Απόσπασμα από το βιβλίο «Οι Ελληνίδες προς τις Γαλλίδες, αφήγηση της δύστυχης ζωής τους». Βρυξέλες 1827

 


Δεν θα πρέπει να υπάρχει πιο σπαρακτική μαρτυρία, που να περιγράφει τα δεινά που υπέστησαν οι πρόγονοί μας κατά την επανάσταση της Χαλκιδικής του 1821, απ’ αυτή που αφηγήθηκε γηραιά από τον Πολύγυρο Χαλκιδικής και περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Οι Ελληνίδες προς τις Γαλλίδες, αφήγηση της δύστυχης ζωής τους», Βρυξέλες 1827….
“Λίγο προτού σβήσει το καντήλι της ζωής μου, έριξε μια τελευταία λάμψη για να φωτίσει μπροστά στα μάτια μου μια τρομερή σκηνή βαρβαρότητας. Ογδόντα χειμώνες βαραίνουν την ετοιμόρροπη πλάτη μου, χίλιες αναπηρίες εξαντλούν τις παγωμένες μου αισθήσεις, και μπόρεσα, χωρίς ν’ αφήσω να ξεφύγει ούτε ένας αδύναμος και τελευταίος αναστεναγμός, μπόρεσα να φέρω στο νου μου το μαρτύριο μιας αγαπημένης κόρης, τη ντροπή ενός άλλου από τα παιδιά μου και να δω με τα μάτια μου τη σπαρακτική αγωνία τόσων χριστιανών μαρτύρων. Το όπλα των βαρβάρων δεν με έστειλαν στον τάφο, στον τάφο που χίλιες φορές άνοιξε για να με κατασπαράξει. Ω! εσείς που γίνατε μητέρα, αισθάνεστε τις οδύνες μιας καρδιάς εξαντλημένης από τα χρόνια, που έζησε μια ζωή γεμάτη πόνο; Κλάψτε για τα δυστυχισμένα μου παιδιά και λυπηθείτε τη μητέρα τους, ζει, και μεταξύ αυτών για τους οποίους κλαίει, το ένα πρόσωπο δεν υπάρχει πια, το άλλο έχει αμαυρωθεί… Πού είσαι, τρυφερή Έλενα; Πού είναι αυτό το χαριτωμένο χαμόγελό σου, σαν ένα όνειρο αθωότητας, αυτή η όμορφη κόρη με τις χρυσές μπούκλες, αυτά τα ουράνια χαρακτηριστικά, αυτό το αέρινο παράστημα; Θησαυρέ νεότητας και ομορφιάς, τι απέγινες; Αν τουλάχιστον αναπαυόσουν παγωμένη όπως το μάρμαρο του τάφου, μέσα στην καταθλιπτική μοναξιά του!...

Όμως αλοίμονο! Ήσουν η λεία ενός αποκρουστικού τερατώδους αιματοβαμμένου εγκληματία…

Ο πασάς έσπευσε να ξανασοβατίσει τα τείχη και να ασπρίσει τους σαράντα πύργους της Θεσσαλονίκης, για να εκφοβίσει τους χωρικούς, οι οποίοι συγκεντρώνονταν με όπλα στο όρος Χορτιάτη. Ο Αγάς των Γενίτσαρων οργάνωσε τις στρατιές του και είτε για να τους κρατά σε εγρήγορση είτε για να τους συνηθίσει στη θέα του αίματος, διέταξε σφαγές. Υπό το ειδεχθές πρόσχημα ότι οι μη εξεγερμένοι Έλληνες προσεύχονται υπέρ των ξεσηκωμένων ομοεθνών τους, βλέπαμε να δένονται χιλιάδες αθώα θύματα στους πασσάλους και στους στύλους που υψώνονταν στις δημόσιες πλατείες. Μ’ αυτό τον τρόπο χάθηκε ένας μεγάλος αριθμός φίλων μου.

Οι Ισραηλίτες της Θεσσαλονίκης ανταποκρίθηκαν στην παλιά τους φήμη για αγριότητα. Αυτός ο λαός, ο υποτιμημένος από τον προφήτη Μωυσή, στρατολογήθηκε κάτω από τη σημαία του Ισλάμ. Σύντομα εξακόσιοι απ’ αυτούς … σχημάτισαν την αντάξια συνοδεία του σκληρού πασά. Ο αποκρουστικός στρατός του Σουλτάνου κινείται συνεχώς στην ύπαιθρο, ακολουθούμενος από τις ορδές των γενίτσαρων, το κανόνι είναι μπροστά τους, τα μουσουλμανικά τάγματα ξεδιπλώνονται στην εξοχή και οι Έλληνες, υπό την καθοδήγηση του Εμμανουήλ Παπά, έρχονται με θάρρος να τους συναντήσουν. Το κανόνι αρχίζει να βροντά και να κεραυνοβολεί τους Χριστιανούς.

