SARS και MERS. Παράλληλα, σε ερώτηση για τα μέτρα που λαμβάνονταν στην Ελλάδα, σημείωνε: «Βάση για τη διάγνωση πιθανής νόσησης εξαιτίας του κορωνοϊού είναι η επίσκεψη στην Κίνα. Στο πλαίσιο αυτό, η έμφαση δίνεται σε όσους επιστρέφουν από την περιοχή. Η πιθανότητα εμφάνισης κρούσματος στην Ελλάδα είναι περιορισμένη, καθώς η χώρα μας δεν έχει απευθείας αεροπορική σύνδεση με την περιοχή όπου καταγράφηκαν τα πρώτα κρούσματα».
Ελάχιστο διάστημα αργότερα, ο καθηγητής και επιστημονικός συνεργάτης του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας θα γινόταν ο άνθρωπος που θα εμπιστευόμασταν… πολύ σχολαστικά, στην καθημερινή ενημέρωσή μας για την πορεία του κορωνοϊού στη χώρα. Και θα ήταν, ταυτόχρονα, ο ίδιος άνθρωπος που, ενώ στην αρχή υποτιμούσε τον κίνδυνο μετάδοσης του ιού, εναρμονιζόμενος πλήρως με τις εκτιμήσεις του ΠΟΥ, στη συνέχεια θα απέρριπτε, σχεδόν μετά βδελυγμίας, τις παροτρύνσεις του Οργανισμού για «τεστ, τεστ, τεστ», ως της ασφαλέστερης μεθόδου διάγνωσης και αποτροπής της διασποράς του φονικού ιού στον γενικό πληθυσμό.
Με τον ίδιο να «αποθεώνεται» περίπου ως… Θεός από μία μεγάλη μερίδα της κοινωνίας και των media -ή μήπως το ανάποδο;- ο κ. Τσιόδρας δεν παρέλειψε να αποκαλύψει, προς τέρψιν του φιλοθεάμονος κοινού, ότι η επιστήμη δεν είναι απαραίτητο να παίρνει αποστάσεις από την θρησκεία. Τουναντίον, μπορεί ο επικεφαλής λοιμωξιολόγος μίας χώρας εν μέσω πανδημίας να βρίσκει χρόνο για να πηγαίνει στην εκκλησία και να ψέλνει, την ώρα που «δορυφόροι» του, όπως για παράδειγμα η λοιμωξιολόγος Ελένη Γιαμαρέλλου, επιχειρούσαν να πείσουν τον κόσμο ότι η Θεία Κοινωνία δεν «κολλάει»…
Κάπου εκεί, άρχισαν ίσως να γεννιούνται τα πρώτα ερωτήματα: πώς γίνεται να σου κουνάνε το δάχτυλο, άνθρωποι που αμφισβητούν την ίδια τους την επιστήμη; Ελάχιστοι, ωστόσο, ίσως και κανένας, έδωσαν τη δέουσα σημασία. Παραδομένη στη «νιρβάνα» της καραντίνας, η χώρα συνέχισε να παρακολουθεί σχεδόν αποχαυνωμένη το καθημερινό τηλεοπτικό «σόου» στις 18:00, με την… ενημέρωση των κυρίων Τσιόδρα και Χαρδαλιά -αλήθεια, ποια ενημέρωση, των δημοσιογράφων απόντων και δίχως τη δυνατότητα διευκρινιστικών ερωτημάτων; Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία…
Η λήξη της καραντίνας και η σταδιακή επιστροφή του κόσμου στους δρόμους και την εργασία του, σε μία κάποια κανονικότητα, έστω, συνοδεύτηκε και από τις πιο εξόφθαλμες παλινωδίες των επιστημόνων. Επιγραμματικά σχεδόν, επιτρέψτε μου να σας «φρεσκάρω» λίγο την μνήμη. Στην αρχή ήταν η μάσκα που χαρακτηρίστηκε ακόμα και «επικίνδυνη», για να γίνει κατόπιν υποχρεωτική -και με την επιβολή προστίμου- και εν τέλει προαιρετική, τύπου «κόψτε τον λαιμό σας». Στη συνέχεια, η επιτροπή των ειδικών άρχισε να «κουνάει το δάχτυλο» για τον συνωστισμό σε πλατείες και παραλίες, έκλεινε όμως αδιάφορα τα μάτια σε… γλέντια έξω από το Μέγαρο Μαξίμου ή σε φιέστες τύπου «εγκαίνια της νέας πλατείας Ομονοίας με τυχαίους περαστικούς».
