Γράφει ο Κώστας Γρίβας
Μετά τις τελευταίες εξελίξεις στο Κυπριακό φαίνεται πλέον ξεκάθαρα ότι η επιθετικότητα της Άγκυρας εισέρχεται σε νέο στάδιο και κάθε προσπάθεια “συμβιβασμού” με την Τουρκία είναι εκτός πραγματικότητας. Κατά την άποψη του γράφοντος έχει έλθει πλέον η ώρα να αρχίζει να εξετάζεται ως ρεαλιστική επιλογή η αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας, η επιβολή των ψηφισμάτων του ΟΗΕ και η απελευθέρωση του κατεχόμενου μέρους της Κύπρου, δια της ισχύος.
Ωστόσο, αυτή είναι μια επιλογή την οποία το Κυπριακό αλλά και το ελλαδικό πολιτικό σύστημα θεωρεί αδύνατη και αδιανόητη. Είναι όμως πράγματι έτσι; Η πίστη στην αναντίρρητη στρατιωτική υπεροχή της Τουρκίας έναντι της Κύπρου, δρα αποδομητικά εδώ και καιρό δημιουργώντας έναν ηττοπαθή βρόχο ανάδρασης. Συγκεκριμένα, η πίστη στη ματαιότητα της στρατιωτικής αντίστασης έναντι της τουρκικής επιθετικότητας οδηγεί σε απαξίωση των μαχητικών ικανοτήτων της Εθνικής Φρουράς, που με τη σειρά της εδραιώνει περαιτέρω την αντίληψη της “βέβαιης ήττας”, που εν συνεχεία οδηγεί σε περαιτέρω απαξίωση των μαχητικών ικανοτήτων της Εθνικής Φρουράς κοκ.
Με άλλα λόγια, έχει δημιουργηθεί μια αυτοτροφοδοτούμενη αντίληψη ότι η Κύπρος είναι έρμαιο των τουρκικών διαθέσεων και κατά συνέπεια η “ρεαλιστική” επιλογή είναι η αποδοχή των αξιώσεων της Άγκυρας, δηλαδή, κατ’ ουσίαν, η εθελούσια εξάλειψη της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ανεξάρτητου γεωπολιτικού δρώντος. Όμως, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει απόλυτη στρατιωτική ισχύς, αλλά μόνο σχετική, η οποία λαμβάνει υπόσταση ανάλογα με τα γεωγραφικά, πολιτικά και άλλα δεδομένα της εκάστοτε αντιπαράθεσης. Κατά συνέπεια, δεν νικάει αυτός που είναι πιο “ισχυρός”, αλλά ο πιο προσαρμοσμένος.
Εκ προοιμίου νικητές και ηττημένοι
Βέβαια, η Τουρκία κατέχει ήδη ένα μεγάλο μέρος της Κύπρου και διαθέτει εκεί μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις. Επίσης, η τουρκική αεροπορία απολαμβάνει περίπου πλήρους κυριαρχίας πάνω από τη Μεγαλόνησο και πολλοί υποστηρίζουν ότι μπορεί να συντρίψει την κυπριακή άμυνα. Παρεμπιπτόντως, η άποψη αυτή εντάσσεται σε μια γενικότερη αντίληψη περί πρωτοκαθεδρίας της αεροπορικής ισχύος και της δυνατότητάς της να ολοκληρώσει επιτυχώς μια πολεμική αναμέτρηση, σχεδόν από μόνη της, η οποία είναι έτσι και αλλιώς αμφισβητήσιμη.
Τέλος, προβάλλεται η άποψη ότι και αν ακόμη ήταν εφικτή η επιτυχής άμυνα της Εθνικής Φρουράς αυτό θα απαιτούσε την αγορά ακριβών οπλικών συστημάτων, η απόκτηση και συντήρηση των οποίων είναι εκτός των οικονομικών δυνατοτήτων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ωστόσο, μια αρχική ανάγνωση των διεθνών εξελίξεων στην τέχνη, την επιστήμη και την τεχνολογία του πολέμου μας υποδεικνύει ότι υπάρχει σοβαρός αντίλογος και για τις τρεις αυτές απόψεις.
Ας ξεκινήσουμε από το θέμα των χρημάτων για εξοπλισμούς. Το μεγαλύτερο μέρος του κόστους στις αγορές οπλικών συστημάτων είναι συνήθως αυτό της απόκτησης πλατφορμών μάχης, δηλαδή μαχητικών αεροσκαφών, ελικοπτέρων, αρμάτων μάχης κλπ. Όμως, όπως ο γράφων έχει αναφέρει σε πολλά προηγούμενα κείμενά του, τείνουμε να ξεχνάμε ότι, κατ΄ ουσίαν, η δουλειά κάθε πλατφόρμας είναι να μεταφέρει βλήματα, με τα οποία ασκεί καταστρεπτικά αποτελέσματα σε κάποιους στόχους.
Κατά συνέπεια, εάν τα βλήματα μπορούν να μετακινηθούν από το σημείο Α στο σημείο Β από μόνα τους, χωρίς να χρειάζεται η πλατφόρμα μεταφοράς, τότε το κόστος περιορίζεται δραστικά. Και αυτό είναι κάτι που μπορεί όντως να συμβεί σε γεωγραφικά περιορισμένους χώρους, όπως είναι η Κύπρος, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη συστημάτων πυροβολικού αυξημένου βεληνεκούς, που είναι μια από τις κυρίαρχες σημερινές τάσεις στην τεχνολογία του πολέμου.
Μεγάλοι αριθμοί-πολλοί στόχοι
Το πρώτο επίπεδο της ανανεωμένης στρατιωτικής ισχύος της Εθνικής Φρουράς θα μπορούσε να είναι πλέγματα συστημάτων πυροβολικού, ιδιαίτερα πολλαπλών εκτοξευτών ρουκετών, τα οποία θα εξαπολύουν σαρωτικές καταιγίδες πυρών εναντίον στόχων περιοχής, τόσο στατικών, όσο και κινούμενων και θα λειτουργούν ως υποκατάστατα τακτικών πυρηνικών, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια αντίδρασης και άμυνας στις εχθρικές δυνάμεις.
Τα αποτελέσματα αυτών των πληγμάτων μπορεί να είναι τόσο καταστρεπτικά (destructive) όσο και αποδιοργανωτικά (disruptive), αποσκοπώντας όχι μόνο στην άμεση εξόντωση των αντιπάλων αλλά στην εξάλειψη της συνοχής των μονάδων τους. Ένας τρόπος που μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι με τη χρήση μη φονικών πυρομαχικών προσβολής ηλεκτρονικών υποδομών. Ένας άλλος τρόπος που θα μπορούσε να προκαλέσει αποδιοργάνωση στον αντίπαλο θα ήταν η υιοθέτηση ενός “χαοτικού” τρόπου μάχης, που θα δίνει έμφαση στην ταχύτητα, τη ρευστότητα, την ασάφεια και την ταχεία προσαρμογή.
Το δεύτερο επίπεδο μπορεί να αποτελείται από συστήματα κρούσης σημειακής ακριβείας. Μια κατηγορία παρόμοιων όπλων μπορεί να είναι επίσης συστήματα πυροβολικού, ιδιαίτερα αυτοκινούμενα πυροβόλα. Η μεθοδολογία λειτουργίας θα είναι αποκεντρωτική και τα όπλα θα διεσπαρμένα στον χώρο, ώστε τα πυρά προς τον εχθρό να προέρχονται από πολλές διευθύνσεις για να μεγιστοποιούνται τα αποτελέσματα και να περιορίζονται οι δυνατότητες εντοπισμού από ραντάρ αντιπυροβολικού.
Τα αποτελέσματα παρόμοιων συστημάτων μπορούν να συμπληρωθούν με τα επιλεκτικά πυρά πυραύλων σημειακής ακριβείας. Η πιο υποσχόμενη κατηγορία σε αυτόν τον τομέα είναι εξελιγμένοι διάδοχοι βαρέων όπλων πεζικού, που μπορούν να προσβάλουν στόχους σε αποστάσεις δεκάδων χιλιομέτρων. Χαρακτηριστικό όπλο αυτής της κατηγορίας είναι ο ισραηλινός πύραυλος Spike NLOS, που αναμένεται να εισέλθει σύντομα (;) στο ελληνικό οπλοστάσιο.
Ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί
Όλα τα παραπάνω δεν αποσκοπούν στο να αποδείξουν ότι η αντιμετώπιση της τουρκικής πολεμικής μηχανής από την Εθνική Φρουρά είναι μια εύκολη υπόθεση. Σε καμία περίπτωση όμως δεν είναι αδύνατη. Άλλωστε η Ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα όπου ο ισχυρός στα χαρτιά ηττήθηκε στο πεδίο της μάχης, ακόμη και αν η διαφορά ισχύος φάνταζε συντριπτική υπέρ του. Επίσης, δεν επιχειρηματολογούμε υπέρ ενός πολέμου στη Μεγαλόνησο.
Αντιθέτως, κάθε πολεμική αντιπαράθεση είναι απευκταία και ειδικά στην Κύπρο θα ήταν άκρως επικίνδυνη. Όμως, η άκριτη και άλογη πίστη στην τουρκική στρατιωτική παντοδυναμία, υπονομεύει κάθε προσπάθεια στοιχειωδώς λογικής λύσης στο Κυπριακό. Αντιθέτως, αν στο τραπέζι πέσει η ρεαλιστική πιθανότητα νίκης της Εθνικής Φρουράς σε τυχόν πολεμική αντιπαράθεση, τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν.
Ακόμη και οι πιο φανατικοί οπαδοί της “συμβιβαστικής” επίλυσης των προβλημάτων με την Τουρκία, λογικά θα πρέπει να καλοδέχονταν μια ασάφεια αναφορικά με τα πιθανά αποτελέσματα μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης Κύπρου-Τουρκίας, η οποία θα αύξανε πιθανώς τη συμβιβαστική διάθεση της τουρκικής πλευράς. Εκτός και αν αυτό δεν είναι και τόσο επιθυμητό από κάποιους και η πραγματική στόχευση των πιο ακραίων οπαδών του συμβιβασμού είναι η μετατροπή της Κύπρου σε γεωπολιτικό “εξάρτημα” της Τουρκίας.