Ο Γεώργιος Κοντογιώργης είναι Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και πρώην πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου
Είναι, θα έλεγα για να προϊδεάσω, επιεικής ο τίτλος της ανακοίνωσής μου. Επιεικής διότι δεν είναι στα “αζήτητα” του νεοελληνικού κράτους, είναι, δεδηλωμένος “εχθρός” ο ελληνισμός και η ελληνική κοινωνία. Υπάρχει μια άρνηση οργανικής σχέσης μεταξύ του νεοελληνικού κράτους και μεταξύ του ελληνισμού ή της ελληνικής κοινωνίας.
Υπάρχει ξέρετε μια, αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. την οποία πρέπει να εξηγήσουμε για να αντιληφθούμε τι συνέβη σ΄αυτή την ιστορική διαδρομή. Ιστορική διαδρομή που αναγγέλλει μια τρομακτικής σημασίας -χωρίς προηγούμενο- συρρίκνωση του ελληνισμού σε όλα τα επίπεδα -δημογραφική, οικονομική, πολιτισμική, τα πάντα- που συμπίπτει με μια πορεία ενός αιώνα, από την Επανάσταση έως το 1922, -ακριβώς έναν αιώνα- και που, έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ξέρετε.
Για να μπορέσουμε να εξηγήσουμε τι συνέβη, πρέπει να γνωρίζουμε τι ήταν, τι φιλοδοξία είχε ο Ελληνισμός πριν από την Επανάσταση, και πού κατέληξε. Είναι ζωντανή παρούσα ιστορία. Δεν είναι παρελθόν αυτό που θα σας πω. Το ζούμε!
Ο Ελληνισμός λοιπόν, μέχρι, σχεδόν στο τέλος του 19ου αιώνα, -κι όχι μέχρι απλός την Επανάσταση-, κυριαρχούσε σε πολλά επίπεδα, σε τρεις ουσιαστικά αυτοκρατορίες. Αυτό είναι ομολογημένο απ΄την ιστορική έρευνα. Την Οθωμανική, την Ρωσική και την Αυστροουγγρική. Θα σας αναφέρω μόνο τα εξής παραδείγματα:
Πρώτον, στη Αυστροουγγαρία που η επιρροή ήταν μικρότερη, στις 114 μεγαλύτερες επιχειρήσεις -τραπεζικές, εισαγωγικές και λοιπά- οι 103 ήταν ελληνικές. Είναι καταγεγραμμένο.
Έχουμε δύο μαρτυρίες, που έχουν πολύ μεγάλη σημασία γιατί εξηγούν και την φύση του Ανατολικού ζητήματος, όπως λέγεται. Η μία είναι, ενός Γάλλου πρόξενου στη Λεμεσό. Γράφει στη κυβέρνησή του -1870 και κάτι- ότι είναι επείγον την Οθωμανική αυτοκρατορία να τη χωρίσουμε σε πολλά μικρά κρατίδια, γιατί, διαφορετικά είναι προδιαγεγραμμένο -δηλαδή, μαθηματικά δεδομένο- ότι οι Έλληνες θα κυριαρχήσουν και θα δημιουργήσουν ένα κράτος που θα είναι ισοδύναμο με τη δύναμή τους, αλλά, πολύ μεγάλο για να μπορέσουμε εμείς να ηγεμονεύσουμε στον κόσμο. Είναι δημοσιευμένα αυτά. Είναι και πολλά άλλα.
Μια δεύτερη μαρτυρία, που αφορά την άλλη όχθη, είναι του Ντοστογιέφσκι. Σε ένα άρθρο του στην εφημερίδα -στη «Γκαζέτα» που αρθρογραφούσε- γράφει συγκεκριμένα, διερωτάται μάλλον, ποιος θα είναι ο δρόμος που πρέπει να ακολουθήσει η Ρωσία. Και, βάζει δύο παραδείγματα. Τον γερμανικό και τον ελληνικό δρόμο. Ούτε αγγλικό, ούτε γαλλικό, ούτε άλλο. Κι αφού, λούζει με τα αναγκαία κοσμητικά επίθετα για τον πρωτογονισμό και λοιπά τους Γερμανούς, αποφαίνεται ότι πρέπει να ακολουθήσουμε τον ελληνικό δρόμο. Όμως, λέει, πέρασε (χίλια οκτακόσια εξήντα τόσο…) πέρασε η εποχή που οι Έλληνες είχαν την ευκαιρία να ηγεμονεύσουν στα πολιτικά πράγματα της Ρωσίας και να κάνουν τη Κωνσταντινούπολη δική τους. “Τώρα τη θέλουμε εμείς, για τους δικούς μας σκοπούς”.
Στη μια πλευρά λειτουργεί ο μείζον ελληνισμός ως μέγιστος φόβος κι απ΄την άλλη, ως πρότυπο, ως παράδειγμα προς μίμηση για να ακολουθήσει αυτό που σήμερα είναι η ρωσική αυτοκρατορία.
Τι -σ΄αυτό το πλαίσιο- ονειρεύονταν και σχεδίαζαν οι Έλληνες για το μέλλον τους μετά την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού; Είτε πάρουμε τη πλευρά εκείνη που ήθελαν την διαδοχή, (χωρίς επανάσταση) είτε πάρουμε τη πλευρά της επανάστασης, και οι δύο είχαν δύο συγκεκριμένους στόχους: Ο πρώτος, να υποκαταστήσουν εδαφικά την οθωμανική αυτοκρατορία. -Ή περίπου-. Μας το λέει ο Ρήγας ο Βελεστινλής. Ο άλλος, να διαμορφώσουν, όχι ένα εθνικό κράτος με την έννοια του απολυταρχικού πολιτικού συστήματος, αλλά, μιας «κοσμόπολις».
