Γεννήθηκε το 373 π.Χ στην Πασσαρώνα, αρχαία πόλη της Ηπείρου. Ήταν η δεύτερη κόρη του Νεοπτόλεμου ΙΙ, βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου και είχε μία αδερφή, την Τρωάδα.
Όταν ήταν 11 χρόνων πέθανε ο πατέρας της και τον θρόνο πήρε ο θείος της, Αρρύβας, ο οποίος παντρεύτηκε τη μεγαλύτερη αδελφή της, 16 ετών τότε.
Η Ολυμπιάδα υπηρέτησε στο Μαντείο της Δωδώνης, ενώ είχε ήδη μυηθεί στα βακχικά μυστήρια.
Ήταν ιέρεια των Καβειρίων Μυστηρίων της Σαμοθράκης.
Αργότερα, ο Φίλιππος Β΄ μυήθηκε στα μυστήρια της Σαμοθράκης όπου γνώρισε και ερωτεύτηκε την Ολυμπιάδα, η οποία του χάρισε το πιο χαρισματικό παιδί του, τον Αλέξανδρο.
Έζησε ως σύζυγος του Φιλίππου Β´ στην Πέλλα και στις Αιγές (σημερινή Βεργίνα).
«Η Ολυμπιάδα νόμιζε ότι έγινε βροντή και κεραυνός έπεσε στη κοιλιά της και πήρε φωτιά και οι φλόγες διαχέονταν ολόγυρα και διαλύονταν».
Έτσι αναφέρεται στη γέννηση του Αλέξανδρου ο Πλούταρχος. Λέγεται ότι η Ολυμπιάδα ομολόγησε στον σύζυγό της, Φίλιππο Β, ότι ο Αλέξανδρος δεν ήταν γιος του, αλλά ότι τον είχε συλλάβει από ένα φίδι που εμφανίστηκε στον ύπνο της, το οποίο, σύμφωνα με το μύθο, ήταν ενσάρκωση του Δία.
Η Ολυμπιάδα εμφανίζεται πολλές φορές με φίδια, σαν μαινάδα και αυτό μας το μαρτυρούν άφθονες πηγές:
«Είδαν φίδια τεράστια σε μέγεθος, τόσο ήμερα και άκακα, που τρέφονταν από τις γυναίκες και κοιμόνταν μαζί με τα παιδιά• ακόμη κι όταν τα πατούσαν, δεν ερεθίζονταν, και όταν τα ενοχλούσαν, δεν οργίζονταν, και έπιναν γάλα από τη θηλή όπως ακριβώς και τα μωρά – υπάρχουν πολλά εκεί πέρα [στην Πέλλα], και από αυτά φαίνεται ότι προέκυψε από παλιά ο μύθος για την Ολυμπιάδα, ότι, δηλαδή, όταν κυοφορούσε τον Αλέξανδρο, κάποιο φίδι κοιμόταν μαζί της. (Λουκιανός, Αλέξανδρος 7.1)
Λέγεται μάλιστα ότι λίγο πριν από τη γέννηση του Αλεξάνδρου ο Φίλιππος είχε δει ένα φίδι να περιβάλλει την κοιμωμένη Ολυμπιάδα.
Στην πολυκύμαντη και ταραχώδη ζωή της συναντώνται μεγάλα προτερήματα και μεγάλα ελαττώματα.
Ως αφοσιωμένη μητέρα, είχε τάξει τη ζωή της σε ένα μόνο σκοπό και τον υπηρετούσε με πάθος: πώς θα εξασφάλιζε για τον γιο της τη διαδοχή του θρόνου της Μακεδονίας μέσα στη δίνη των μηχανορραφιών και δολοπλοκιών στην αυλή της Πέλλας.
Μάλιστα κατηγορήθηκε από μερικούς για τη δολοφονία του συζύγου της, ο οποίος την ταπείνωσε και παντρεύτηκε μια νεότερη γυναίκα.
Ίσως η Ολυμπιάδα αισθάνθηκε την απειλή ενός πιθανού απογόνου από τη νεότερη σύζυγο του Φιλίππου και επίσης πιθανού διεκδικητή του πολυπόθητου θρόνου.
Λάτρευε τον γιο της και επιθυμούσε ότι εκείνη πίστευε καλύτερο για τον πολυαγαπημένο της Αλέξανδρο.
Και η αγάπη ήταν αμοιβαία.
Όταν ο Αντίπατρος, που είχε μείνει τοποτηρητής στη Μακεδονία, έγραψε στον Αλέξανδρο, που βρισκόταν στην Ασία, ένα εκτενές γράμμα, γεμάτο παράπονα για την Ολυμπιάδα, ο Μέγας Αλέξανδρος είπε, αφού το διάβασε: «Δεν ξέρει ο Αντίπατρος ότι ένα μόνο δάκρυ της μητέρας μου αρκεί, για να σβήσει χίλιες τέτοιες επιστολές!»
Τον Ιούνιο του 323 π.Χ η Ολυμπιάδα βιώνει την απόλυτη απώλεια.
Ο μονάκριβος γιος της, τον οποίο είχε πολλά χρόνια να ανταμώσει, πεθαίνει μακριά της, λίγο πριν από την αναχώρηση για την Αραβία, από πυρετό.
Δεν θέλησε ποτέ να δεχτεί πως ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε από φυσιολογικό θάνατο και θρηνούσε αδιάκοπα που έμενε άταφος στη Βαβυλώνα επί δύο χρόνια, εξαιτίας των αγώνων για τη διαδοχή.
Και σαν να μην έφθαναν αυτά, τον Αλέξανδρο δεν διαδέχεται ο νόμιμος γιος του από τη Ρωξάνη και εγγονός της, αλλά ο διανοητικά καθυστερημένος γιος του Φιλίππου και της Φίλιννας, Φίλιππος Αριδαίος.
Εξοργισμένη η Ολυμπιάδα καταφεύγει στην Ήπειρο μαζί με τη Ρωξάνη και τον εγγονό της.
Η Ολυμπιάδα, η ηγετική αυτή γυναίκα που πάλεψε περισσότερο από κάθε άλλη μάνα για το γιο της βρίσκει το τραγικό τέλος, το λιθοβολισμό που διέταξε ο Κάσσανδρος, ο οποίος άφησε άταφο το πτώμα της για να σαπίσει.