Οι Έλληνες που δεν είχαν κανόνι υποχωρούν αρχικά τρέμοντας από λύσσα. Ατρόμητοι ορμούν με το σπαθί στο χέρι ενάντια σ’ αυτά τα καταχθόνια στόματα που ξερνούν το θάνατο. Όμως οι οβίδες και το μυδράλιο τους θερίζουν, οπισθοχωρούν και το εχθρικό ιππικό, στο οποίο αντιπαραθέτουν μόνο το θάρρος τους, καταλήγει να τους αποτελειώσει.

Καταφθάνουν στη Γαλάτιστα, ακρωτηριασμένοι μετά από τρεις ώρες μάχης, έχοντας εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης γεμάτο νεκρούς και τραυματίες. Οι Έλληνες που επιζούν βλέπουν με φρίκη τους βαρβάρους να διαμελίζουν τους νεκρούς χριστιανούς αδελφούς τους, αλλά κι αυτούς που ανέπνεαν ακόμη και να φτιάχνουν από τα ματωμένα απομεινάρια τους ανατριχιαστικά τρόπαια.

Μετά απ’ αυτή την καταστροφική ημέρα, όλη η περιοχή της Θεσσαλονίκης παραδόθηκε στις ληστείες των Οθωμανών και των Εβραίων. Τα Βασιλικά, ο Πολύγυρος, χωριά που βρίσκονται στην πεδιάδα Crossea λεηλατήθηκαν από τις ορδές που ήταν υπό τις διαταγές του Αχμέτ-Μπέη, οι άντρες σφαγιάστηκαν, οι γυναίκες και τα παιδιά οδηγήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα.

Κατοικούσα στον Πολύγυρο, ήταν ο τόπος όπου είχα γεννηθεί και εκεί διέμεινε και η οικογένειά μου. Εκεί αναπαυόταν και ο σύζυγός μου, που ο Θεός τον ευεργέτησε χαρίζοντάς του τον θάνατο, μια που δεν έζησε για να δει τον βάναυσο θάνατο ενός από τα παιδιά του και την ακόμη περισσότερο αδυσώπητη ατίμωση του άλλου.

Είχα μια κόρη που ήδη ήταν μητέρα. τον σύζυγό της, ο οποίος είχε επιβιβαστεί σ’ ένα πλοίο από Candie, τον κατάπιαν τα κύματα της θάλασσας. Ο θάνατός του σε μια ξένη και μακρινή παραλία, χωρίς ενταφιασμό, ήταν ο πρώτος κρίκος της αλυσίδας των δυστυχιών, που δεν έπαψαν από τότε να πλήττουν την οικογένειά μου.

Ο άτυχος προστάτης της οικογένειάς μας άφησε πίσω του ένα ευαίσθητο παιδί, την κόρη του. Η παρουσία της παρηγορούσε τις δυο χήρες, τη μητέρα της και μένα. η αξιαγάπητη ευγένειά της γινόταν καμιά φορά αφορμή για να ξεχάσουμε τις συμφορές μας. Ήταν σχεδόν 15 χρονών. Θεσπέσια ομορφιά, βλέμμα αστραφτερό και ευαίσθητο, θεϊκή γλυκύτητα, χάρη, ευθυμία, τα πάντα σ’ αυτό το γοητευτικό πλάσμα την έκαναν ξεχωριστή ανάμεσα στις συνομήλικές της. Όταν ο ήχος του σιτάρ συγκέντρωνε τα κορίτσια του Πολυγύρου κάτω από τα σκιώδη πλατάνια, η Έλενα έλαμπε ανάμεσά τους σαν ένας αστραφτερός πλανήτης στον έναστρο ουράνιο θόλο. Ήταν ένα πρωινό λουλούδι στολισμένο με δροσιά και πλούσιο από αρώματα. Αλλοίμονο! Η νύχτα ήρθε, η νύχτα είδε το όνομά της να αμαυρώνεται … και από ποιο χέρι;… Ένας απαίσιος βάρβαρος …