Τι περιείχε αυτή η κοσμόπολη; Εδώ, μας βάζει λοιπόν στο ερώτημα τι ήταν ο ελληνισμός πριν από την Επανάσταση και μέχρι το 1922 για τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Έχουμε ακούσει ξέρετε για τις κοινότητες όλοι, και, για το δημοκρατικό περιεχόμενο της πολιτείας τους. Δημοκρατικό, όχι με τη σημερινή έννοια της αιρετής μοναρχίας, αλλά, τις δημοκρατικής αυτοκυβέρνησης. Αυτό που μας διδάσκει ο Αριστοτέλης για τη δημοκρατία της Αθήνας. Έχουμε ακούσει λοιπόν για τις κοινότητες. Τι είναι αυτές οι «κοινότητες» που κανείς δεν θέλει να ομολογήσει τι είναι από τους ιστορικούς μας; Είναι, με αυθεντικό τρόπο, με ομότροπο τρόπο, οι πόλεις κράτη της αρχαιότητας όπως εξελίχθηκαν και προσαρμόστηκαν και εναρμονίστηκαν στη διάρκεια της οικουμένης υπό το κράτος της ελληνικής κοσμόπολης. Αν λοιπόν έτσι είναι τα πράγματα, τότε, πρέπει να διερωτηθούμε τι συνέβη με τον ελληνισμό. Τι έφταιξε;
Κυρίες και κύριοι, πρέπει να ξεκινήσουμε από ένα δεδομένο. Ότι, η ελληνική Επανάσταση οδήγησε σε μια, τρομακτικών διαστάσεων ήττα του ελληνισμού. Πανηγυρίζουμε το ελληνικό κράτος, -θα δούμε τι είναι- αλλά, δεν αναλογιζόμαστε τι σημαίνει αυτή η ήττα σε σχέση μ΄αυτό που ήταν ο μείζον ελληνισμός σ΄αυτό που φιλοδοξούσε και το γιατί. Σήμερα, αυτός ο μείζον ελληνισμός έχει εκλείψει. Ό,τι στεγάστηκε στην Ελλάδα, το υπόλοιπο έγινε διασπορά, -άλλο πράγμα σε σχέση με τον μητροπολιτικό μείζον ελληνισμό- και, το νεοελληνικό κράτος βολοδέρνει (είναι μια λέξη που κυριολεκτεί) ανάμεσα στην απαξία και στη ταπείνωση, σε έναν κόσμο που ούτε θέλει ούτε μπορεί να ακολουθήσει.
Και συγχρόνως, γινόμαστε μάρτυρες ενός άλλου φαινομένου, να αδειάζει και η ελληνική κοινωνία. Δηλαδή, ό,τι υπάρχει μέσα στο ελληνικό κράτος κι ό,τι απέμεινε δηλαδή απ΄αυτόν τον μείζον ελληνισμό. Τι έφταιξε λοιπόν; Η κρατούσα άποψη που, ιστορεί τα πεπραγμένα του ελληνισμού με βάση τα πεπραγμένα του νεοελληνικού κράτους, μας λέει ότι, οφείλουμε να θαυμάσουμε την Ελλάδα, γιατί από το κρατίδιο της Πελοποννήσου και της Στερεάς έγινε η σημερινή Ελλάδα.
Η άποψη αυτή όμως, -που ιστορεί τον ελληνισμό με βάση τα πεπραγμένα του νεοελληνικού κράτους- αποσυνδέει την ελληνική κοινωνία με τις ιστορικές της καταβολές, σε δύο επίπεδα. Μας λέει ότι δεν υπήρχε έθνος πριν από τη γέννεση του νεοελληνικού κράτους, -δεν υπήρχε εθνική συνείδηση και εθνικό πρόταγμα- και μας λέει επίσης ότι δεν υπάρχει ελληνική συνέχεια. Ότι ξανά συνδεθήκαμε με την αρχαιότητα μέσω του Διαφωτισμού της Δυτικής Ευρώπης.
Η “σχολή” αυτή, υποστηρίζει επίσης ότι, αφού το νεοελληνικό κράτος είναι το ίδιο με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, άρα δεν είναι αυτό υπεύθυνο για ό.τι έχει συμβεί και για ό,τι συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία, αλλά, η κοινωνία η ίδια. Η κοινωνία, -προσέξτε!- και οι κληρονομιές της. Δηλαδή, η τουρκοκρατία και βεβαίως το Βυζάντιο. Το οποίο ουδείς θέλει να το αναγνωρίσει ως ελληνικό. Αν ρωτήσουμε όμως τους βυζαντινούς, θα, δούμε ότι δηλώνουν πολύ περισσότερο Έλληνες απ΄τους σημερινούς Έλληνες. Οι πηγές το λένε αυτό. -Εμείς αρνούμαστε τις πηγές. Δεν έχει σημασία.- Οι κληρονομιές όμως, δηλαδή, το γεγονός θα μας πουν, ότι, έχουμε ένα κράτος σύγχρονο, ευρωπαϊκό, αλλά η ελληνική κοινωνία δε θέλει και αδυνατεί να εξευρωπαϊστεί. Δεν μας εξηγούν τι σημαίνει αυτός ο εξευρωπαϊσμός.
Δε μας λένε δηλαδή πού και μέχρι πού μπορεί να φτάσει μια κοινωνία να εναρμονιστεί με ένα πολιτικό σύστημα το οποίο στην πραγματικότητα δεν το αναγνωρίζει ως δικό της. Και θα δούμε γιατί. Απ΄την άλλη μεριά, δηλώνουν αυτοί οι ίδιοι “θεράποντες” του ιστορείν, του ελληνισμού δια του κράτους, ότι η πολιτική τάξη είναι έρμαιο μιας κοινωνίας η οποία είναι αυτή που είναι και επομένως είναι συνένοχη γι΄αυτό που συμβαίνει.
