Γιατί το υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας ενδιαφέρεται για τη διδασκαλία της Ιστορίας στην ελληνική εκπαίδευση;



Του Γιώργου Μαργαρίτη 

Καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ

Το ενδιαφέρον του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών για τη – στη βάση ειδικών προγραμμάτων – διδασκαλία της Ιστορίας της περιόδου της γερμανικής Κατοχής στα ελληνικά σχολεία είναι ασυνήθιστη κίνηση στα διπλωματικά ήθη και έθιμα. Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε εάν...

συνέβη τίποτε αντίστοιχο σε συγγενικές περιπτώσεις. Εάν δηλαδή το γαλλικό, λόγου χάρη, υπουργείο Εξωτερικών εκδήλωσε ποτέ ενδιαφέρον για τη διδασκαλία της Ιστορίας της γαλλικής αποικιοκρατίας στα σχολεία της Αλγερίας ή του Βιετνάμ. Δεδομένου ότι στα κράτη που δημιουργήθηκαν στο τέλος της αποικιοκρατίας ο απελευθερωτικός αγώνας ενάντια στους ξένους δυνάστες είναι ιδρυτική παράδοση της εθνικής τους υπόστασης, τυχόν ανάμειξη του χθεσινού δυνάστη στη διαχείριση της Ιστορίας θα ήταν τουλάχιστον ενοχλητική. 

Με τη Γερμανία τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η γερμανική, λόγου χάρη, αποικιοκρατική παρουσία στη Ναμίμπια δεν έφερε τίποτε το καλό για τους κατοίκους της μικρής αυτής χώρας. Οι κάτοικοί της, η φυλή των Χερρέρος, εξοντώθηκαν μεθοδικά και «επιστημονικά», τα δε κρανία τους κοσμούν ώς σήμερα τα ανθρωπολογικά μουσεία της Γερμανίας. Ως «αρνητές» του πολιτισμού οι «άγριοι» αυτοί έπρεπε να μελετηθούν από την επιστήμη. Ώς εδώ τίποτε δεν ξεχωρίζει τους Γερμανούς από Γάλλους, Βρετανούς, Ολλανδούς ή Βέλγους αποικιοκράτες. 

Στη διαχείριση της πικρής αυτής ιστορίας – ή «μνήμης», όπως οι οπαδοί του σύγχρονου αγνωστικισμού θα προτιμούσαν να την ονομάζουν – οι διαφορές είναι εμφανείς. Σε αντίθεση με τον παρονομαστή του «ας το ξεχάσουμε» που πριμοδοτούν Βρετανοί, Γάλλοι και λοιποί, οι Γερμανοί επιμένουν σε μια πιο ενεργή «διαχείριση». Ένα μεγάλο μέρος των «δωρεών», «ενισχύσεων», «παρεμβάσεων» που επιδαψιλεύει η γερμανική κυβέρνηση στην αντίστοιχη της Ναμίμπια, αφορά την εκπαίδευση. Σχολεία και πανεπιστήμια με γερμανική αρχιτεκτονική, γερμανική οργάνωση και ενίοτε γερμανικά ονόματα κοσμούσαν το Windhoek και μόρφωναν την άρχουσα τάξη της χώρας, τουλάχιστον πριν να εμφανιστούν οι νέοι ανταγωνιστές: σήμερα το λαμπρότερο κτήριο της πόλης είναι η κινεζική πρεσβεία και τα λύκεια φέρουν νέα ονόματα, όπως «Μάο Τσε Τουγκ»! Το αντάλλαγμα ήταν να ξεχαστούν οι Χερρέρος. 

Η Ελλάδα δεν είναι Ναμίμπια. Το μόνο κοινό που τη συνδέει με την όμορφη χώρα της Αφρικής είναι ότι σε διαφορετικές εποχές και κάτω από διαφορετικές περιστάσεις γνώρισαν την άσχημη πλευρά του κατά τα άλλα λαμπρού γερμανικού πολιτισμού. Η γνωριμία αυτή προκάλεσε ένα «τραύμα» – όπως ορίζεται στην τρέχουσα μετεπιστημονική διάλεκτο – μεταξύ των χωρών και των λαών τους. Αυτό το «τραύμα» επιχειρεί να θεραπεύσει η Γερμανία διαμέσου της εκπαίδευσης των μελλοντικών γενεών κυρίως.

Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί ως προς τους στόχους που εξυπηρετεί σήμερα η θεραπεία ενός «τραύματος» που δημιουργήθηκε πολύ καιρό πριν και που ανήκει πλέον στην Ιστορία. Η απάντηση είναι απλή και οπωσδήποτε πολιτική. Η Γερμανία είναι πλέον κυρίαρχη δύναμη στην Ευρώπη και διεκδικεί, από αυτήν της τη θέση, κεντρικό ρόλο στο παγκόσμιο σύστημα δυνάμεων. Σε αυτήν της την πρόθεση βρίσκει εμπόδιο μερικά βάρη από το ιστορικό της παρελθόν. Το πρώτο βαρύ στίγμα, ελαφρώς άδικο για τη Γερμανία, θεσμοθετήθηκε στη Συνθήκη των Βερσαλλιών, στο τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι νικητές υποχρέωσαν τη Γερμανία να αποδεχθεί την ηθική και πολιτική ευθύνη για τον παγκόσμιο πόλεμο ως νομική βάση για την πληρωμή του κόστους του πολέμου με τη μορφή πολεμικών επανορθώσεων στους μεγάλους νικητές. Το δεύτερο βαρύτερο και απόλυτα δίκαιο στίγμα ήρθε με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όταν η ναζιστική ηγεσία της χώρας διέπραξε κάθε είδους έγκλημα και κάθε μορφής αγριότητα στα κατεχόμενα από τον στρατό της κράτη και τη Σοβιετική Ένωση. Φυσικά στην περίπτωση αυτή δεν υπήρξαν επίσημα «πολεμικές αποζημιώσεις» καθότι, εάν θεσμοθετούνταν, τη μερίδα του λέοντα θα έπαιρνε η Σοβιετική Ένωση. Στη Δύση δεν το επιθυμούσαν αυτό. 

Υπήρχαν όμως διάφορες «ποινές» για τη Γερμανία, πολλές από τις οποίες βαραίνουν τη χώρα αυτή ώς σήμερα. Δεδομένου ότι ο ΟΗΕ, λόγου χάρη, γεννήθηκε ουσιαστικά ως μετεξέλιξη της μεγάλης αντιφασιστικής συμμαχίας του τελευταίου πολέμου, η Γερμανία πάντοτε βρισκόταν στο περιθώριο των κεντρικών οργάνων αυτού του παγκόσμιου οργανισμού. Δεν είχε δικαίωμα στη θέση μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας λόγου χάρη και φυσικά δεν είχε το πολύτιμο δικαίωμα στο βέτο. Αυτήν την ενοχλητική κατάσταση η σημερινή Γερμανία προσπαθεί να την ανατρέψει.

Η επιτυχία του σχεδίου αυτού περνά μέσα από την απόλυτη αναθεώρηση της ιστορίας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Στο πολύτομο έργο «Η Γερμανία και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος» που χρηματοδοτεί η γερμανική κυβέρνηση μαθαίνουμε, μεταξύ πολλών άλλων, ότι τον τρομερό αυτό πόλεμο τον ξεκίνησε η Σοβιετική Ένωση, όχι η Γερμανία. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Οι χώρες και οι λαοί οι οποίοι υπέστησαν τα δεινά της γερμανικής κατοχής πρέπει να «συμφιλιωθούν» με τη σκοτεινή αυτή σελίδα της ιστορίας τους, δηλαδή να την ξεχάσουν. Ειδικά για την Ελλάδα που, τα τελευταία χρόνια, έχει κάνει δύο ρηματικές διακοινώσεις στη γερμανική αντίστοιχη για το θέμα των «αποζημιώσεων» και έχει διεκδικήσει μέσα από Προέδρους της Δημοκρατίας τα οφειλόμενα, το σχέδιο «λήθη και αναθεώρηση» έχει καταστεί επείγον.
Ιδού λοιπόν γιατί το υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας ενδιαφέρεται για τη διδασκαλία της Ιστορίας στην ελληνική εκπαίδευση. Για να την αλλάξει.

"Το ποντίκι"


 

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας εδώ

Νεότερη Παλαιότερη