“Ο καλός στρατιώτης Σβέικ” του Γιάροσλαβ Χάσεκ είναι ένα κλασικό αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και από τα σημαντικότερα αντιπολεμικά έργα όλων των εποχών. Περιγράφει με κωμικοτραγικό τρόπο τις περιπέτειες του βετεράνου Τσέχου Γιόζεφ Σβέικ κατά το πρώτο έτος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου…
Στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο ένας άλλος καλός στρατιώτης ονόματι Got Ristas κτηνίατρος από την Αυστρία έφτανε στον Πολύγυρο της Χαλκιδικής για να γράψει τη δική του αντιπολεμική ιστορία, καθώς από την αρχή σχεδόν της παρουσίας του στον Πολύγυρο άφησε να εννοηθεί ότι δεν ήταν Ναζί και εξέφραζε όπου μπορούσε την αντίθεσή του στο απάνθρωπο καθεστώς της πατρίδας του.
Έμενε με δυο ακόμα στρατιώτες, τον Host και τον Harman στην επιταγμένη αποθήκη του Νικολάκη Τσακνή, την οποία μέχρι τότε ο ιδιοκτήτης της την χρησιμοποιούσε για να αποθηκεύει εμπορεύματα του καταστήματός του, πετρέλαιο, τρόφιμα, είδη παντοπωλείου κλπ. Στη μεγάλη αυτή αποθήκη οι τρεις φίλοι έζησαν για τρία περίπου χρόνια υπό γερμανική πειθαρχία, αλλά με ελληνική ευαισθησία και αγάπη για το συνάνθρωπο, πράγμα που τους έκανε αγαπητούς σ’ όλους τους ανθρώπους της μικρής πόλης που έτυχε να τους γνωρίσουν.
Και οι τρεις ήσαν καλοί και ευγενείς άνθρωποι, ιδιαίτερα όμως ο Got, ο οποίος εκτός των άλλων ήταν πιο κοινωνικός και προσηνής με τους Έλληνες. Είχε αναπτύξει πολύ φιλικές σχέσεις με τους ανθρώπους της γειτονιάς και ιδιαίτερα με τον Νικολάκη Τσακνή, ο οποίος διατηρούσε παντοπωλείο στο ισόγειο του σπιτιού του και γνώριζε καλούτσικα την γερμανική γλώσσα.
Η σχέση που αναπτύχθηκε ήταν ειλικρινής, ανθρώπινη και σωτήρια θα μπορούσαμε να πούμε σε κάποιες περιπτώσεις για τους φτωχούς ανθρώπους της γειτονιάς. Ο Got ρωτούσε και μάθαινε, ποιες οικογένειες έχουν ανάγκη, ποιες έχουν ορφανά παιδιά και μόνος του πήγαινε ότι είχαν στη διάθεσή τους: γκάζι, αλεύρι, κονσέρβες, τροφές για τα ζώα και ό,τι άλλο πρόσφορο. Μ’ αυτό τον τρόπο βοήθησε πολλές φτωχές οικογένειες να επιβιώσουν από την πείνα και την ανέχεια της κατοχής.
Ιδιαίτερα τα παιδιά της γειτονιάς, στο πρόσωπο του Got και των φίλων του βρήκαν τον δικό τους Άγιο Βασίλη με τα δώρα! Ό,τι τους παραχωρούσαν από τις γερμανικές αποθήκες: μαρμελάδες, φυστικοβούτυρο, σοκολάτες, καραμέλες, κ.ά. τα προσέφεραν στα παιδιά της γειτονιάς. Όταν δε έπαιρναν άδεια για την Αυστρία, επέστρεφαν με χίλια δυο καλούδια στις αποσκευές τους και παιχνίδια: μπάλες, πάνινες κούκλες, πού να δεις τέτοια πράγματα εκείνα τα χρόνια. Μέχρι και φυσαρμόνικα έφερε κατά παραγγελία στον γείτονά του ράφτη Πέτρο Ριγάνη Μέχρι κούνια, με τα χοντρά σχοινιά των ζώων, έστησε ο Got στο μεγάλο πλατάνι της μικρής πλατείας για τα παιδιά κι έπαιζε κι αυτός μαζί τους. Μέχρι που ένα βράδυ το σχοινί χάθηκε ως δια μαγείας, μαζί και το παιχνίδι της Μίρτο και της Μπεμπέκο. Άλλες εποχές, άλλες οι προτεραιότητες, καθώς φαίνεται εκείνα τα δύσκολα χρόνια της κατοχής!
Όταν πλησίαζε το τέλος του πολέμου και οι Γερμανοί έφευγαν από τον Πολύγυρο, ο Got δεν τους ακολούθησε. Πήρε τα βουνά και για μικρό χρονικό διάστημα εργάστηκε κοντά σε κάποιον Πολυγυρινό κτηνοτρόφο!