Φαντάζομαι πως όλοι γνωρίζουμε το σύνθημα, «Ο λαός στην εξουσία». Ξεκίνησε με εμπνευστή του τον Α. Παπανδρέου. Από αυτόν απέκτησε το πραγματικό του μέγεθος, διάσταση και αξία και από απλό λαοπλάνο σύνθημα έλαβε και την μορφή δόγματος. Λαοπλάνο γιατί, ο Α. Παπανδρέου μέσα από την ενθάρρυνση και στήριξη του στους εργατοπατέρες που μόνο τα συμφέροντα των εργαζομένων και της κοινωνίας δεν υπηρετούσαν, τους έδωσε το ιδανικό σύνθημα για να μπορούν να ντοπάρουν τους κατοίκους – και όχι πολίτες – αυτής της χώρας. Το 1989, έτος προεκλογικό, μέσα από τον σημερινό υπερασπιστή του Παπαγγελόπουλου, τον Τσοβόλα, και το «Τσοβόλα δώστα όλα» δόθηκε το σινιάλο της οικονομικής ασυδοσίας.
Πρόσφατα, η ιμιτασιόν του Α. Παπανδρέου – διανύουμε την εποχή της απομίμησης βλέπετε τόσο σε προϊόντα όσο και σε ανθρώπους και αρχές –, ο A. Τσίπρας επιχείρησε να επαναφέρει το δόγμα «ο λαός στην εξουσία» αλλά και το «Τσακαλώτε δώστα όλα». Και στις δυο περιπτώσεις αποφασίστηκε μια πολιτική που είναι σαν να προσπαθείς να γεμίσεις με τον κουβά μια τεράστια υδατοδεξαμενή που όμως μια τρύπα στον πάτο της ρουφάει το νερό πιο γρήγορα απ’ ό,τι το ρίχνεις, κι όσο περισσότερο νερό ρίχνεις τόσο πιο γρήγορα αυτό χάνεται. Ακόμα και ο δανεισμός που θα μπορούσε να ήταν επωφελής σε κάποιο βαθμό αν οι πόροι είχαν κατευθυνθεί σε δημόσιες επενδύσεις, όπως δρόμοι, σχολεία, νοσοκομεία, κτλ., κατευθύνθηκε κυρίως στον παρασιτικό καταναλωτισμό.
Στον παρασιτικό καταναλωτισμό για τον οποίο αποφάσιζε η μάζα και η μάσα. Τόσο ο Α. Παπανδρέου όσο και ο Α. Τσίπρας αποφάσισαν ότι κανείς δεν είχε το δικαίωμα να κρίνει μόνος του τις ανάγκες ή τις ικανότητες του. Αποφάσισαν ότι η μάζα θα ψήφιζε και για τις ανάγκες και για τις ικανότητες. Εκείνο, το οποίο σε αστικό πλαίσιο ονομαζόταν «συζήτηση» ή «διάλογος», μετατράπηκε σε «επικοινωνία». Επικοινωνιακά, λοιπόν, και μόνο, αποφασίστηκε ότι οι παραγωγικές επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές), οι οποίες αποτέλεσαν τον βασικό μοχλό της ταχείας ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας τις δεκαετίες του 1950 και 1960 θα είναι χαμηλές, έως και καθόλου.
Και με τον τρόπο αυτό, κατέστησαν τον Έλληνα ζητιάνο, γιατί η δουλειά μας δεν μας άνηκε, άνηκε στην «οικογένεια» – στο κόμμα -, και η οικογένεια δεν όφειλε να μας δώσει τίποτα για αντάλλαγμα, και το μόνο δικαίωμα που είχαμε ήταν το δικαίωμα της ανάγκης – κι έτσι έπρεπε να παρακαλάμε δημόσια σαν ζητιάνοι, εκθέτοντας τα προβλήματα και τα βάσανα μας. Ελπίζοντας πως η «οικογένεια» θα μας δώσει ελεημοσύνη. Προβάλλαμε τη δυστυχία μας και όχι τη δουλειά μας, γιατί η δυστυχία είχε γίνει το μέτρο της απολαβής. Προσπαθούσαμε ν’ αποδείξουμε πως η ανάγκη μας είναι μεγαλύτερη απ’ του διπλανού μας. Και δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ποιοι άνθρωποι σιωπούσαν, νιώθοντας ντροπή γι’ αυτό που γινόταν, και ποιοι έπαιρναν τελικά τη μερίδα του λέοντος.