Ω! εσείς που ζητάτε από μένα να σας διηγηθώ αυτή την αδυσώπητη ιστορία, παρακαλώ ανεχθείτε τα δάκρυά μου. Κλαίω για τις δικές μου συμφορές, όταν έχω να μιλήσω για τις συμφορές της πατρίδας μου; Όμως ο πόνος της μάνας μπορεί να εξαφανιστεί μπροστά στο καθήκον;… Έλενα, τρυφερή Έλενα, τρέχεις σαν τρελή να βρεις καταφύγιο στην αγκαλιά μου που τρέμει. Απαίσιοι μανιακοί καταφτάνουν με μάτια που αστράφτουν από λαγνεία. Ο ένας απ’ αυτούς πιο απαίσιος ακόμα. Θεέ και Κύριε! Τι κάνατε τους κεραυνούς σας; Μπορέσατε να φωτίσετε το πιο φρικτό κακούργημα; να ρίχνατε τους κεραυνούς σας προτού να συμβεί πάνω στο τέρας ή στο θύμα! να χτυπούσατε εμένα την ίδια, από οίκτο! Κακόμοιρη Έλενα! Σε σέρνουν και για τελευταία φορά ακούω τη φωνή σου αλλοιωμένη από απελπισία: Έλενα, από τότε δεν σε ξανάδα… Η δυστυχής μητέρα σου δεν υπήρξε μάρτυρας αυτού του εγκλήματος: ένας βάρβαρος την είχε ήδη δέσει με αλυσίδες και την είχε σύρει σ’ ένα καράβι μαζί με άλλες γυναίκες που προορίζονταν για εξωμοσία. Η σειρά μου έφτασε, με έσυραν και μένα στο καραβάνι της κόρης μου. Υποφέροντας από το ατιμωτικό σχοινί που έσφιγγε τα μέλη μας, αλλά υποφέροντας χίλιες φορές περισσότερο βαθιά μέσα μας, ακολουθήσαμε τους βάρβαρους γιους του Μοχάμετ μέχρι τη Θεσσαλονίκη, όπου έκαναν τη θριαμβευτική τους είσοδο περιτριγυρισμένοι από αιματοβαμμένα λάφυρα.

Ωστόσο οι Έλληνες που είχαν καταφέρει να ξεφύγουν από το μακελειό, είχαν οχυρωθεί στη χερσόνησο της Κασσάνδρας. Υπό τις διαταγές του καπετάνιου Διαμαντή και μαζί με 500 Σκυπητάριους, επιτέθηκαν και νίκησαν αρχικά τους Τούρκους, οι οποίοι αποδυναμώνονταν κάθε μέρα από την ασθένεια και την ερήμωση της υπαίθρου. Τα νέα διαδόθηκαν στη Θεσσαλονίκη και αυτό προμήνυε αιματηρά αντίποινα. Χιλιάδες χριστιανοί από την αρχή των διώξεων ρίχτηκαν μέσα στις εκκλησίες που είχαν μεταμορφωθεί σε φυλακές. Κάθε μέρα έβγαζαν έξω μερικούς για να τους υποβάλλουν σε βασανιστήρια μέχρι να ομολογήσουν το μέρος όπου είχαν θάψει τα χρήματά τους και μόλις ο μάρτυρας έκανε την ομολογία, τον σκότωναν. Ο Aboulouboud, (Αμπού Λουμπούτ) αυτός ο σκληρός ο γενίτσαρος που τα είχε καταφέρει, επρόκειτο να διοριστεί πασάς της Μακεδονία. Αυτός ο Τούρκος, ο πιο στυγνός απ’ όλους τους ανθρώπους έβαλε φωτιά και σίδερο στα μοναστήρια του Άθωνα και προχώρησε εναντίον της Νάουσας, της οποίας οι κάτοικοι είχαν τη μοίρα των νικημένων αδελφών τους. Αφού εγκλημάτησε φρικτά με τα όπλα, ο Aboulouboud θέλησε να κάνει αισθητή την είσοδό του στη Θεσσαλονίκη χρησιμοποιώντας μεθόδους δόλιες: θρηνούσε δημόσια για τη δυστυχία της εποχής και έστελνε το ασκέρι του στα σπίτια Ελλήνων για να τους λεηλατήσει και να τους σκοτώσει στη συνέχεια. Είχε φέρει από τη Βέροια πολλούς ομήρους δεμένους δύο-δύο και τους παρέδωσε στα βασανιστήρια. Τριάντα τέσσερις απ’ αυτούς τους δυστυχισμένους αντιστάθηκαν στη δοκιμασία του πυρωμένου σίδερου και του καυτού λαδιού. Αλλά όλη του η βαναυσότητα επρόκειτο να ξεδιπλωθεί εναντίον των γυναικών που ήταν προορισμένες για εξωμοσία. Θα διηγηθώ εδώ τι υπέφερε η κόρη μου. Ναι, θα το διηγηθώ με όλες τις φρικτές λεπτομέρειες για να νοιώσουν όλοι οι άνθρωποι και για πάντα απέχθεια για τους απαίσιους Τούρκους.

