Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος
Η περίοδος της Κατοχής, ήταν μια σκοτεινή εποχή από κάθε άποψη.
Θάνατος, φτώχεια, πείνα, φόβος!
Οι Έλληνες στην συντριπτική τους πλειοψηφία, υπέφεραν τα πάνδεινα με διώξεις, ταπεινώσεις, φυλακίσεις, εκτελέσεις, χωρίς ωστόσο να καταρρεύσει το φρόνημα τους, που το απέδειξαν με τους αγώνες τους για ελευθερία…
Μέσα σε αυτές τις άγριες συνθήκες, μέσα από τα βογκητά των ανθρώπων που ψυχορραγούσαν στα πεζοδρόμια ξεπήδησαν οι «νεόπλουτοι».
Μια νέα τάξη πλουσίων, αδίστακτη και χωρίς ενδοιασμούς, η οποία αδιαφόρησε για τη δυστυχία του λαού, συνεργάστηκε οικονομικά με τους κατακτητές και συγκέντρωσε τεράστιο πλούτο και δύναμη.
Την ώρα που δυστυχισμένοι έψαχναν στα σκουπίδια για λίγη τροφή, την ώρα που παιδιά πέθαιναν στους δρόμους, αυτοί κατασπαταλούσαν επιδεικτικά τεράστια ποσά σε θεάματα, ακροάματα και είδη πολυτελείας.
Το ζήτημα του οικονομικού δωσιλογισμού δεν είναι μόνο ηθικό αλλά κυρίως οικονομικό και πολιτικό.
Ο στόχος της γερμανικής οικονομικής πολιτικής στην κατεχόμενη Ευρώπη ήταν η μέγιστη απόσπαση, οικειοποίηση και χρησιμοποίηση των στρατηγικών πόρων κάθε χώρας (πρώτες ύλες, παραγωγικές δομές, εργοστάσια κ.λπ.) και ταυτόχρονα εκμετάλλευση μέχρι θανάτου της ανθρώπινης εργατικής, παραγωγικής ικανότητας.
Γι αυτή την σκοτεινή και άγρια εποχή, θα αντλήσουμε στοιχεία από μια εξαιρετική, αποκαλυπτική και εμπεριστατωμένη ερεύνα του Παναγιώτη Δ. Σαμίου που αναρτήθηκε στο blogspot istorika-ntokoumenta και καταγράφει πρόσωπα, γεγονότα και συγκεκριμένες δράσεις και καταστάσεις της κατοχής.
ΟΙ «ΝΕΟΠΛΟΥΤΟΙ» ΣΕ ΑΡΙΘΜΟΥΣ
Στα πρακτικά της 2ης συνεδρίασης της μεταπολεμικής Επιτροπής Δωσίλογων (26/2/1945) του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΕΒΕΑ) αναφέρεται ότι τα συνεργασθέντα πρόσωπα μόνο σε Αθήνα και Πειραιά ήταν περίπου 2.500, ενώ στην Τράπεζα της Ελλάδος εμφανίζονται περίπου 8.000 «πληρωθέντες ως συναλλαγέντες μετά του εχθρού».
Συνολικά στη διάρκεια της Κατοχής δημιουργήθηκαν 6.500 νέες ελληνικές επιχειρήσεις και εταιρείες.
Επομένως ο οικονομικός δωσιλογισμός ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής που εφάρμοσαν οι ναζί στις κατακτημένες χώρες της Ευρώπης.
Στις δίκες των δωσίλογων ανώτατοι υπάλληλοι του υπουργείου Οικονομικών κατέθεσαν ως μάρτυρες:
“Μετά το ταξείδιον του Γ. εις Βερολίνον και Ρώμην (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 42) ήλθον εις την Ελλάδα τα εταιρικά εκτρώματα της “Ντεγκρίκες” και “Σάτιγκ” τα οποία καταληστεύουν την χώραν…» (Αρ. Πέππας, γενικός διευθυντής φορολογίας του υπουργείου Οικονομικών),
«Δεν έχει εξακριβωθεί ακόμη εις τι ποσόν φθάνει η ζημία της Εθνικής μας Οικονομίας από
την δράσιν των εταιρειών αυτών» (Εμ. Δαλαμάγκας, διευθυντής του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους).
