό να απλώνεται γύρω από έναν γραφικό όρμο με γαλανά νερά και στενό στόμιο (μόλις 50 μέτρα), το οποίο περιορίζει αρκετά την είσοδο της θάλασσας. Ως αποτέλεσμα, μοιάζει με λιμνοθάλασσα. Εντύπωση που ενισχύεται και από το ότι υπάρχει αρκετή βλάστηση για τα βραχώδη δεδομένα του γύρω περιβάλλοντος: αρμυρίκια, σκίνα, καθώς και φίδες (βραχύσωμοι κέδροι).
Ιδιαίτερο είναι πάντως και το ίδιο το Βαθύ σαν οικισμός, από την άποψη ότι δεν είναι ενιαίος, αλλά «σπασμένος» σε δύο ξεχωριστά τμήματα. Ακριβώς στον μυχό του κόλπου, δηλαδή, θα συναντήσετε το Μέσα Βαθύ, περιτριγυρισμένο από λίγα καλλιεργήσιμα χωράφια, αμπέλια και δέντρα. Πάνω του δεσπόζει η εκκλησία της Αγίας Άννας –η θέα από εκεί είναι καταπληκτική. Το Έξω Βαθύ, πάλι, βρίσκεται στην είσοδο του όρμου, όπου υπάρχει και μικρή σκάλα για να δένουν τα καΐκια. Στα περίχωρα, επίσης, θα δείτε και την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη. Το λιμανάκι που διαμορφώνεται εδώ είναι φυσικά προστατευμένο από τους ισχυρούς ανέμους του Αιγαίου, οπότε το καλοκαίρι το επισκέπτονται αρκετά ιδιωτικά σκάφη.
Αν και παλιότερα το Βαθύ είχε αρκετό πληθυσμό ώστε να διαθέτει και δικό του δημοτικό σχολείο, σήμερα έχει μόλις 10 μόνιμους κατοίκους. Αυτή η εικόνα, σε συνδυασμό με την απομόνωσή του από την υπόλοιπη Αστυπάλαια, το έχει αφήσει τουριστικά αναξιοποίητο, παρότι δίνονται περιθώρια για κάτι τέτοιο: η παραλία μπροστά από το Μέσα Βαθύ, λ.χ., προσφέρεται για μπάνιο –με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα φροντιστεί περισσότερο.
Με τη σειρά του, αυτό σημαίνει ότι στο Βαθύ δεν υπάρχει δυνατότητα διαμονής, ούτε καν με τη μορφή ενοικιαζόμενων δωματίων. Ακόμα κι έτσι, πάντως, παραμένει μια πολύ ωραία ημερήσια εκδρομή για τον επισκέπτη της Αστυπάλαιας που θέλει να δει κάτι διαφορετικό από το υπόλοιπο νησί, έχοντας ως έδρα του τη Χώρα. Φτάνοντας άλλωστε ως εδώ θα συνειδητοποιήσετε ότι, πέρα από τις φυσικές ομορφιές, υπάρχει και κάμποση ξεχωριστή ιστορία, καθώς κι ένα υπέροχο ταβερνάκι.
Ένα από τα αρχαιότερα ερωτικά γκράφιτι στον κόσμο
Παρά τη σημερινή απομόνωση της περιοχής, η αρχαιολογική έρευνα έχει φέρει στο φως σημαντικά ευρήματα, τα οποία δείχνουν ότι υπήρχε κατοίκηση ήδη από την προϊστορική εποχή. Βραχογραφίες με αναπαραστάσεις πλοίων, αλλά και ταφές μέσα σε κεραμεικά σκεύη (εγχυτρισμός) φτιάχνουν μια αφήγηση συνέχειας από τη Νεολιθική εποχή στον περίφημο Κυκλαδικό Πολιτισμό, στη σφαίρα του οποίου φαίνεται ότι είχε βρεθεί και η Αστυπάλαια. Όλα δείχνουν, δηλαδή, ότι κατά το 3000 π.Χ. το Βαθύ εντασσόταν στην επικράτεια ενός σημαντικού οικισμού, ο οποίος είχε την ακρόπολή του στο ακρωτήριο Ελληνικό.
Η τοποθεσία συνέχισε να κατοικείται και στην αρχαιότητα, επιφυλάσσοντας μεγάλες εκπλήξεις για την έρευνα. Σύμφωνα με τον Ανδρέα Βλαχόπουλο –αναπληρωτή καθηγητή αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων– το Βαθύ φιλοξενεί κάποια από τις αρχαιότερα ευρήματα ερωτικού περιεχόμενου στην ιστορία. Στο λεγόμενο «βράχο του Δίωνος» εντοπίζονται φαλλόμορφα χαράγματα, τα οποία πρέπει να θεωρηθούν προϊστορικά. Σε ένα άλλο σημείο, πάλι, κοντά στον ελληνιστικό πύργο, υπάρχει η δίστιχη επιγραφή του πρώιμου 6ου π.Χ. αιώνα «Νικασίτιμος οἶφε Τιμίωνα», χαραγμένη βουστροφηδόν, να μαρτυρά ότι η περιοχή με την εξαιρετική θέα στον κόλπο ήταν τόπος συνεύρεσης δύο εραστών. Η είδηση έκανε διεθνή αίσθηση όταν αποκαλύφθηκε πριν μερικά χρόνια (2014), με τη βρετανική εφημερίδα Guardian να φιλοξενεί ειδικό ρεπορτάζ.