Και αφού έστησαν ένα ολόκληρο κομματικό μηχανισμό μας ζητούσαν να εργαζόμαστε. Για ποιο λόγο μας ζητούσαν να εργαζόμαστε; Για την αγάπη προς το συνάνθρωπο; Για ποιο συνάνθρωπο; Για όσους ανίκανους και απατεώνες στελέχωσαν τον κρατικό μηχανισμό και βλέπαμε γύρω μας; Και τι σημασία είχε αν ήταν όντως απατεώνες ή απλώς ανίκανοι; Πόσον καιρό θ’ αντέχαμε να δουλεύουμε γι’ αυτή την ανικανότητα δεν είχε σημασία; Πόσον καιρό θ’ αντέχαμε να δουλεύουμε σαν υποζύγια σ’ ένα μαντρί όπου βασίλευε η αναξιότητα και η αθλιότητα; Πόσον καιρό θ’ άντεχε η χώρα το μοντέλο αυτό;
“Από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητες του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του“: Αυτό ήταν και το μυστικό της αθλιότητας που ζούσαμε. Και στην αρχή αναρωτιόμασταν πως είναι δυνατόν ακόμη και μορφωμένοι και καλλιεργημένοι άνθρωποι τόσο γύρω από τον Α. Παπανδρέου όσο και τον Α. Τσίπρα να κάνουν τόσο μεγάλο λάθος και να κηρύσσουν ως ιδεώδες αυτή την ντροπή – αφού λίγο αν σκεφτόσουνα, θα καταλάβαινες αμέσως τι θα γινόταν αν κάποιος επιχειρούσε να εφαρμόσει τις θεωρίες τους. Μόλις όμως χρεοκοπήσαμε, διαπιστώσαμε ότι δεν το έκαναν από άγνοια. Δεν ήταν λάθος. Λάθη τέτοιου μεγέθους δεν γίνονται ποτέ από άγνοια. Όταν οι άνθρωποι αποφασίζουν ν’ ασπαστούν μια παρανοϊκή ιδέα, χωρίς να ξέρουν με τι τρόπο θα τη βάλουν σ’ εφαρμογή αλλά και χωρίς να μπορούν να δικαιολογήσουν την απόφαση τους, αυτό σημαίνει ότι έχουν κάποιο κρυφό σκοπό τον οποίο δεν θέλουν ν’ αποκαλύψουν.
Μαζί με «τον λαό στην εξουσία» προπαγανδίστηκε και το «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς. Και ποιο ήταν αυτό το «ηθικό πλεονέκτημα»; Να εργάζεστε και η δουλειά σας να γίνεται λευκή επιταγή στα χέρια κάθε πλάσματος που γεννιέται στον κόσμο, κάθε ανθρώπου που δε θα γνωρίσετε ποτέ, που δεν θα μάθετε ποτέ ποιες είναι οι ανάγκες του, που δεν έχετε δικαίωμα να μάθετε ή να ρωτήσετε αν είναι ικανός, ανίκανος ή τεμπέλης – απλώς να δουλεύετε χωρίς σταματημό, αφήνοντας στην κρίση του κάθε Παπανδρέου και του κάθε Τσίπρα ν’ αποφασίσουν ποιο στομάχι θα καταναλώσει την προσπάθεια, τα όνειρα και τις μέρες της ζωής σας, στο όνομα πάντα του «λαού» και του «ηθικού»; Είναι αυτό ηθικός νόμος; Είναι ηθικό ιδανικό; Είναι ηθικό πλεονέκτημα;
Το κακό δεν σταματάει όμως εδώ. Ο Έλληνας δεν κατάντησε μόνο ζητιάνος. Η Ελλάδα αποβιομηχανοποιήθηκε, χρεωκόπησε και απώλεσε μαζί με την παραγωγική της οικονομία και κάθε κυριαρχική της δυνατότητα. Το απαξιωμένο μοντέλο ο «λαός στην εξουσία» και το «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς αποδυνάμωσαν και εθνικά την χώρα. Θυσιάστηκε το σύγχρονο οικονομικό μοντέλο βασισμένο σε μικρότερο και αποτελεσματικότερο κράτος και στην ανάπτυξη μέσω ιδιωτικών επενδύσεων και υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης στο όνομα του «λαού». Τα «δίκαια» της Ελλάδας δεν εντυπωσιάζουν κανέναν πια, όσο πίσω τους βρίσκεται ένας παρίας με διαρκώς απλωμένο το χέρι, κάποιος που ζει από δάνεια, επιδοτήσεις και «προγράμματα στήριξης».