Άρα, αποδέχεται ότι δεν είναι δυνατόν να βγει ένας ηγέτης που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μιας “συνάντησης” της πολιτικής με την κοινωνία, ή που θα σύρει την κοινωνία προς τα εμπρός, για να εξευρωπαϊστεί. Πώς γίνεται και παραμένουμε στην δεοντολογία να συζητάμε τα ίδια ζητήματα από τον 19ο αιώνα και να μην υπάρχει κανείς ηγέτης που να έχει οδηγήσει τα πράγματα προς την εναρμόνιση, στην ευρωπαϊκή εναρμόνιση της ελληνική κοινωνία, είναι άλλο ζήτημα… Κάτι φαίνεται ότι συμβαίνει και συγκεκριμένα η ελληνική κοινωνία τραβάει απ΄το…”μανίκι” τους “καλοπροαίρετους” κατά τα άλλα πολιτικούς (την ελληνική πολιτική τάξη) και δε τους αφήνει να κάνουν αυτό το οποίο έχουν στο μυαλό τους επ αγαθώ της ελληνικής κοινωνίας.
Όταν τίθεται το ζήτημα, γιατί αυτό το κράτος δεν μπορεί να λειτουργήσει με τους όρους της Δυτικής Ευρώπης, της Δύσεως γενικά, η απάντηση είναι και πάλι ότι φταίει η ελληνική κοινωνία. Δεν πέρασε λέει απ΄τον Διαφωτισμό. Μας το λένε και οι ιστορικοί του Βυζαντίου. Μα, τι ήταν ο Διαφωτισμός; Ήταν ο στοχασμός των φυλάρχων που είχαν ξεφύγει απ΄τη φεουδαρχία, για το πώς θα διαμορφωθεί το κράτος μετά τη φεουδαρχία. Είχε ανάγκη ο ελληνικός κόσμος να περάσεις από τον Διαφωτισμό αφού δεν ήταν φεουδαλικός, δουλοπάροικοι, αλλά είχαν δημοκρατική αυτοκυβέρνηση μέσα στα κοινά; Τον ιστορικό τους δηλαδή εθνικό θύλακα μέσα στον οποίο ζούσαν τόσες χιλιάδες χρόνια; Σ΄αυτό δεν δίνεται απάντηση.
Εν πάση περιπτώσει, το ερώτημα “μήπως δίνουμε σε λάθος ασθενή φάρμακο”, στην κοινωνία αντί για το κράτος, δεν μπαίνει. Γιατί, όπως θα δούμε υπάρχει συγκεκριμένος λόγος που ιστορείται δια του κράτους ο ελληνισμός. Και είναι πολύ σημαντικός αυτός ο λόγος. Η δική μου εκδοχή: Πρώτα πρώτα δεν είναι δυνατόν να ιστορεί κανείς τα πεπραγμένα ενός κόσμου, χωρίς να λαμβάνει υπ΄όψιν του τον κόσμο αυτό.
Μπορεί να ιστορήσει κανείς τα πεπραγμένα της γαλλικής, της αγγλικής,
της γερμανικής κοινωνίας με βάση τα πεπραγμένα του κράτους, διότι έφυγε απ΄τη φεουδαρχία μαζί με το κράτος. Άρα, συμπίπτει η ιστορία τους. Ο ελληνισμός, υπάρχει! Προϋπάρχει του κράτους. Και, συνυπάρχει με το κράτος για μεγάλο χρονικό διάστημα, για έναν αιώνα. Και το ερώτημα είναι ποια είναι η σχέση που διαμορφώνεται σ΄αυτό το περιβάλλον. Άρα, πώς διαμορφώθηκε ο ελληνικός κόσμος, ώστε, στη διάρκεια του 18ου και ιδίως του 19ου αιώνα να διαμορφώσει ένα πρόταγμα εθνικής ανασυγκρότησης, αποτίναξης επομένως του οθωμανικού ζυγού, και, πώς διέφυγε από τα χέρια της αυτό το εγχείρημα. Η ιστόρηση λοιπόν του ελληνισμού δια του κράτους, μας αφήνει όχι μόνο έξω τον ελληνισμό, -μας φέρνει σ΄αυτό το “περίφημο” είτε του πoιο πρέπει να είναι το εθνικό κέντρο, είτε περί ετεροχθόνων και αυτοχθόνων- αλλά, και, στο δίλημμα και στο ερώτημα της κατάργησης του ιστορικού συστήματος των Ελλήνων. Δηλαδή, του συστήματος των πόλεων, των κοινών.
Τι συνέβη με τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, μετά την συντριπτική ήττα του ελληνισμού; Το πρώτο είναι ότι δημιουργείται ένα θνησιγενές κράτος, το οποίο είναι θεσμικά προτεκτοράτο, προορισμένο μάλιστα να υπηρετεί τις προστάτιδες δυνάμεις. Εξού και τα ξενικά κόμματα. Ένα κράτους που, ούτως ή άλλως, ούτε χωράει τον ελληνισμό σε μέγεθος, ούτε αντιστοιχεί στην φάση που διήρχετο ο ελληνισμός ακόμα και στην περίοδο που συνυπήρχαν μέχρι και το 1922, μάλλον στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα όταν ξεκινούν τα εθνικά ζητήματα στα Βαλκάνια.