Η ίδια επιτροπή, μάλιστα, η οποία στην αρχή της πανδημίας επέλεξε να στερήσει εγγόνια από τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους, για να εμποδίσει την διασπορά του κορωνοϊού, αποφάσιζε έπειτα από περίπου ένα μήνα ότι τα παιδιά δύσκολα μπορούν να μεταδώσουν τον ιό και ετοιμαζόταν, την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, να αποφασίσει το άνοιγμα των δημοτικών σχολείων -με τους γονείς, φυσικά, να αδυνατούν να καταλάβουν το γιατί.
Οι ίδιοι επιστήμονες, κατανοώντας προφανώς την ανάγκη να επανεκκινήσει με κάθε τρόπο -και κόστος- ο τουρισμός, εκτίμησαν ότι ο ιός δεν κολλάει στα αεροπλάνα, και συνεπώς δεν συντρέχει λόγος κατάργησης της μεσαίας θέσης, ανάβοντας το «πράσινο φως» για την επανέναρξη των πτήσεων προς τη χώρα μας. Λίγα 24ωρα αργότερα, ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας δήλωνε δημοσίως ότι οι κλειστοί χώροι αποτελούν «εστίες υπερμετάδοσης» του ιού -εντάξει, το αεροπλάνο δεν πιάνεται, στο κάτω-κάτω ανοίγεις ένα παράθυρο και μπαίνει καθαρό αεράκι…
Φτάσαμε έτσι στις πολύ πρόσφατες ανακοινώσεις για περιορισμό της κυκλοφορίας των ΙΧ οχημάτων στο κέντρο της Αθήνας, που «ξένισαν» πολλούς. Ναι, από τη μία ένα κέντρο χωρίς καυσαέρια και αυτοκίνητα φαντάζει ιδανικός προορισμός, από την άλλη, ωστόσο, θα πρέπει να υπάρξει και η δέουσα προετοιμασία της κοινής γνώμης. Την ώρα που κυβερνητικά στελέχη και μερίδα των μέσων ενημέρωσης υπογράμμιζε ότι τα μέτρα περιορισμού έχουν να κάνουν με τον «Μεγάλο Περίπατο της Αθήνας», το εμβληματικό έργο του δημάρχου Κώστα Μπακογιάννη, η σχετική Κοινή Υπουργική Απόφαση επικαλείτο επιτακτικούς λόγους δημόσιας υγείας, για την αποφυγή διασποράς του κορωνοϊού. «Και πώς θα κατέβει κανείς στο κέντρο της Αθήνας, αν δεν μένει κοντά;» είναι ένα εύλογο ερώτημα. Με τα μέσα μεταφοράς, τα οποία ο ίδιος ο κ. Τσιόδρας έχει εν πολλοίς υποδείξει ως «υγειονομικές βόμβες», καλώντας τους πολίτες να μην τα χρησιμοποιούν;
Για όποιον δεν εθελοτυφλεί και δεν αρέσκεται στην κατανάλωση «σανού», ή δεν αποχαυνώθηκε εντελώς κατά το διάστημα της καραντίνας, το συμπέρασμα προκύπτει μάλλον εύκολα: εν μέσω πανδημίας, οι επιστήμονες «έβαλαν πλάτη» στους πολιτικούς για θέματα από διφορούμενα έως απολύτως καθαρά. Όταν όμως ο ειδικός φτάνει να γίνεται «πιόνι» και παίγνιο πολιτικών αποφάσεων, τότε αμφισβητεί ο ίδιος και υπονομεύει την ίδια του την επιστημοσύνη. Και όχι, δεν έγιναν αίφνης οι δημοσιογράφοι και ο απλός κόσμος ειδικοί και «ξερόλες». Ερωτήματα έθεσαν, ερωτήματα έθεταν εξ αρχής, ερωτήματα εξακολουθούν να θέτουν. Ερωτήματα, ωστόσο, που ουδείς είναι πια έστω κι ελάχιστα πρόθυμος να απαντήσει. Εξ ου και η ζωντανή ενημέρωση για τον κορωνοϊό περιορίστηκε πλέον μόλις σε τρεις φορές την εβδομάδα. Τι νόημα έχει, όταν κανείς δεν θέλει να απαντήσει σε ερωτήματα ουσίας;
ΥΓ: Τα χρηματοδοτούμενα από τον Κούλη συστημικά ΜΜΕ άρχισαν να καρφώνουν τον Τσιόδρα. Ο παριστάνων τον πρωθυπουργό άρχισε να φοβάται τα ειδικά διακαστήρια που έρχονται και θέλει να αποποιηθεί των εγκληματικών ευθυνών του. Δεν κατάλαβε όμως ότι τον πήραμε χαμπάρι.