Μερικές ημέρες έπειτα από την άφιξή μας στη Θεσσαλονίκη, μας οδηγούν την κόρη μου και μένα, μπροστά στον Aboulouboud: Μόλις μας βλέπει, φωνάζει: “Κόρες του Issa (Ιησού) αρνηθείτε το Χριστό, λατρέψτε τον προφήτη”. Απαντάμε κάνοντας το σταυρό μας και αυτός κοιτώντας μας με αγριότητα, μας παραδίδει στους δήμιους. Σύντομα, σπαρακτικές κραυγές ανακατεμένες με φρικτά νιαουρίσματα φτάνουν μέχρι τ’ αυτιά μας. Μια ευρύχωρη μάντρα εμφανίζεται μπροστά στα μάτια μας. Ω, τι φρικτή έκπληξη! Σάκοι που περιέχουν ζωντανά όντα περιφέρονται πάνω στο λιθόστρωτο. Κάποιος σάκος κλείνει ήδη μέσα του μια γυναίκα κομματιασμένη από δαγκώματα πεινασμένων ποντικιών ή γάτων. Άλλοι σάκοι κουνιούνται, κατοικούνται επίσης, περιμένουν κάποιο θύμα.

Ο Aboulouboud, ακολουθούμενος και από άλλους αξιωματούχους καταφθάνει για να παρευρεθεί στα βασανιστήριά μας και να κάνει τα βάσανά μας ακόμη πιο φρικτά. Το σινιάλο για το μαρτύριό μας δίνεται και για κακή και ψυχρή μου τύχη, οι δήμιοι πιάνουν πρώτα την κόρη μου. Ενάρετε και καρτερικέ άγγελέ μου με τη ψυχή ρημαγμένη από την οδύνη της πρόσφατης απώλειας, δεν άφησες να ξεφύγει κανένα παράπονο, καμιά κραυγή για το δικό σου μαρτύριο. Οι απαίσιοι δήμιοι χλευάζουν. Τη βρίζουν πριν τη σπρώξουν μέσα στο σάκο για να τη καταπιούν τα ζώα. Κι αυτή με τα μάτια υψωμένα προς τον ουρανό, αφήνει την τελευταία της πνοή παραδίδοντας το σώμα της στη λύσσα των τρωκτικών. Δεν ανήκει πια σ’ αυτό τον εγκληματικό κόσμο. Θεέ μου! Έλεος! Είναι τα μόνα λόγια που εκφράζουν τη φρικτή της αγωνία. Και εγώ με τις σπαρακτικές κραυγές μου κάλυπτα τις κραυγές εκατό θυμάτων. Ικέτευα το Θεό και τους βαρβάρους να λυπηθούν την αθώα και τόσο άτυχη κόρη μου. Αλλοίμονο! Εγώ βρέθηκα να έχω κάποιον προστάτη, ενώ τα παιδιά μου μπόρεσαν να έχουν μόνο τους δήμιους… Εγώ, μιας κάποιας ηλικίας, ανάπηρη, χαμένη απ’ την απελπισία, σώθηκα, ενώ το παιδί μου χάθηκε από ένα φονικό βασανιστήριο…

Μεταξύ των Τούρκων που συνόδευαν τον Aboulouboud, βρισκόταν ένας πρώην κατής του Πολυγύρου, στον οποίο ο σύζυγός μου είχε στο παρελθόν κάνει μια σημαντική εξυπηρέτηση. Αυτός ο Τούρκος ήταν άνθρωπος, δεν ξέχασε τον ευεργέτη του. Οι σπαρακτικές κραυγές μου τράβηξαν το βλέμμα του και αναγνώρισε σε μένα τη σύζυγο του ανθρώπου στον οποίο είχε υποχρέωση. Κάνοντας μια γενναιόδωρη κίνηση, προσκυνά μπροστά στον πασά και του ζητά τη ζωή μου. Αυτή η παράκληση δεν μπορούσε να απαξιωθεί από τον φιλόδοξο Aboulouboud, διότι ο Τούρκος κατής ήταν επιστήθιος φίλος του Reiss-Effenti. Ο Τύραννος με κοίταξε μ’ ένα πικρό χαμόγελο κι έκανε σήμα στους αμείλικτους Ισραηλίτες να με απαλλάξουν από το θάνατο, χωρίς εντούτοις να με ελευθερώσουν. Θέλησε αυτό το φρικτό τέρας, λυσσασμένος επειδή δεν μπορούσε να με παραδώσει στο μαρτύριο, να υποβάλλει τη ψυχή μου σε δοκιμασία, υποχρεώνοντάς με να είμαι παρούσα μέχρι το τέλος της μέρας στα φρικτά βασανιστήρια.

