Ο πλησίον και η αγάπη


από τον Νικόδημο

1. Η αγάπη είναι ένα από τα πιο εύκολα και πιο δύσκολα θέματα στον χριστιανισμό αλλά και στην κοινή εμπειρία των ανθρώπων.

Είναι εύκολο, διότι όλοι τη νιώθουμε σε μια ή άλλη μορφή πολύ συχνά. Είναι δύσκολο ζήτημα, διότι παρουσιάζεται σε διαφορετικά επίπεδα και διαφορετική ένταση. Άλλο συναίσθημα εννοεί ένας και άλλο άλλος.

Ο Ιησούς αναφέρεται συχνά σε αυτό και το θεωρεί κορυφαίο γνώρισμα στους οπαδούς του. Αλλά στα ΤΚΕ δεν περιγράφεται ξεκάθαρα ούτε δίνονται πρακτικές οδηγίες για την έκφραση και την εφαρμογή της αγάπης.

Υπάρχει μόνο η περιγραφή του Παύλου στην Επιστολή 1Κρ 13.5: 
Η αγάπη μακροθυμεί (= δείχνει μεγαλοψυχία), χρηστεύεται (είναι προς όλους ευεργετική)... ου ζηλοί (δεν δείχνει ζήλεια)… ου περπερεύεται (δεν δείχνει αλαζονεία), ου φυσιούται (δεν φουσκώνει εγωιστικά), ουκ ασχημονεί (δεν κάνει αισχρότητες), ου ζητεί τα εαυτής (δεν επιδιώκει ίδιον συμφέρον)… ου χαίρει επί τη αδικία (δεν χαίρεται με την αδικία)… πάντα υπομένει… ουδέποτε εκπίπτει.,

Ναι, όλα είναι πολύ ωραία. Αλλά πώς αποκτάς τέτοιο συναίσθημα;

Ίσως όταν κάποιος ερωτεύεται βαθιά ή τρελά, στην αρχή έχει αυτό το συναίσθημα, αλλά δεν διαρκεί στην ένταση και αγνότητά του, καθώς εμφανίζονται οι σκοτεινές πλευρές της προσκόλλησης, κτητικότητας, ζήλειας, δυσαρέσκειας κ.λπ. Η σχέση συνεχίζεται ίσως, ο έρωτας και η φροντίδα, μα η αρχική ποιότητα έχει χαθεί.

2. Οι οδηγίες που ο Ιησούς δίνει χωρίζονται σε δύο πολύ διακριτές κατηγορίες. Οι άνθρωποι νομίζουν πως τα λόγια του απευθύνονται σε όλους εξίσου. Και είναι αλήθεια πως πολλές φορές οι ευαγγελιστές δεν γράφουν με σαφήνεια πάντοτε σε ποιους απευθύνεται ο Ιησούς.

Μετά από αρκετή μελέτη γίνεται σαφές πως ο Ιησούς άλλοτε μιλάει στους εκλεκτούς μαθητές του κι άλλοτε στα πλήθη. Υπάρχουν πάμπολλα παραδείγματα. Και στα τρία Συνοπτικά (Ματθ, Μρ, Λκ) λέει στους μαθητές πως στους ίδιους μιλάει ευθέως κι άμεσα για τη Βασιλεία, μα στα πλήθη μιλάει με παραβολές (Μθ 13.34, Μρ 4.33-34, Λκ 8.10). Στο κεφ 5 του Κατά Ματθαίο ανέβηκε στο βουνό παίρνοντας μόνο τους μαθητές του: η Επί του Όρους Ομιλία με τους μακαρισμούς, τις νέες εξηγήσεις για τους νόμους του Ισραήλ και τις οδηγίες για νέους τρόπους αγάπης (προς εχθρούς), είναι όχι για τους όχλους αλλά για τους μαθητές.