Το κράτος αυτό επίσης, συγκροτεί ένα πολιτικό σύστημα το οποίο είναι η απολυταρχία που αναπαράγει αυτό που ήταν σε όλη την Ευρώπη και στο κόσμο. Είναι ένα φεουδαλικό κράτος η φεουδαρχία. Ένα σύστημα δηλαδή, που, έχοντας φεουδαλική θεμελίωση αντιστοιχεί στις κοινωνίες που εξέρχονται από την φεουδαρχία. Με άλλα λόγια, το πολιτικό σύστημα δεν είναι κάτι το οποίο μπορεί να το βάλει κανείς, να το φυτέψει σε μια χώρα, σε μια κοινωνία. Είναι ένα πολιτικό σύστημα που προσιδιάζει σε συγκεκριμένη χώρα, αλλιώς, δημιουργεί άλλα ζητήματα.
Από στρεβλώσεις, μέχρι κακόηχες και κακόφημες συμπεριφορές. Με το επιχείρημα του “άναρχου” Έλληνα, του “απείθαρχου”, δηλαδή με δημοκρατική υποστασιοποίηση και βάση, θα βρεθεί ο Έλληνας υπόλογος επίσης, όχι μόνο μιας απολυταρχίας, αλλά κι ενός στρατού κατοχής. Του βαυαρικού στρατού κατοχής. Για να καταστείλει κάθε παρεκκλίνουσα από την απολυταρχική τάξη συμπεριφορά. Ποια ήταν η πρώτη πράξη των βαυαρών όταν ήρθαν στην εξουσία; Κατήργησαν τα κοινά και της δημοκρατίας τα κοινά.
Θα μου επιτρέψετε να σας διαβάσω την αιτιολογία που διατυπώνει ο σχετικός νόμος, γιατί καταργεί τα κοινά. «Τέτοιου είδους συνελεύσεις, (η εκκλησία του δήμου δηλαδή) αγγίζουν το επίπεδο των ταπεινών συναισθημάτων και της ιδιοτέλειας. Και οι αποφάσεις που προκύπτουν από τέτοιου είδους συζητήσεις, είναι αδύναμες για να προωθήσουν το δημόσιο συμφέρον επειδή οι συμμετέχοντες δεν έχουν την δυνατότητα να αποκτήσουν την αναγκαία ακριβή και εκ βάθρων γνώση για τα ζητήματα της πολιτικής διοίκησης.» Είναι σαν να, διαβάζουμε τους σημερινούς πολιτικούς επιστήμονες και συνταγματολόγους. Που εξηγούν γιατί η κοινωνία ως συλλογικότητα, κι όχι το άθροισμα των ατόμων που συγκροτούν την κοινωνία, δεν μπορεί να λειτουργήσει μέσα σε ένα πολιτειακά συντεταγμένο περιβάλλον, αλλά πρέπει να παρέχει μόνο ψήφο νομιμοποίησης.
Το ζήτημα είναι όμως ότι, από τη στιγμή που καταργήθηκε ο δήμος, ο πολίτης, το άτομο, δεν έχει πια να θέσει το πρόβλημά του στον δήμο, στο κοινό του, αλλά πού; στον πολιτικό. Μ΄αυτή τη λύση της απολυταρχίας τι συνέβη; Ο πολίτης από συλλογικό υποκείμενο της πολιτείας, γίνεται πελάτης του πολιτικού. Διασπάται δηλαδή η σχέση του πολιτικού και της συλλογικότητας. Δεν έχει πού αλλού να στηριχθεί. Ο πολιτικός στη Δύση, έρχεται αντιμέτωπος και αναλαμβάνει να απελευθερώσει τη “μάζα” των δουλοπαροίκων και στην συνέχεια να τους βάλει στη πολιτική. Απόδειξη ότι όταν έδωσαν στη Γερμανία την καθολική ψήφο, τι συνέβη; Την παρέδωσαν όλοι στον Χίτλερ. Εξελέγην ο Χίτλερ. Γιατί; Γιατί δεν τους ενδιέφερε. Δεν υπήρχε η έννοια της πολιτικής ελευθερίας, δηλαδή της αυτοκυβέρνησης.
Όπως είναι η ατομική ελευθερία, να μην επεμβαίνει κάποιος στην προσωπική μας ζωή. Αυτό λοιπόν, έχει την εξής σημασία. Ότι, ο πολιτικός στο πολιτικό αυτό σύστημα, αντί να είναι ο διαμεσολαβητής του, γίνεται τι; Γίνεται αυτός ο οποίος θα ασκήσει ο ίδιος, θα ιππεύσει δηλαδή στο πολιτικό σύστημα, θα γίνει αυτός πολιτικό σύστημα, και έτσι το κόμμα, η “βουλευτοκρατία” όπως το λέγανε τον 19ο αιώνα, ή “κομματοκρατία” σε δυναστικού τύπου κράτος, το κόμμα γίνεται το ίδιο πολιτικό σύστημα. Αν ρωτήσετε, δείτε μάλλον -για να μην μείνουμε στη σημερινή εποχή- πώς αντιμετωπίζεται η σχέση κόμματος και κράτους και πολιτικού συστήματος, -θα το διαπιστώσετε αυτό- ότι είναι δυσδιάκριτη.
Θα ακούσουμε σύγχρονους πολιτικούς να λένε: “…η δημοκρατία μας, δηλαδή τα κόμματα…”, αυτή είναι η “δημοκρατία”. Ξέρετε, αυτό έχει μια τρομακτικής σημασίας συνέπεια. Είτε μας αρέσει είτε δε μας αρέσει. Είπαμε ότι το πολιτικό σύστημα προσιδιάζει σε μια κοινωνία. Σήμερα που το πολιτικό σύστημα που αποκαλείται «δημοκρατία» δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αιρετή μοναρχία, ο πρωθυπουργός κατέχει το σύνολο του πολιτικού συστήματος κυριολεκτικά, (ή ο πρόεδρος σε άλλε χώρες) αυτό το σύστημα έχει μια συγκεκριμένη αποστολή. Την οποία όμως αποστολή, που θα έπρεπε να είναι η θεραπεία του κοινού συμφέροντος/του δημοσίου συμφέροντος, μεταλλάσσεται και γίνεται αποστολή των συμφερόντων εκείνων οι οποίοι ελέγχουν το πολιτικό προσωπικό. Την εξουσία. Εδώ όμως, έχουμε μια ιδιαιτερότητα στην ελληνική περίπτωση.
