Το χρέος της Γερμανικής Δημοκρατίας προς την Ελληνική Δημοκρατία για τις χρηματικές καταβολές υπέρ των γερμανικών δυνάμεων κατοχής από το 1941 ως το 1944 υπολογίζεται σε περίπου 500 δισεκατομμύρια ευρώ.
Δεν έχει καταβληθεί μέχρι σήμερα. Η ζημία από την μη καταβολή του για την ελληνική οικονομία δεν έχει ακόμη τεκμηριωθεί με σχετική μελέτη.
Το χρέος των Γερμανών προς τους Έλληνες δεν παραγράφεται. Οφείλει να καταβληθεί. Η διεκδίκησή του επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων.
Τα έξοδα κατοχής που επέβαλαν οι Γερμανοί, Ιταλοί και Βούλγαροι στην Ελλάδα ήταν νόμιμα σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο που επιβάλλει ο κατεχόμενος να πληρώνει στον κατακτητή δαπάνες κατοχής. Το ποσόν αυτό δεν περιλαμβάνεται στα παραπάνω αναφερόμενα 500 δισεκατομμύρια που οφείλουν οι Γερμανοί στους Έλληνες.
Αυτά προέκυψαν από χρηματικές καταβολές της Τραπέζης της Ελλάδος με την μορφή έκδοσης και κυκλοφορίας χαρτονομισμάτων. Δύο συμφωνίες μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας το 1942, που κοινοποιήθηκαν στην τότε ελληνική Κυβέρνηση, όριζαν πως η απαίτηση αυτή αποτελούσε δάνειο και πως το δάνειο θα αποπληρωνόταν σε σύντομο χρόνο μετά την λήξη του πολέμου.
Ο εξαναγκασμός της ελληνικής κυβέρνησης να εκδίδει χαρτονομίσματα χονδρικά δέκα φορές πάνω από τα έσοδά της, οδήγησε τις τιμές των ελάχιστων προϊόντων διατροφής στα ύψη. Κυρίως η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη πείνασαν. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έπεσαν νεκροί από την πείνα τον χειμώνα του 1941 μέχρι το 1943.
Ο Αδόλφος Χίτλερ, σε προφορική του απάντηση που μεταφέρθηκε γραπτώς και επισήμως δια της διπλωματικής οδού στην ελληνική κυβέρνηση απάντησε:
“Ας το είχαν σκεφτεί νωρίτερα”. Οι Έλληνες το είχαν σκεφτεί. Αλλά είπαν ΟΧΙ!
Ο Βασιλιάς Γεώργιος ο Β’ το είχε αποφασίσει. Ο Ιωάννης Μεταξάς το είχε αποφασίσει και είχει οργανώσει σύσσωμη την Ελλάδα για την επισιτιστική κρίση που θα ερχόταν με ευρεία και επίμονη δημόσια κινητοποίηση. Στο επιτελικό σχέδιο, προέβλεψε -πάντα με προφητική οξυδέρκεια- περίπου 5 χρόνια αποκλεισμού λόγω του πολέμου. Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, με δάκρυα στα μάτια και με το Διάταγμα του πολέμου εμπρός του αναφώνησε στα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου: “Πρώτος εγώ”! Έκανε τον Σταυρό του και ευχήθηκε στητός: “Ο Θεός σώζοι την Ελλάδα”! Σώζοντας την τιμή της, η Ελλάς έσωσε τον εαυτό της.
Γράφω αυτό το άρθρο για την κοπέλα χωρίς όνομα. Που σκελετωμένη ακολουθούσε τον εξαθλιωμένο πατέρα και την μητέρα της. Με το κάρο τους γεμάτο από έπιπλα και κουζινικά. Όταν εμφανίστηκαν μπροστά από το πατρικό σπίτι της αείμνηστης γιαγιάς μου Μαρίας Νασιούλα, στο χωριό μας, η εικόνα τους ήταν συγκλονιστική. Η γιαγιά μου έτρεξε να τους βοηθήσει. Πέθαιναν. “Πάρε ό,τι θέλεις από τα υπάρχοντά μου, καλό μου κορίτσι… Και δώσε μου λίγο αλεύρι να φάμε για να ζήσουμε”…
Υπάρχουν λεπτομέρειες για την άθλια κατάσταση των τριών αυτών ανθρώπων που δεν μπορώ να τις γράψω δημοσίως.
Οι τρεις σκελετωμένοι άνθρωποι είχαν καταφέρει να φτάσουν από την Αθήνα που πεινούσε ως τους πρόποδες του Ολύμπου. Η γιαγιά μου, κοντά 30 χρονών τότε, δεν δέχθηκε να πάρει τίποτε. Τους τάισαν και τους έδωσαν προμήθειες. Για να της αφήσει την αιώνια ευλογία του, ο πατέρας της εξαθλιωμένης ελληνικής οικογένειας της άφησε έναν όμορφο πορσελάνινο δίσκο. Ακόμα κρέμεται στο σπίτι μας. Για να μην μας αφήνει να ξεχάσουμε το χρέος που έχουμε απέναντι στους Έλληνες. Που δεν δέχθηκαν να υποταχθούν στον εχθρό. Και αυτός τους τιμώρησε όσο πιο βαριά μπορούσε.
Τα αμούστακα δεκαεξάχρονα παιδιά της προσωπικής φρουράς του Χίτλερ και οι εμπειρότεροι σκύλοι της Γκεστάπο που είχαν κατασκηνώσει ακριβώς απέναντι από το φτωχικό σπίτι, του έβαλαν φωτιά και το έκαψαν. Όπως έκαναν και αλλού στην κατακαϋμένη Ελλάδα…
…
Η δειλία των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στην Γερμανία μου δημιουργεί απέχθεια. Η πολιτική εκμετάλλευση των γερμανικών οφειλών για τρεις ημέρες δημοσιότητας από ανθρώπους σαν τον τότε νεο-εκλεγμένο κύριο Τσίπρα κατά την επίσκεψή του στην Γερμανία μου προκαλεί θυμό.
Θα του έλεγα να μην τους ξαναπιάσει στο στόμα του
Ιωάννης Νασιούλας