Ικανοποιήθηκε… μόλις η κόρη μου άφηνε την τελευταία της πνοή. Εκατό ακόμη άτυχες γυναίκες εξέπνευσαν βασανιζόμενες με τον ίδιο τρόπο. Έκλεινα τα μάτια μου να μην βλέπω πια το τρομακτικό θέαμα. Αλλά δεν μπορούσα να εμποδίσω τον εαυτό μου να ακούει τον κομπασμό των εγκληματιών και τον σπαραγμό των θυμάτων.

Το όνομα κάποιας επιφανούς μάρτυρος που ακούστηκε από τους δήμιους, έκανε τα τρεμουλιαστά βλέφαρά μου να ανοίξουν: Θεέ μου! Ήταν η ενάρετη σύζυγος του γενναίου καπετάνιου Τάσσου και το βασανιστήριο που την περίμενε, ξεπερνούσε ακόμη κι αυτό των υπόλοιπων Ελληνίδων. Ο Aboulouboud, ευτυχής που είχε την ευκαιρία να εκδικηθεί τον θαρραλέο σύζυγό της μέσω αυτής της άτυχης γυναίκας, διέταξε να τοποθετήσουν μπροστά της ένα σάκο γεμάτο φίδια. Ήλπιζε ότι αυτά τα απαίσια ερπετά κατατρώγοντας τα σπλάχνα της θα της προκαλούσαν αβάσταχτους πόνους. Αλλά συνέβη το θαύμα! Αυτή τη φορά ο Θεός έδειξε οίκτο. Οι αμέτρητες οχιές που τη δάγκωσαν, την έριξαν με το δηλητήριό τους σε έναν λήθαργο, εξέπνευσε χωρίς πόνους, παρακαλώντας του Θεό να συγχωρήσει τους δήμιούς της.

Αυτό ήταν το τελευταίο έγκλημα εκείνης της ολέθριας ημέρας. Οι δολοφόνοι ήταν κουρασμένοι από τα αποτρόπαια εγκλήματά τους και οι τύραννοι είχαν βαρεθεί να ακούν τις σπαρακτικές κραυγές. Τότε ήρθε και ο προστάτης μου να με πάρει απ’ αυτόν το φρικτό τόπο. Διέταξε να με οδηγήσουν στη σκηνή του. Εκεί διαπραγματεύτηκε την επιστροφή μου με κάποιους παράγοντες από τους Έλληνες. Φτάνοντας στο στρατόπεδο των αδελφών μου, τους διηγήθηκα τα πάντα και αυτοί απάντησαν με κραυγές τρόμου και εκδίκησης. Από τότε εξιστόρησα τις συμφορές μου σε όλους όσους θέλησαν να τις ακούσουν και σήμερα ξαπλωμένη στο κρεβάτι, στη δύση της ζωής μου, μαζεύω τις τελευταίες μου δυνάμεις για να χαράξω αυτό το γραπτό που θα διαβαστεί στην Ευρώπη και αν λυπάμαι για κάτι είναι που δεν θα μπορώ να εξιστορώ η ίδια όσα έζησα στους αιώνες των αιώνων.”

*Δημοσιεύθηκε ολόκληρη στο 76ο / 2015 τεύχος του περιοδικού “Πολύγυρος” και αποσπασματικά στην έκδοση “Πολύγυρος, ο τόπος και οι άνθρωποι”, σε μετάφραση Ευαγγελίας Ασβεστά. Αποσπάσματα δημοσίευσε πρώτος ο Στ. Κότσιανος στο 82o/1973 τεύχος της “Μακεδονικής ζωής”. Το βιβλίο βρήκε στο διαδίκτυο ο συνεργάτης του “Π” Νίκος Παπαοικονόμου.

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας εδώ

Νεότερη Παλαιότερη