Διότι, λείπει και ένα άλλο στοιχείο. Οι ενδιάμεσες δυνάμεις. Με πρώτη την αστική τάξη. Γιατί λείπει όμως; Για να, υπάρχει μια δημοσίου συμφέροντος προσανατολισμένη πολιτική αλλά, έστω με ταξικό προσανατολισμό. Αλλά που θα δίνει περιθώριο συνοχής και συναίνεσης στη κοινωνία. Κράτος πρόνοιας και λοιπά. Εδώ λοιπόν, τι συμβαίνει; Συμβαίνει ότι δεν υπάρχει αυτή η αντιστοίχηση. Αλλά, το ερώτημα είναι, δεν υπήρξε όπως μας λένε για να περιγράψουν την ελληνική κοινωνία και το κράτος της τριτοκοσμικό, Λατινικής Αμερικής τύπου, οι κοινωνιολόγοι μας;… Μήπως πρέπει να διερωτηθούμε εδώ, μέσα από την ιστόρηση όχι του κράτους αλλά του έθνους, κάτι άλλο;… Να διερωτηθούμε τι έγινε αυτή η μεγάλη και δη οικουμενικού τύπου αστική τάξη στον ελληνικό κόσμο, τον μείζονα ελληνισμό; Γιατί δε μπήκε ποτέ σ΄αυτό το κράτος; Γιατί δεν ενσωματώθηκε ποτέ;
Εδώ έρχεται το άλλο ζήτημα. Ότι η πολιτική τάξη αυτής της χώρας, έθεσε από την πρώτη στιγμή υπό την πίεση των κοινωνιών της ως σκοπό την εθνική ολοκλήρωση. Δηλαδή τη “μεγάλη ιδέα” όπως τη λέγανε. Την ήθελαν πράγματι; Μα διαπιστώνουμε ότι ψηφίζουν τότε, το νόμο περί ετεροχθόνων. Διαπιστώνουμε ότι μόλις πετυχαίνουν οι επτανήσιοι να ενωθούν με την Ελλάδα και μπαίνουν στο κοινοβούλιο, και, αναπτύσσουν τους σκοπούς και τα μέσα που θα πετύχει την εθνική ολοκλήρωση, διαπιστώνουν ότι τους περιμένουν οι “άλλοι” πότε θα τελειώσουν, για να μοιράσουν το… και παραιτούνται όλοι. Ιδιωτεύουν.
Τι έγινε αυτή η αστική τάξη αλήθεια; Γιατί, αν σκεφτούμε τι θα ήταν αυτός ο ελληνικός κόσμος εάν είχε δημιουργηθεί το νεοελληνικό κράτος γύρω, με επίκεντρο μια μεγάλη αστική περιοχή, τη Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη έστω, Τραπεζούντα, τότε θα πρέπει να θέσουμε επίσης το ερώτημα με πολιτισμικούς όρους. Ποιοι έγιναν άρα άρχουσα τάξη σ΄αυτό το νεοελληνικό κράτος; Αυτοί που μας απελευθέρωσαν.
Δηλαδή, πρώτον η πιο καθυστερημένη περιοχή του ελληνικού κόσμου την εποχή και κατεστραμμένη απ΄την Επανάσταση, που ήταν η Πελοπόννησος και η Στερεά, και δεύτερον οι κλεφταρματολοί και, οι υπόλοιποι. Προύχοντες και λοιπά. Τι σημαίνει αυτό; Ότι ένας ολόκληρος αστικός πολιτισμός που διαμορφώθηκε, διδάχτηκε στη Δύση και στην Ανατολή από τον ελληνικό κόσμο μέχρι και τη περίοδο της τουρκοκρατίας, εξαφανίστηκε. Όχι μόνο η αστική τάξη, όχι μόνο η πνευματική τάξη που συγκαταλέγεται, οι πνευματικοί παραγωγοί των Ελλήνων της τουρκοκρατίας μεταξύ των, το πολύ δύο το πολύ τριών δυνάμεων της Ευρώπης, αλλά, εξαφανίστηκε ένας ολόκληρος πολιτισμός μαζί με την δομή των πόλεων. Θα μου πείτε, Θα μπορούσε να διατηρηθεί; Είναι λάθος να θέτουμε έτσι το ερώτημα. Το ερώτημα είναι, εάν, αυτό που ήταν η θεμέλια πολιτεία και κοινωνία των πόλεων, των κοινών, θα μπορούσε να μεταστεγαστεί στο επίπεδο του κράτους έθνους.
Στη μετάβαση από το έθνος-κοσμοσύστημα που ήταν πριν ο ελληνισμός, στο έθνος-κράτος. Κι όχι απ΄τη φεουδαρχία. Αυτά τα ζητήματα όχι μόνο δεν τέθηκαν, αλλά, μπήκαν και με όρους απαγόρευσης στην ελληνική βιογραφία. Διαβάστε αν θέλετε τους πρώτους που έγιναν καθηγητές στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας τον 19ο αιώνα.