Όπως γράφει ο καθηγητής Μιχάλης Ψαλιδόπουλος: «…Πολλοί πίστευαν ότι λόγω της συμπάθειας των εθνικοσοσιαλιστών προς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, η συμπεριφορά τους ως κατακτητών στην Ελλάδα θα διαφοροποιήτο προς το ευνοϊκότερο, απ’ ότι σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Η πραγματικότητα ήταν διαφορετική, διαψεύδοντας επίσης και όσους πίστευαν ότι η Ελλάδα, ως φτωχή σε πρώτες ύλες χώρα, δεν θα ενδιέφερε οικονομικά τον γερμανικό ιμπεριαλισμό.
Στο παγκοσμίου κύρους ινστιτούτο Διεθνούς Οικονομίας στο Κίελο εκπονήθηκε πριν και μετά την επίθεση κατά της Ελλάδας έξι μελέτες που αφορούσαν την οικονομία του τόπου: 1. Η βιομηχανία τροφίμων στην Ελλάδα. 2. Η ναυπηγική βιομηχανία της Ελλάδας. 3. Η ελληνική κλωστοϋφαντουργία. 4. Η βιομηχανία καουτσούκ στην Ελλάδα. 5. Η ελληνική σιδηροβιομηχανία. 6. Τα ελληνικά μεταλλεύματα.
Οι μελέτες αυτές που απεστάλησαν στις δυνάμεις κατοχής αποτελούν απόδειξη του συστηματικού τρόπου με τον οποίον επιδιώχθηκε η ολοκληρωτική υποταγή της υπόδουλης Ελλάδας στις επιδιώξεις των κατακτητών.
Σε γενικές γραμμές αυτοί ήταν οι βασικοί τομείς που έστρεψαν την προσοχή τους οι Γερμανοί με την κατοχή της Ελλάδας και οι βασικές πηγές πλούτου και για τους «πλουτίσαντες κατά την κατοχή».
Οι Γερμανοί κατέλαβαν τον Απρίλιο του 1941 την Αθήνα, αλλά επέτρεψαν στους Ιταλούς να εισέλθουν στην Αθήνα και την Αττική μόλις στα τέλη Ιουνίου 1941. Μέσα σε δύο μήνες, με συνοπτικές διαδικασίες, όχι μόνο είχε κατασχεθεί και σταλεί στη Γερμανία ότι είχε βρεθεί αποθηκευμένο, αλλά -το κυριότερο- οι ελληνικές βιομηχανικές επιχειρήσεις και τα ορυχεία που είχαν ενδιαφέρον για την πολεμική οικονομία της Γερμανία: αγοράστηκαν, νοικιάστηκαν ή δεσμεύτηκαν να προμηθεύουν τη γερμανική αγορά με πολύτιμα ορυκτά (πυρίτη, σιδηρομετάλλευμα, χρώμιο, νικέλιο, μαγγάνιο, γρανίτη), σε όσες ποσότητες κι αν παράγονταν.
Με διάφορες νομότυπες μεθόδους (δήμευση, ενοικίαση, αγορά από γερμανικές εταιρείες των μετοχών κ. λ π.) οι γερμανικές εταιρείες υπέγραφαν συμφωνίες μακράς διάρκειας (συνήθως 25 ετών) με τις ελληνικές βιομηχανίες.
Η αποδοχή τέτοιων συμβολαίων εγγυόταν τη διανομή υλικών και καυσίμων και σε ορισμένες περιπτώσεις τεράστια κέρδη.
Με αυτό τον τρόπο οι Γερμανοί εξασφάλισαν τον έλεγχο των περισσότερων ορυχείων και βιομηχανιών, όπως η Λοκρίς Νικέλιον, οι Βωξίτες Δελφών, Βωξίτες Παρνασσού, το Πυριτιδοποιείο του Πρόδρομου Μποδοσάκη-Αθανασιάδη.
Μακρας διάρκειας συμφωνίες υπογράφηκαν επίσης μεταξύ της Krupp και 26 ελληνικών εταιρειών – π.χ. το Ράιχ εξασφάλισε ετήσιες αποδόσεις 616.300 τόνων πολύτιμων μετάλλων υπολογιζόμενης αξίας 13.000.000 ράιχσμαρκ.
Η Βέρμαχτ έπαιρνε ημερησίως 2.800.000 τσιγάρα από τις έντεκα μεγαλύτερες ελληνικές καπνοβιομηχανίες.