Κατά το 350 π.Χ., έπειτα, στο Ελληνικό υψώθηκε ορθογώνιος πύργος με στρατιωτικό χαρακτήρα, πιθανότατα μακεδονικών συμφερόντων. Οικισμός συνέχισε να υπάρχει και κατά τα ρωμαϊκά χρόνια, αλλά και κατά την περίοδο που η Αστυπάλαια περιήλθε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Η ερήμωση ξεκινάει μετά τον 11ο αιώνα.
Οι ρίζες του σύγχρονου Βαθιού χάνονται στο νεότερο παρελθόν, όταν σταματά η αποκλειστική χρήση της γύρω περιοχής για βοσκοτόπια. Το 1950 η καλή ποιότητα του ασβέστη της ανατολικής Αστυπάλαιας οδήγησε στην εγκατάσταση μιας ασβεστοκαμίνου στο Ελληνικό, ενώ μία ακόμα ανάλογη επιχείρηση εμφανίστηκε στο Μέσα Βαθύ την περίοδο 1967-1968. Χάρη στις θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν ο πληθυσμός αυξήθηκε και για ένα διάστημα το χωριό χρειάστηκε να αποκτήσει και δικό του δημοτικό σχολείο, όπως ειπώθηκε και πιο πάνω. Αλλά η Πετρελαϊκή Κρίση του 1973 και η άνοδος στις τιμές του πετρελαίου κατέστησε ασύμφορες τις ασβεστοκάμινους, οδηγώντας σε οριστικό τους κλείσιμο το 1976.
Το Σπήλαιο του Δράκου
Το Βαθύ φιλοξενεί ένα από τα τρία σπήλαια τα οποία διαθέτει η Αστυπάλαια –το επονομαζόμενο «του Δράκου» ή απλούστερα «Δρακοσπηλιά» και «Δρακοντόσπηλο», όπως συχνά το αποκαλούν οι ντόπιοι.
Ξεκινώντας από τον οικισμό και κινούμενοι βόρεια της εκκλησίας Παναγιά του Θωμά μπορείτε να φτάσετε εκεί και πεζοπορώντας: θα σας πάρει περίπου 2 ώρες, χρειάζεται όμως να έχετε αρκετή σχετική εμπειρία, καθώς η διαδρομή διαθέτει δύσκολα σημεία. Ωστόσο η πρόσβαση στο ίδιο το σπήλαιο απαιτεί καΐκι (θα συνεννοηθείτε στο Βαθύ), καθώς το στόμιό του βρίσκεται στην απόκρημνη ακτή.
Το σπήλαιο διαθέτει εντυπωσιακούς σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Φαίνεται μάλιστα να συνδέεται και με αρχαίες λατρευτικές δοξασίες, καθώς οι αρχαιολόγοι βρήκαν εκεί ειδώλια θεοτήτων, καθώς και αντικείμενα κατασκευασμένα από φαγεντιανή.
Η ταβέρνα «Γαλήνη»
Το ουζερί-ταβέρνα «Γαλήνη», στο Έξω Βαθύ, είναι από μόνο του λόγος για να φτάσετε σε αυτό το απομονωμένο σημείο της Αστυπάλαιας, καθώς θα ολοκληρώσει την εκδρομή σας με τον καλύτερο τρόπο.
Το ταβερνάκι βρίσκεται πάνω στην προκυμαία. Το κτίσμα ξεχωρίζει χάρη στα λουλακί και λευκά χρώματα, με τις κάμποσες γλάστρες του να προσθέτουν σε ομορφιά. Αν φτάσετε ως εδώ, πάντως, να έχετε υπόψη ότι –όπως υπαγορεύει άλλωστε και το όνομα του μαγαζιού– οι ρυθμοί παραμένουν γαλήνιοι ακόμα και το καλοκαίρι, όταν το επισκέπτονται και τουρίστες από χώρες του εξωτερικού με τα ιστιοπλοϊκά τους.
Είναι καλό λοιπόν να έχετε κάνει ένα τηλέφωνο πριν ξεκινήσετε (22430-61201). Επίσης, να είστε προετοιμασμένοι να συμμετέχετε στη διαδικασία, αφού τα περισσότερα πράγματα γίνονται με self-service μεθόδους. Κάτι που σημαίνει ότι θα στρώσετε το τραπέζι σας, θα αναλάβετε τα ποτά σας και θα κουβαλήσετε τα πιάτα σας, μόλις ετοιμαστεί η παραγγελία.
Η κουζίνα εφοδιάζεται με ολόφρεσκα αλιεύματα, οπότε το μενού εξαρτάται από το τι θα βγάλουν τα δίχτυα. Στα γύρω νερά ενδέχεται να βρεθούν ακόμα και συναγρίδες, σπεσιαλιτέ ωστόσο της ταβέρνας θεωρείται από πολλούς το χταπόδι στιφάδο, ο τηγανητός σκάρος και οι σουπιές που μαγειρεύονται μαζί με το μελάνι τους. Στα συν, τέλος, είναι και οι φρέσκιες τηγανητές πατάτες.