Αν θέλουμε να δούμε λοιπόν, γιατί δεν ήθελαν την εθνική ολοκλήρωση δεν έχουμε παρά, να σταθούμε για πολύ λίγο στον πόλεμο του 1897. Ξέρετε γιατί κήρυξαν τον πόλεμο οι Έλληνες εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τότε; Γιατί είχαν τη βεβαιότητα ότι δεν θα τους άφηναν οι δυνάμεις να προχωρήσουν. Γι΄αυτό και ο βασιλιάς έβαλε τον διάδοχό του 18 χρονών αρχιστράτηγο, γι΄αυτό και όλες οι δυνάμεις συγκατάνευσαν. Έχουμε μια περιγραφή ξέρετε του Δημήτριου Βικέλα, αυτής της μεγάλης μορφής -που ζήτησε το κείμενό του να δημοσιευτεί μετά το θάνατό του- από μια εμπειρία. Πηγαίνει στον υπουργό των ναυτικών, του ναυτικού πολέμου, για να του ζητήσει ένα πλοίο, να στείλει μια μεγάλη νοσοκομειακή μονάδα στο μέτωπο που την πήρε από, την παρέλαβε από δωρεές ξένων στους οποίους την ζήτησε. Περίμενε ώρες ολόκληρες μαζί με τον Μελά στον προθάλαμο, και, περιγράφει το θέαμα.
Ο υπουργός καθόταν ο ίδιος και κατέγραφε ένα προς ένα τα αιτήματα μιας ατέλειωτης ουράς από “πελάτες” του τη στιγμή που, το μέτωπο είχε καταρρεύσει. Την άλλη μέρα ο υπασπιστής τον λυπήθηκε και τους έβαλε μέσα χωρίς να περιμένει άλλο, και, βεβαίως εκεί περιγράφει μια άλλη σκηνή. Του ζητούσαν να στείλει τον στόλο στην περιοχή του Βόλου, της Μαγνησίας. Και δεν ήξερε πού βρίσκεται ο στόλος. Πόσα καράβια υπάρχουν. Το λέει μέσα. Το περιγράφει. Και, λέει “να στείλουμε κάποιον να το πάρει”. Και του λέει “…μα, έχουμε τα σήματα τα αρμόδια για να μπορέσει να επικοινωνήσει και να δοθεί η εντολή.” Δε γνώριζε καν αυτό.
Αλλά είχε την πλήρη απασχόληση με τους “πελάτες” του. Θυμίζει το τηλεγράφημα του Λάκωνα, προς τον βουλευτή του που λέει: «εγεννήθη τέκνον, κρατήσατε θέσιν». Είναι η αρχή της λεηλασίας του δημόσιου αγαθού που γίνεται δια του κράτους. Δεν ήθελαν λοιπόν την εθνική ολοκλήρωση. Γιατί, αυτή η πολιτική τάξη θα γινόταν το πολύ “πρόεδροι” -ο καθένας- ορεινών κοινοτήτων, εάν ερχόταν οι γίγαντες του ελληνισμού που ζούσαν στη μείζονα περιοχή. Εκεί που ήταν ο πραγματικός ελληνισμός.
Άρα λοιπόν, αυτή είναι μια πραγματικότητα. Η οποία όμως χρειάστηκε και μια επιστημονική θα έλεγα, ιδεολογική νομιμοποίηση. Ποια είναι αυτή. Μαζικά εστάλησαν στο εξωτερικό, -θυμηθείτε σήμερα τη λατρεία του να μην έχουμε πανεπιστημιακή εκπαίδευση αλλά να στέλνουμε τα παιδιά μας στο εξωτερικό- εστάλησαν για να διδαχθούν “τα” εκεί. Για το πώς ερμηνεύεται η ιστορία και το πώς πρέπει να ερμηνευτεί ο ελληνισμός. Αυτοί γίναν γενίτσαροι στη πραγματικότητα της ιστόρησης του κράτους, άρα της νομιμοποίησης αυτού που, διεπράττετο εναντίον του μείζονος ελληνισμού. Ο σκοπός του δεν ήταν άλλος παρά, να κοντύνει τον ελληνισμό και να τον φέρει στα μέτρα του νεοελληνικού κράτους.
Αυτή είναι μια πραγματικότητα λοιπόν, που, μας δείχνει πού βρισκόμαστε. Γιατί τόση εμμονή λοιπόν σ΄αυτή την ιστόρηση δια του κράτους και την άρνηση να αποδεχθούμε ότι υπάρχει ένας μείζον ελληνισμός στον οποίο απηγορεύθη να μπει στην Ελλάδα και προτίμησαν να τον αφήσουν να καταστραφεί με δύο μεγάλα κινήματα της εποχής που ήταν το εθνικιστικό με τη στροφή της Ρωσίας στον πανσλαβισμό και απ΄την άλλη με την σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία και στην Ανατολική Ευρώπη; Γιατί συνέβη αυτό; Το ομολογούν οι ίδιοι, αλλά, θα δώσω ένα διάγραμμα τριών παραμέτρων. Ο ένας είναι ότι, αυτό το κράτος έπρεπε πάση θυσία να μην έχει συγκριτικό προηγούμενο.
Αν δεχθούμε -παρ΄όλο ότι φταίνε οι κληρονομιές- δε πρέπει να δεχθούμε ότι υπήρχαν Έλληνες πριν, ήταν ελληνόφωνοι. Και δε πρέπει να δεχθούμε μια ιστορική συνέχεια, διότι αυτή είναι μεγαλοπρεπής και στηρίζεται πού; Σ΄αυτό που αρνήθηκαν. Το πολιτικό σύστημα της απολυταρχίας και μετά της κρατικής κυριαρχίας. Δηλαδή, αυτό που αποτελεί τη δόξα του ελληνικού κόσμου, που είναι δύο πράγματα, το ένα είναι η δημοκρατία -απαρέγκλιτα, με τον σταθμό της Ρώμης μόνο, μέχρι την Επανάσταση και μετά- και το δεύτερο το επιχειρείν (η νομισματική οικονομία) ήταν δύο πράγματα, δύο ιδιότητες των Ελλήνων οι οποίες ενοχοποιήθηκαν και εξακολουθούν να ενοχοποιούνται μέχρι σήμερα. Το βλέπουμε αυτό προσέχοντως στην Αριστερά βέβαια. Μην αμφισβητούμε γι΄αυτό.