Οι βιομηχανίες που συνεργάστηκαν με τις κατοχικές αρχές δούλευαν τόσο καλά ώστε σε αρκετές περιπτώσεις είχαν πλήρη απόδοση, όπως σε περίοδο ειρήνης. Μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις οι βιομήχανοι πετύχαιναν βελτίωση των υποδομών και των εξοπλισμών των εργοστασίων τους και αύξηση της παραγωγής τους.
Τα παραδείγματα είναι αρκετά: οι μεγάλες καπνοβιομηχανίες που προμήθευαν τσιγάρα στον γερμανικό στρατό λειτούργησαν έως τα τέλη της Κατοχής με σχεδόν πλήρη απόδοση.
Η κλωστοϋφαντουργία, η οποία προμήθευε στους κατακτητές ρουχισμό, στολές, κλινοσκεπάσματα κ.ά„ πήγαινε τόσο καλά με τις παραγγελίες ώστε 20 μεγάλοι εργοστασιάρχες ζήτησαν ανταλλακτικά και μηχανήματα από τη Γερμανία για τη βελτίωση του μηχανολογικού εξοπλισμού.
Επίσης μεγάλη εταιρία χαρτιού, ζήτησε και πέτυχε την απαλλοτρίωση των γειτονικών οικοπέδων για την επέκταση του εργοστασίου.
Βέβαια όσοι βιομήχανοι δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα και να συνεργαστούν με τους κατακτητές οδηγήθηκαν μοιραία στην εκπτώχευση.
ΤΟ ΚΥΚΛΩΜΑ ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
Τα στρατεύματα των κατακτητών που στάθμευαν στην Ελλάδα έπρεπε να τραφούν και να έχουν όλες εκείνες τις υπηρεσίες που χρειάζεται ένας ξένος στρατός σε μια χώρα.
Χρειάζονταν δηλαδή τρόφιμα, οικήματα, ρούχα, σκεπάσματα, στρατόπεδα, ψυχαγωγία και διασκέδαση εργαλεία, καύσιμα κ.λπ. Για να εξυπηρετηθούν αυτές: ανάγκες δομήθηκε ένα ολόκληρο σύστημα εμπορίου-τροφοδοσίας το οποίο περιλάμβανε την ανεύρεση και προμήθεια τροφίμων και έφτανε μέχρι τη λειτουργία χαρτοπαικτικών λεσχών και οίκων ανοχής.
Το σύστημα λειτουργούσε ως εξής: οι Έλληνες έμποροι και οι προμηθευτές έβρισκαν τα προϊόντα, τα αγόραζαν -συνήθως στη μαύρη αγορά σε υψηλές τιμές- και πήγαιναν τα τιμολόγια (κατά κανόνα υπερτιμολογημένα) στην επιμελητεία των αρχών κατοχής.
Αυτή τα θεωρούσε και τα υπέγραφε.
Ύστερα οι έμποροι τα προσκόμιζαν στην Τράπεζα της Ελλάδος και αυτή ήταν υποχρεωμένη να τα εξοφλήσει από τον λογαριασμό των εξόδων κατοχής. Φυσικά με αυτό τον τρόπο oι έμποροι αποκόμιζαν τεράστια κέρδη.
Εννοείται ότι πολλοί επιχειρηματίες και προμηθευτές με υπόγειες διαδρομές, ενώνονταν με το κύκλωμα της μαύρης αγοράς.
Με τη στήριξη, την ανοχή και τη συνεργασία των κατοχικών δυνάμεων προϊόντα μεταφέρονταν, αποθηκεύονταν (για να ανέβουν οι τιμές τους) και ύστερα πωλούνταν σε υψηλές τιμές.
Το κύκλωμα σταδιακά μέσω των επαφών που είχε με τις δωσίλογες κυβερνήσεις πήρε στα χέρια του και τη διανομή ενός τμήματος της διεθνούς βοήθειας.
Ο Ερυθρός Σταυρός αναγκαστικά συνεργαζόταν με τις υπηρεσίες της δωσίλογης κυβέρνησης.
Πρόθυμοι χονδρέμποροι και επιχειρηματίες αναλάμβαναν από την κυβέρνηση τη διακίνηση των τροφίμων. Αυτοί κερδοσκοπούσαν, προωθώντας προς τη μαύρη αγορά ένα σημαντικό μέρος της βοήθειας το οποίο είχε κλαπεί.