Δυστυχώς, οι άνθρωποι νομίζουν πως εκείνα τα λόγια ισχύουν για όλους. Επειδή δεν μπορούν ούτε να αγαπήσουν ούτε να εφαρμόσουν πραότητα και ταπεινότητα και συγχώρεση ούτε να έχουν καθαρή καρδιά και γενναιοδωρία, νιώθουν βαθιά ενοχή και αποστρέφονται τη διδασκαλία του Ιησού. Η διδασκαλία αυτή με όλες τις παραινέσεις της είναι για τους λίγους του Μέσου κύκλου της Ανθρωπότητας που παρασκευάζονται ειδικά για να μπορούν να την εφαρμόσουν βαθμιαία στην καθημερινή ζωή τους.

3. Όταν ένας νομικός, στο Κατά Λουκά, ακούει από τον Ιησού πως για να έχει ζωή αιώνια πρέπει να εφαρμόσει τις εντολές του Ιουδαϊκού νόμου, δηλ. να αγαπά Κύριον τον Θεό με όλη του την καρδιά και διάνοια και τον πλησίον του ως εαυτόν (10.25-30), ρωτά ποιος είναι ο πλησίον μου; Και τότε ο Ιησούς λέει την παραβολή του Καλού Σαμαρείτη. Αλλά οι άνθρωποι γενικά τη διαβάζουν λάθος.

Κάποιος, είπε ο Ιησούς, ταξίδευε από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ αλλά ληστές του επιτέθηκαν, τον γύμνωσαν, τον χτύπησαν και τον άφησαν μισοπεθαμένο στην άκρη. Πέρασε ένας ιερέας και μετά ένας Λεβίτης (και οι δύο ορθόδοξοι Ιουδαίοι) μα τον προσπέρασαν χωρίς να δώσουν βοήθεια. Μετά πέρασε κι ένας Σαμαρείτης (που θεωρούνταν αιρετικός!) κι αυτός φρόντισε αμέσως τον χτυπημένο, τον ανέβασε στο ζώο του και τον πήγε σε ένα πανδοχείο. Εκεί πλήρωσε τον πανδοχέα να παράσχει όποια πρόσθετη φροντίδα. Ποιος είναι ο “πλησίον” του ταξιδιώτη, ρωτά ο Ιησούς και ο νομικός απαντά “εκείνος που έδειξε έλεος”. Πήγαινε, λέει ο Ιησούς τότε, και κάνε και συ το ίδιο.
Σύμφωνα με αυτήν την παραβολή και την εξήγησή της, αν δεχθούμε πως είναι γνήσια (διότι δεν σημειώνεται πουθενά αλλού), ο πλησίον μας δεν είναι ο γείτονας ή οποιοσδήποτε, αλλά αυτός που δείχνει έλεος. Αυτόν λοιπόν πρέπει να αγαπάμε ως εαυτό μας!

4. Πόσοι και πότε δείχνουν έλεος σε μας ή άλλους; Πότε δείχνουμε έλεος εμείς;

Ο Ουσπένσκι, ο μεγάλος εσωτεριστής του 20ου αιώνα (κι άλλοι) ερμηνεύει την παραβολή με “εσωτερική εργασία”. Ο ταξιδιώτης είναι ο κοινός άνθρωπος βυθισμένος στις πιέσεις της καθημερινότητας. Η ζωτικότητά του, η ενέργειά του, ρουφιέται από αρνητικά συναισθήματα όπως φόβος και ζήλεια, έγνοιες κι άγχη (=ληστές) και μένει χαμένος κι ανήμπορος. Καλή συντροφιά, καλές επιδράσεις (=ο Σαμαρείτης), τον οδηγούν σε μια Σχολή (=πανδοχείο) κι εκεί σιγά σιγά βρίσκει ανακούφιση και θεραπεία, οι αδυναμίες του ξεπερνιούνται και η ψυχική υγεία του αποκαθίσταται.

Ο πλησίον είναι λοιπόν αυτός που βοηθάει με τέτοιο τρόπο κι αυτόν πρέπει να αγαπάμε σαν να είναι ο εαυτός μας. Αλλά στον κόσμο έχει επικρατήσει μια ιδέα που είναι ανεφάρμοστη – και μια απύθμενη υποκρισία.


via





Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας εδώ

Νεότερη Παλαιότερη