Αλλά, στην ιστορική διαδρομή όλες οι πολιτικές δυνάμεις έβαλαν το χέρι τους σ΄αυτό. Το δεύτερο είναι, γιατί πρέπει -και το βλέπουμε σήμερα πόση σημασία έχει- να διαρραγεί ο συνεκτικός ιστός. Ξέρετε, οι ιστορικοί λαοί, έχουν μεγάλη συνεκτική ισχύ. Διότι δεν είναι μόνο το συμφέρον είναι κι αυτό που, στοιχειοθετεί η έννοια του πολιτισμού στη συνείδηση των ανθρώπων. Που ενώνει. Και, η ταπείνωση -το βλέπουμε σήμερα- η εθνική ταπείνωση έχει να κάνει με τη ταπείνωση του κράτους. Γιατί, είθισται, αφού ιστορείται γενικώς δια του κράτους, ό,τι κάνουν οι πολιτικοί υπόλογη να είναι η κοινωνία. Οι μεγάλες ήττες του ελληνισμού δεν οργανώθηκαν στο μέτωπο. Εκεί που λειτούργησε ο Έλληνας ως συλλογικότητα, πέτυχε μόνο νίκες.
Οι μεγάλες ήττες του ελληνισμού οργανώθηκαν στην Αθήνα και πραγματοποιήθηκαν απ΄εδώ. Η υπόθεση του 1922, -(συγκυριακό αλλά ενδιαφέρον είναι ότι απενεχοποιήθηκαν οι έστω λίγοι, μόλις μπήκαμε στη κρίση το 2010 απ΄τον Άρειο Πάγο)- η πραγματικότητα λοιπόν και η διαχείριση του «μικρασιατικού» που θεωρήθηκε, μάλιστα μικρασιατικός πόλεμος ιδιαίτερης σημασίας, γι΄αυτό και πρέπει να συγκρατήσουμε νομίζω αυτό το παράδειγμα, το ιστορικό παράδειγμα που μας διδάσκει ότι υπάρχει μέσα στον ελληνικό κόσμο το νεοελληνικό κράτος το οποίο απελευθέρωσε τους Έλληνες απ΄τον οθωμανικό ζυγό αλλά εγκαταστάθηκε με όρους περίπου ισοδύναμους ως πολιτικό σύστημα με την οθωμανική δεσποτεία. Είναι ένα δυναστικό κράτος, που, είναι διαποτισμένο απ΄τη λογική της κομματοκρατίας και γι΄αυτό δεν έχει καν ταξικές αναφορές. Είναι όποιοι μετέχουν.
Θα θυμάστε τα “περίφημα” περί νέας αστικής τάξης, νέων τζακιών, καθένας να φτιάξει τη δική του οικονομική οικογένεια για να μπορεί να αναπτύσσει οτιδήποτε έχει να κάνει με τη διαπλοκή και τη διαφθορά κι επομένως με τη λεηλασία του δημόσιου αγαθού. Το ερώτημα λοιπόν είναι, ποια Δύση έχουμε τη στιγμή που, αν όλα συνεχιστούν όπως μέχρι σήμερα, και, με δεδομένο ότι ήδη -(διαβάζουμε από συνεργάτη, πολιτικά/θεσμικά προσκείμενο στην σημερινή πολιτική ηγεσία)- ότι θα αλλάξουμε αυτόν τον “εθνικιστικό λαό” και θα φέρουμε πολίτες του κόσμου. Αν λοιπόν αυτός ο σκοπός, για να απαλλαγούμε απ΄αυτόν που δημιουργεί τους όρους τη αντίστασης, είναι ένας σκοπός ο οποίος μπορεί να συνεχιστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μπορούμε να διερωτηθούμε εάν υπάρχει ελληνισμός, ή όπως έχω χαρακτηρίσει την εξέλιξη αυτή, ακόμα κι αν υπάρχει το νεοελληνικό κράτος ως έδαφος θα έχει μεταβληθεί από χώρα σε χώρο. Δηλαδή δεν θα έχει καμία πολιτισμική συνοχή αλλά, θα βρίσκεται η ελληνική κοινωνία ίσως -περιδεής μεν- αλλά και ίσως σε δημογραφική μειονεξία.
Το ερώτημα λοιπόν επανέρχεται με μια απλή διερώτηση: Θα παραμένουμε στην διαρκή προσέγγιση του ελληνικού προβλήματος με όρους δεοντολογίας και ενοχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, ή θα της δώσουμε τη δυνατότητα να έχει άποψη; Με άλλα λόγια, να διαμορφώσουμε ένα πολιτικό σύστημα που θα υποχρεώνει τη πολιτική τάξη -(δεν υπάρχει στην πολιτική “δεοντολογία”, υπάρχει υποχρεωτικότητα)- που θα υποχρεώνει τη πολιτική τάξη να ασκεί δημόσιες πολιτικές. Κι αν δεν τις ασκεί τις δημόσιες πολιτικές εν όψη του κοινού συμφέροντος να δίνει λόγο στα πράγματά της.