ΔΗΜΟΣΙΑ «ΕΡΓΑ»
Ο πόλεμος δημιούργησε μεγάλα προβλήματα στο ήδη ανεπαρκές προπολεμικά οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο της Ελλάδας.
Δρόμοι καταστράφηκαν, γέφυρες ανατινάχτηκαν, δημόσια κτίρια και εγκαταστάσεις κατέρρευσαν κ,λπ.
Επίσης βομβαρδίστηκαν λιμάνια και αεροδρόμια. Με την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων οι υποδομές που είχαν πληγεί έπρεπε να αποκατασταθούν.
Οι Γερμανοί σχεδίασαν ένα φιλόδοξο μεγάλο σχέδιο δημιουργίας υποδομών για την εξυπηρέτηση και διευκόλυνση των στρατευμάτων τους.
Ανακατασκευή και επέκταση αεροδρομίων και λιμανιών, κατασκευή ναυστάθμου, κτίσιμο νέων στρατοπέδων και φυλακών, γέφυρες, νέοι δρόμοι, αποθήκες και διάφορα στρατιωτικά οικήματα, δημόσια κτίρια, πολυβολεία και οχυρωματικά έργα στα νησιά και στις ακτές τις νότιας Ελλάδας.
Η Κατοχή υπήρξε για τους εργολάβους, τους πολιτικούς μηχανικούς και τις κατασκευαστικές εταιρείες κυριολεκτικά «χρυσή εποχή».
Η γερμανική προπαγάνδα υποστήριζε ότι τα έργα γίνονταν για την «ανοικοδόμηση της Ελλάδας».
Στην πραγματικότητα τα έργα δεν είχαν καμία σχέση με τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας και των Ελλήνων. Απλώς εξυπηρετούσαν τους κατακτητές. Σε επίσημα γερμανικά έγγραφα αναγνωρίζεται ότι τα έργα αυτά ωφελούσαν:
Τα έργα δίνονταν με ανάθεση από τις δωσίλογες κυβερνήσεις κατ’ απαίτησιν των κατακτητών.
Γνωστοί προπολεμικά εργολήπτες και πολιτικοί μηχανικοί με υψηλές γνωριμίες και διασυνδέσεις με κρατικούς υπαλλήλους έσπευδαν «να έρθουν σε επαφή» καταλλήλως με αρμόδιους Γερμανούς και Ιταλούς αξιωματικούς προκειμένου να παίρνουν τις αναθέσεις.
Η Τράπεζα της Ελλάδος πλήρωνε τα χρήματα που χρειάζονταν από τον λογαριασμό των εξόδων κατοχής.
Οι κατασκευαστές αυτών των «δημόσιων έργων» κέρδιζαν από τις υπερτιμολογήσεις και από την ιδιοποίηση υλικών (καύσιμα μηχανημάτων, τσιμέντο, τρόφιμα των εργατών κ.ά.) και την πώλησή τους στη μαύρη αγορά.
Οι πολιτικοί μηχανικοί που είχαν αναλάβει την εκτέλεση τεχνικών και οχυρωματικών έργων από τις αρχές της Κατοχής μέχρι την άνοιξη του 1944 κέρδισαν κυριολεκτικά τεράστια ποσά.
Με τη λήξη του πολέμου και του εμφυλίου, το σκοτεινό παρελθόν της Κατοχής έπρεπε να ξεχαστεί.
Η Ελλάδα ξεκινούσε μια νέα προσπάθεια «ανάπτυξης, εκβιομηχάνισης και προόδου». Οι «νεόπλουτοι» με την οικονομική ισχύ που απέκτησαν μέσα στις στάχτες της Κατοχής διεκδικούσαν μερίδιο και ρόλο.
Όπως τα στελέχη του κοινωνικού δωσιλογισμού αφομοιώθηκαν και ενσωματώθηκαν σχετικά γρήγορα από το μετεμφυλιακό κράτος, περίπου με τον ίδιο τρόπο οι οικονομικοί δωσίλογοι αφομοιώθηκαν στην οικονομική ζωή του τόπου.
Πηγή
Παναγιώτης Δ. Σαμίου.