Το ν’ αρκείται κανείς στον εαυτό του, το να είναι γι’ αυτόν τα πάντα σ’ όλες τις περιστάσεις και να μπορεί να λέγει omnia mea mecum porto [όλα τα δικά μου τα έχω επάνω μου] είναι αναμφίβολα η ιδιότητα που προάγει την ευτυχία μας περισσότερο από κάθε τι άλλο. Για τον λόγο αυτό, η ρήση του Αριστοτέλη η ευδαιμονία των αυτάρκων εστί [η ευτυχία ανήκει στους αυτάρκεις] (Ηθ. Ευδ. Ζ’ 2) δεν μπορεί να τύχει ποτέ υπερβολικής επαναλήψεως· και τούτο, αφενός, διότι μόνο στον εαυτό του μπορεί να βασίζεται κανείς με αρκετή βεβαιότητα και, αφετέρου, διότι τα δεινά που συνδέονται με την κοινωνικότητα, οι κόποι και οι ζημίες, οι κίνδυνοι και οι θλίψεις – όλα τούτα είναι αναρίθμητα και αναπόφευκτα.
Κατ’ αρχάς, κάθε κοινωνική διασύνδεση απαιτεί κατ’ ανάγκη μία αμοιβαία προσαρμογή κι έναν συγκερασμό. Για τον λόγο αυτό, όσο περισσότερα άτομα συμμετέχουν σ’ αυτήν τόσο πιο άνοστη γίνεται. Να είναι κανείς απόλυτα ο εαυτός του δεν μπορεί παρά μόνον όσο είναι μόνος- όποιος, λοιπόν, δεν αγαπά την μοναξιά δεν αγαπά και την ελευθερία, καθώς μόνον όταν είναι κανείς μόνος είναι και ελεύθερος – ο καταναγκασμός είναι ο αχώριστος σύντροφος κάθε κοινωνίας. Κατά συνέπεια, το πόσο ο κάθε άνθρωπος αποφεύγει, αντέχει ή αγαπά την μοναξιά του αντιστοιχεί ακριβώς στην αξία του ίδιου του εαυτού του, καθώς στην μοναξιά του νιώθει ο μεν ενδεής τω πνεύματι την πνευματική του ένδεια, ο δε μεγαλοφυής τη μεγαλοφυΐα του – κοντολογής, ο καθένας το πώς όντως είναι. Περαιτέρω, όσο υψηλότερα βρίσκεται κανείς στη Ιεραρχική κλίμακα της φύσης τόσο πιο μοναχικός είναι, και μάλιστα κατ’ ουσίαν και κατ’ ανάγκη. Τότε, όμως, συνιστά γι’ αυτόν ευεργεσία ν’ αντιστοιχεί στην πνευματική μοναξιά – ειδάλλως, η συχνή παρουσία πλασμάτων ετερογενών εισβάλλει οχληρά μέσα του, μάλιστα εχθρικά, και του στερεί τον εαυτό του χωρίς να έχει τίποτε να του προσφέρει ως αποζημίωση.
Κατόπιν, ενώ η φύση έχει εισαγάγει ανάμεσα στους ανθρώπους, τόσο σε ηθικό όσο και σε διανοητικό επίπεδο, την μέγιστη δυνατή διαφορετικότητα, η κοινωνία, θεωρώντας αυτή τη διαφορετικότητα ως ένα τίποτε, καθιστά όλους ίσους, ή, μάλλον, υποκαθιστά τις φυσικές με τις τεχνητές διαφορές και τις ιεραρχίες των τάξεων και των βαθμών, οι οποίες πολύ συχνά, είναι αντιδιαμετρικά αντίθετες από την φυσική ιεραρχία. Χάρη σε αυτή τη διάταξη εκείνοι που η φύση είχε τοποθετήσει χαμηλά έχουν καλή θέση, ενώ εκείνοι, αντίθετα, για τους οποίους προέβλεψε υψηλή θέση αδικούνται – για αυτό τον λόγο, τούτοι οι τελευταίοι προσπαθούν να αποσπαστούν από κάθε συνάθροιση, αφού σε κάθε τέτοια κυριαρχεί, όσο περισσότεροι μετέχοντες, το κοινό κι ευτελές.
Η καλούμενη “καλή κοινωνία” αναγνωρίζει κάθε λογής προτερήματα πλην των πνευματικών- τούτα, μάλιστα, τα θεωρεί λαθραίο εμπόρευμα μας εξαναγκάζει, λοιπόν, να αποδεικνύουμε άπειρη μακροθυμία με κάθε ανοησία, μούρλα, διαστροφή, ηλιθιότητα- τα προσωπικά προτερήματα, αντίθετα, πρέπει να εκλιπαρούν τη συγγνώμη της ή να κρύβονται. Κατά συνέπεια, η κοινωνία που καλείται “καλή κοινωνία” δεν έχει μόνο το μειονέκτημα ότι μας παρουσιάζει ανθρώπους που δε μπορούμε ούτε να επαινέσουμε ούτε να αγαπήσουμε ακόμα αλλά και δε μας επιτρέπει να είμαστε ο εαυτός μας όπως αρμόζει στη φύση μας- απεναντίας, μας εξαναγκάζει, χάριν του αρμονικού συγκερασμού μας με τους άλλους, να συρρικνωθούμε, ή μάλιστα και να παραμορφώσουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας.