Η Κατερίνα Σακελλαροπούλου, συνομίλησε με τα κορίτσια, άκουσε τις ιστορίες τους και σε μήνυμά της τονίζει την ανάγκη συνδρομής, αλληλεγγύης και μέριμνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο θέμα των ασυνόδευτων ανηλίκων. Αναφέρει: “Ήταν σπάνια και συγκινητική εμπειρία η πρόσφατη επίσκεψή μου στο κέντρο φιλοξενίας των ασυνόδευτων κοριτσιών στο Ίλιον. Γύρω μου, κορίτσια από δώδεκα ως δεκαοκτώ ετών. Κορίτσια από τη Συρία, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, το Ιράν, το Πακιστάν, τη Σομαλία, το Κονγκό. Κορίτσια με την προσδοκία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. Βλέμματα ζωηρά, ζωντανεμένα από την ελπίδα να ξανασμίξουν μια μέρα με τους δικούς τους, αλλά και βλέμματα αποθαρρυμένα και ανήσυχα. Είδα την αισιοδοξία και τη δύναμή τους. Είδα όμως και τον πόνο, την απορία, την ψυχική κόπωση. Είδα την ανάγκη τους για ένα σπίτι, επιτέλους, για μια πατρίδα”.
Και προσθέτει: “Ήταν η Μάσα από το Ιράν που περιμένει με αγωνία να συναντήσει τη μητέρα της στη Γερμανία, ελπίζοντας να προλάβει να γιορτάσει μαζί της τα γενέθλια των 18 της χρόνων, η Ζαχρά από το Αφγανιστάν που θέλει να γίνει δημοσιογράφος και πρόσφατα, στην εφημερίδα του δικτύου για τα δικαιώματα του παιδιού, παρουσίασε ένα αντιπολεμικό βιβλίο για εφήβους, επειδή, καθώς γράφει, «όλοι έχουμε γνωρίσει τον πόλεμο και τον καταλαβαίνουμε πολύ καλά», είναι η ‘Ασμα, η Νέντα, η Ρόκεν που μου χάρισαν σκίτσα τους, η ‘Αγια, η Σίμα, η Γιασμίν. Όλα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν βίαια τις εστίες τους, όλα, προστατευμένα για την ώρα στο σταθερό και ασφαλές περιβάλλον της δομής, αναζητούν ένα πιο φωτεινό αύριο. ‘Άλλα περιμένουν να φύγουν για κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα, άλλα θα μείνουν εδώ. Η προσπάθεια δομών όπως αυτή στο Ίλιον είναι όχι απλώς να στεγάσουν αυτά τα παιδιά, αλλά και να τα βοηθήσουν να ενταχθούν, όσο γίνεται πιο λειτουργικά, στην κοινωνία υποδοχής τους. Να πάνε σχολείο, να δημιουργήσουν φιλίες, να εξοικειωθούν με την πόλη τους”.
Η πρόεδρος της Δημοκρατίας τονίζει πως “η προστασία και η φροντίδα των παιδιών, των κατατρεγμένων, όσων απειλείται η ζωή και η ελευθερία τους είναι υποχρέωση κάθε κοινωνίας που θέτει στο επίκεντρό της τον άνθρωπο. Η Ελλάδα, σταυροδρόμι Ανατολής και Δύσης, πύλη εισόδου στην ΕΕ, επωμίστηκε και επωμίζεται μεγάλο βάρος, απέδειξε όμως ότι σέβεται το ανθρωπιστικό δίκαιο. Στις πιο αντίξοες συνθήκες, μέσα στην οικονομική κρίση και υπό την συνεχή απειλή της πανδημίας, έθεσε ως ύψιστο ηθικό χρέος των προστασία των ανηλίκων, της πιο ευάλωτης ομάδας ανάμεσα στους ξεριζωμένους που αναζητούν προοπτική ζωής μακριά από τις πατρογονικές τους εστίες”.
Και καταλήγει: “Επιτελούμε το καθήκον μας, προσπαθώντας να δώσουμε στα παιδιά αυτά που ξέφυγαν από τη φρίκη τη δυνατότητα να επουλώσουν τις πληγές τους, την ευκαιρία να κάνουν μια νέα αρχή στη ζωή τους. Στην προσπάθεια αυτή, ωστόσο, απαιτείται και η συνδρομή της ΕΕ, η αλληλεγγύη και η μέριμνά της. Αναλαμβάνοντας την ευθύνη για την υποδοχή και προστασία όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμού ασυνόδευτων ανηλίκων, τα κράτη μέλη θα αποδείξουν ότι είναι σε θέση να αφουγκραστούν και να βοηθήσουν αυτούς που έχουν περισσότερο ανάγκη”.