Του Γιώργου Κοντογιώργη
Ο δεσποτικός χαρακτήρας του κοινοβουλευτισμού
Ο πολίτης στο κράτος-σύστημα παραμένει κυριολεκτικά υπήκοός του, δεν είναι εταίρος της Πολιτείας. Συνάγεται δηλαδή ότι ο άνθρωπος της νεοτερικότητας απελευθερώθηκε μεν από τα δεσμά της φεουδαρχίας, σε ό,τι αφορά στην ατομικότητά του, όμως το κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό σύστημα διατήρησε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του δεσποτικού καθεστώτος.
Παραμένει, δηλαδή, υποκείμενο ιδιοκτησίας. Πράγμα που σημαίνει ότι ο αποκλεισμός των μελών της κοινωνίας από την ιδιοκτησία του συστήματος, δεν καθιστά το άτομο ελεύθερο στο κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό πεδίο. Η σύμβαση, που προϋποθέτει την εξάρτηση, υποκρύπτει την εκχώρηση ελευθερίας. Απλώς δεν είναι αναγκαστική, αφού εγγράφεται στο αξιακό σύστημα της εποχής μας.
Κατά τούτο ανάγεται στη νομιμοποίηση του καθεστώτος ανελευθερίας, ορίζει ένα είδος εθελοδουλίας. Το γεγονός αυτό, έχει και άλλες προεκτάσεις, όπως η έμφαση στην έννοια του “δικαιώματος”. Και μάλιστα στον ισχυρισμό ότι τα “δικαιώματα” απειλούνται από την πλειονότητα της κοινωνίας. Ισχυρισμός που συνομολογεί ότι ο διακινητής του αξιώματος αυτού αντιτείνει το δικαίωμα των ολίγων στην ελευθερία του όλου, δηλαδή της κοινωνίας.
Το επιχείρημα ότι με τον τρόπο αυτόν προστατεύεται η μειονότητα είναι απολύτως σαθρό. Η πολιτική ελευθερία ορίζεται δυνάμει όχι με βάση την αρχή της πλειοψηφίας, η οποία απαντάται σε κάθε πολίτευμα, αλλά από την αρχή της ενσάρκωσης της Πολιτείας (μέρους ή όλου της) από την κοινωνία των πολιτών.
Η σημερινή μοναρχευόμενη ολιγαρχία
Το πολιτικό σύστημα της νεοτερικότητας, στο οποίο προσχώρησε εξαρχής και στο οποίο εμμένει η Αριστερά, ορίζει το αρχετυπικό είδος της εκλόγιμης μοναρχίας. Δηλαδή, μιας αυστηρά εξουσιαστικής και κατά τούτο ανθρωποκεντρικά πρώιμης μορφής μοναρχευομένης ολιγαρχίας. Το σύστημα αυτό, στην εποχή της μετάβασης από τη δεσποτεία στον πρώιμο ανθρωποκεντρισμό, υπήρξε για τις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες εμφανώς προοδευτικό.
Προέκρινε την απόρριψη της ιδιοκτησιακής αντίληψης του κράτους (η έννοια της μοναρχικής απολυταρχίας / κρατικής δεσποτείας) υπέρ ενός κράτους που συγκροτούσε αυτό καθεαυτό μια νομική κατασκευή, ένα νομικό πρόσωπο, του οποίου το πολιτικό προσωπικό έμελλε να απολαμβάνει τη λαϊκή νομιμοποίηση. Εντούτοις, η δομή και η λογική του κράτους αυτού, δηλαδή η σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, δεν άλλαξε. Το κράτος και συγκεκριμένα οι φορείς του συνέχισαν να κατακρατούν δίκην ιδιοκτησίας το σύνολο της εξουσίας που διέθετε προηγουμένως ο απόλυτος άρχων.
Στο πλαίσιο αυτό, το κράτος ορίζει την επικράτεια της κοινωνικής συλλογικότητας. Ενσαρκώνει, όμως, συγχρόνως το πολιτικό σύστημα, μεγάλο μέρος της οικονομικής ιδιοκτησίας, τη Διοίκηση, τη Δικαιοσύνη, τον στρατό, την αστυνομία, όλα όσα προσήκουν στη συγκρότηση και στη λειτουργία της κοινωνίας. Η κοινωνία, από την πλευρά της, εκλαμβάνεται ως το άθροισμα των ατόμων ιδιωτών ή υπηκόων που ανήκουν θεσμικά στο κράτος. Εξ ου και δεν διαθέτει ιδίαν βούληση.
Ο κοινοβουλευτισμός συνεχιστής του παλαιού καθεστώς
Τη βούλησή της κοινωνίας, τι θέλει και τι όχι, τι την συμφέρει και τι όχι, το αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό ο ηγέτης. Το σύστημα αυτό εναποθέτει εντέλει τη διαμόρφωση των πολιτικών της χώρας στους συσχετισμούς δύναμης που διαμορφώνονται στο περιβάλλον της κοινωνίας, συχνά από τους φορείς της (οικονομικής) ιδιοκτησίας, δηλαδή εξωθεσμικά, όχι στο πλαίσιο της ίδιας της Πολιτείας.
Θα λέγαμε ότι ο κοινοβουλευτισμός αναπαράγει σήμερα με τόση ακρίβεια τον αρχέτυπο του παλιού καθεστώτος, ώστε να θεωρεί ως αυτονόητη την τοποθέτηση της πολιτικής τάξης υπεράνω του νόμου, δηλαδή την εξαίρεσή της από την έννομη τάξη (από το λεγόμενο κράτος δικαίου), τον μη ανακλητό της χαρακτήρα, την εναντίωσή της στην κοινωνική βούληση και προφανώς την οποιαδήποτε σκέψη να ελέγχεται και να αποδίδει λογαριασμό των πεπραγμένων της.
Το εξόχως μοναρχικό αυτό πολιτικό σύστημα, θα αποκληθεί από τη νεοτερικότητα ως αναντιλέκτως δημοκρατικό, με συνέπεια η εναντίωση σ’ αυτό να χαρακτηρίζεται συλλήβδην ως υπόλογη προσήνειας προς το αυταρχικό καθεστώς.