Ακμαία είναι μια οικονομία όταν παράγει με ανοδικούς ρυθμούς απτά αγαθά, τόσο για την ικανοποίηση όσο το δυνατόν περισσότερων εγχωρίων αναγκών όσο και για την εξαγωγή προς αποπληρωμή άλλων αγαθών, τα οποία η εκάστοτε χώρα δεν μπορεί ή δεν θεωρεί σύμφορο να παραγάγει η ίδια, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερο πλεόνασμα. Εδώ το δραστικό φάρμακο είναι ένα μόνο, και είναι οδυνηρό: Κεφάλαια για επενδύσεις εξοικονομούνται από την περικοπή του παρασιτικού καταναλωτισμού. Και όσα κεφάλαια εξοικονομηθούν έτσι πρέπει με τη σειρά τους να επενδυθούν πράγματι παραγωγικά, να δώσουν δηλαδή στη χώρα μιαν αξιόλογη σύγχρονη βιομηχανική υποδομή.
Μόνο η ακμαία παραγωγική οικονομία σε σύγχρονη βιομηχανική βάση δίνει τη δυνατότητα της αποτροπής. Για να πραγματωθεί όμως η δυνατότητα αυτή, πρέπει μια χώρα ή πάντως η ηγεσία της να πιστεύει πραγματικά στην αναγκαιότητα αποτροπής, δηλαδή να έχει διαγνώσει ορθά τον χαρακτήρα και την επέκταση της επαπειλούμενης σύγκρουσης. Όσες πατριωτικές κορόνες και εάν ύψωνε ο Α. Παπανδρέου, όσες τεχνητές κρίσεις με την Τουρκία και εάν προκάλεσε για να συσπειρώσει και μόνο τον «λαό», και όσο και εάν προσπάθησε να κρύψει τα διεθνιστικά του αισθήματα ο Α. Τσίπρας, κατέστησαν την χώρα εξαρτημένη από ξένα συμφέροντα τόσο την οικονομία της όσο και την εξωτερική της πολιτική. Προφανώς οι διεθνιστές αυτοί δεν πίστευαν στην αποτροπή. Όταν π.χ. ο Α. Τσίπρας υπέγραφε για το Μακεδονικό ή όταν στελέχη του ξεστόμιζουν να «μην είμαστε μοναχοφάιδες» προφανώς δεν έχουν στο μυαλό του την αποτροπή. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να θωρακίσει την χώρα παρά μόνο να επαναφέρει το δόγμα του Α. Παπανδρέου «ο λαός στην εξουσία» και παρασιτικό καταναλωτισμό.
Ο Παναγιώτης Κονδύλης, στο σύγγραμμα του Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου, γράφει ότι «… η λύση του προβλήματος της εθνικής βιωσιμότητας, όχι σε λογιστική, αλλά σε παραγωγική βάση, αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση σοβαρής εξωτερικής πολιτικής. Οι εθνικοί πόροι πρέπει να αντιμετωπιστούν με γεωπολιτικά και στρατηγικά κριτήρια, όχι ως αριθμητικοί «δείκτες»: το 1% του εθνικού εισοδήματος που προέρχεται από την άνοδο του τουρισμού δεν είναι το ίδιο με το 1% που δίνει μια σύγχρονη εξοπλιστική βιομηχανία».
Ο μεγάλος σύγχρονος Έλληνας διανοητής διέβλεψε πολλά χρόνια πριν την αποδεδειγμένη ανικανότητα του ελληνικού κράτους να υπερασπιστεί το ελληνικό έθνος – δηλαδή να επιτελέσει την κατ’ εξοχήν αποστολή του -, η οποία συνιστά ανησυχητικό οιωνό για το παρόν, πολλώ δε μάλλον σήμερα που τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας απειλούνται έντονα και άμεσα από τον Τουρκικό επεκτατισμό, όσο και για το μέλλον. Γιατί ήδη το ελληνικό κράτος βαθμηδόν φανερώνεται ανήμπορο να προστατεύσει ακόμα και έθνος που βρίσκεται εντός των συνόρων του. Παρόλα αυτά, κάποιοι συνεχίζουν να έχουν σημαία τους το δόγμα, όχι βέβαια ο ικανός, αλλά «ο λαός στην εξουσία»…