Ξέρετε, δεν φέρνω ένα καινούργιο νέο. Επικαλούμαι αυτό που έκανε ο Σόλωνας, αλλά θυμούνται μόνο τη «σεισάχθεια». Δε θυμούνται αυτό που έγινε όταν η έννοια του δανεισμού δημιούργησε τους όρους της εξάρτησης του ατόμου με απεχθείς όρους. Δηλαδή, απ΄την εκλόγιμη μοναρχία, απ΄την αιρετή μοναρχία, διαμόρφωσε τους όρους της «αντιπροσωπευτικής» πολιτείας. Όχι της «δημοκρατικής». Της «αντιπροσωπευτικής» πολιτείας. Γιατί; Για να βρίσκεται η πολιτική αναγκασμένη όχι να ακολουθεί γενικώς συμφέροντα και σκοπούς οι οποίοι ανάγονται σε, ειδικότερες ομάδες σε ξένα ή οποιαδήποτε συμφέροντα, αλλά όμως, για να ασκεί πολιτική η οποία θα είναι συμβατή με το εθνικό, με το κοινό συμφέρον.
Πρώτα πρώτα, να δοθεί η δυνατότητα στην κοινωνία να διορθώνει το λάθος της αν έχει διαπράξει λάθος. Δεν έχει το δικαίωμα, πρέπει να περιμένει λέει, τέσσερα χρόνια. Είναι πρωτοφανές, στην ακραία του εκδοχή το σημερινό σύστημα το ελληνικό, να μην υπόκειται σε τίποτε το πολιτικό προσωπικό στο κράτος δικαίου. Αφορά τον πολίτη όχι τη πολιτική τάξη. Και βεβαίως να μην είναι αναγκασμένη να ακολουθεί πολιτικές οι οποίες είναι συμβατές με το εθνικό συμφέρον.
Ποιος θα πει -για τα εσωτερικά κι όχι μόνο για τα εξωτερικά- ότι δε μας χρειάζεται ένα μνημόνιο εναντίον της κοινωνίας και της οικονομίας αλλά εναντίον του κράτους σ΄αυτή τη περίπτωση; Ποιος το θέτει υπό συζήτηση; Ούτε οι δανειστές βεβαίως ούτε οι Έλληνες πολιτικοί, αλλά όμως, όλη η συζήτηση που γίνεται είναι εάν θα υπάρξει η διαδοχή του ενός απ΄τον άλλον. Αλλά όχι εάν θα αλλάξουν οι όροι του πολιτικού παιχνιδιού ώστε η πολιτική τάξη να πολιτεύεται για το δημόσιο συμφέρον.
Είτε πιάσουμε το Σκοπιανό, είτε το Κυπριακό είτε οποιοδήποτε άλλο, οι συζητήσεις που γίνονται πίσω απ΄τις πόρτες, δεν γίνονται με τους όρους του εθνικού συμφέροντος, όχι γιατί στην ακραία περίπτωση δεν θέλουν οι πολιτικοί, αλλά γιατί δε τους φτάνει το ύφασμα. Δεν έχουν την δυνατότητα να αντισταθούν σ΄αυτά τα οποία συμβαίνουν στον περίγυρό τους, αλλά και στο εσωτερικό μέτωπο δεν θέλουν να αλλάξουν. Είναι τυχαίο ότι δεν ελήφθη ούτε μία, μα ούτε ένα μέτρο για να λειτουργεί εύρυθμα το κράτος, η δημόσια διοίκηση αλλά παραμένει στα ίδια σε όλη τη διάρκεια των μνημονίων; Διότι και εκεί που επεχείρησε η Τρόικα να θέσει τέτοια ζητήματα το αποτέλεσμα ποιο ήταν; Ότι δημιουργήθηκαν αντιστάσεις και διέφυγαν απ΄την άλλη πόρτα για να κρατήσουν τα κεκτημένα.
Επομένως, έχουμε μια πραγματικότητα η οποία μας οδηγεί στον υπαίτιο ο οποίος πρέπει να διορθωθεί. Δεν είναι ζήτημα πολιτικό, ένας να ανέβει στην εξουσία που να έχει καλές προθέσεις. Πρώτον, το πολιτικό αυτό σύστημα καλεί μόνο αυτούς που του μοιάζουν. Εκείνοι που συνέβη να βρεθούν μέσα σ΄αυτό το πολιτικό σύστημα εάν δεν εναρμονίστηκαν, εξεβράσθησαν. Και τρίτον, έχει φτάσει σ΄ένα τέτοιο σημείο εκφυλισμού σήμερα, δε θυμίζει τους παλιούς ιστορικούς ηγέτες, αλλά, μια πραγματικότητα στην οποία καλούνται να παίξουν πολιτικούς ρόλους όλα τα απόβλητα της κοινωνίας. Το λέω μετά λόγου γνώσεως, ο καθένας γνωρίζει τι λειτουργούν ως σύμβουλοι πρωθυπουργών, ως υπουργοί και όλα.
Τελειώνω, με την επισήμανση λοιπόν, ότι, η κοινωνία είναι άλλο πράγμα ως άτομα, το ήθος της πολιτείας είναι το ήθος στο οποίο εναρμονίζεται η κοινωνία και όχι το αντίθετο. Μας το λένε οι αρχαίοι, το λέει η ίδια η πραγματικότητα. Δεν έχουμε παρά να σκεφτούμε ποιος είναι ο ασθενής και να λάβουμε τα ανάλογα φάρμακα. Πάντως, ένα φάρμακο το οποίο δεν μπορεί να λειτουργήσει, είναι η δεοντολογία. Διότι θα επαναλαμβάνει τα ίδια για να δημιουργεί προσδοκίες για την επόμενη κυβέρνηση που, ο ψηφοφόρος δεν θα την ψηφίσει γι΄αυτό που προτείνει αλλά γι΄αυτό που θέλει βγάλει από πάνω του, τη προηγούμενη κυβέρνηση.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Απομαγνητοφώνηση: Ελένη Ξένου