Το μυστικό που έκρυβε μια ιδιωτική εκκλησία-μαυσωλείο στον Πειραιά


του Στέφανου Μίλεση από το Πειραιόραμα

Ο Ιταλός Βιτσέντζο Καϊβάνο, πολιτικός μηχανικός στο επάγγελμα, κάτοικος Κωνσταντινούπολης, γνώρισε μέσω συνοικεσίου μια όμορφη Πειραιώτισσα, την Αικατερίνη Λεμπέση, την οποία – παρά τον τρόπο γνωριμίας – αγάπησε παράφορα και την νυμφεύτηκε τον Μάιο του 1906. Το Μάιο του 1934 όμως η Αικατερίνη Λεμπέση – Καϊβάνο πέθανε. Ο Βιντσέντζο – ή Βικέντιος- αμέσως κατέφτασε στον Πειραιά και ζήτησε από τον δήμαρχο της πόλης, Σωτήριο Στρατήγη, την άδεια να κτίσει στην μνήμη της εκκλησία πάνω στη Πλατεία Αλεξάνδρας. Το αιτιολογικό του ήταν απλό. Η σύζυγός του ήταν γνωστή ενάρετη Πειραιώτισσα, της οικογένειας Λεμπέση, πιστή στην ορθόδοξη εκκλησία και κατά συνέπεια, ο Καϊβάνο θεωρούσε δίκαιο το αίτημά του.

Ο Στρατήγης του απάντησε, πως δεν ήταν δυνατόν να δεσμεύσει μια τόσο όμορφη περιοχή, τόσο κεντρική, όσο η Πλατεία Αλεξάνδρας για την μνήμη της συζύγου του. Το ζήτημα τέθηκε και στο Δημοτικό Συμβούλιο και ο Καϊβάνο πηγαινοερχόταν συνεχώς στον Πειραιά από την Κωνσταντινούπολη. Έφερε μάλιστα και σχέδια της εκκλησίας, με τα οποία έδειχνε πως μεγάλοι μηχανικοί της Κωνσταντινούπολης θα αναλάμβαναν το σχεδιασμό της. Στο μεταξύ, το Δημοτικό Συμβούλιο του υπεδείκνυε άλλο σημείο, ένα μικρό άλσος κοντά στο Τουρκολίμανο, χωρίς να αναφέρεται κάτι περισσότερο για το ποιο ήταν το ακριβές μέρος. Η επιμονή του Καϊβάνο ωστόσο, ήταν τόσο έντονη και παράξενη, ώστε οι Δημοτικοί Σύμβουλοι είχαν αρχίσει να τον ειρωνεύονται και να αναρωτιούνται τι άλλο θα μπορούσε να συμβαίνει. Ο Καϊβάνο, αφού είδε πως με τον Δήμο δεν θα μπορούσε να προχωρήσει στην υλοποίηση του σχεδίου του, προσέγγισε τον γνωστό βιομήχανο Ανδρέα Σπυράκη και αγόρασε κτήμα ιδιοκτησίας του, έναντι της Πλατείας Αλεξάνδρας, δίπλα στη Συνοικία Τσίλερ, εκεί ακριβώς που ήταν το εργοστάσιο υαλουργίας, που ο Τσίλερ τροποποίησε και είχε μετατρέψει σε εξοχική του κατοικία. Το τίμημα αγοράς που κατέβαλε ο Καϊβάνο στον Ανδρέα Σπυράκη ήταν 3.750.000 δραχμές για έκταση 7.000 τετραγωνικών πήχεων. Ο Καϊβάνο υπολόγιζε να ξοδέψει άλλα 4.000.000 δραχμές για την ανέγερση της εκκλησίας. Σημειωτέον πως ο Καϊβάνο ήταν Καθολικός. Οι κάτοικοι της περιοχής, χάρηκαν που θα αποκτούσαν δίπλα τους εκκλησία, η χαρά τους όμως γρήγορα μεταβλήθηκε σε απορία, όταν με έκπληξη έμαθαν, πως δεν θα ήταν απλώς εκκλησία αλλά και μαυσωλείο. Αρκετοί που γνώριζαν τη νεαρά Αικατερίνη Λεμπέση όταν ακόμη ζούσε, μάθαιναν τα νέα της, για το πόσο μεγάλη ήταν η τύχη που της προέκυψε από τον γάμο της, καθώς είχαν αποκτήσει μεγάλη περιουσία. Ο Βικέντιος και η Αικατερίνη έκαναν από κάθε πλευρά μια ζωή ζηλευτή. Με έδρα την Κωνσταντινούπολη, ταξίδευαν διαρκώς σε δύση και ανατολή, κλείνοντας συνεχώς εργασίες σχεδίασης και κατασκευής έργων, χωρίς να υστερούν σε αγαθοεργίας. Όταν έμαθαν για το θάνατο της Αικατερίνης και πως η εκκλησία με το μαυσωλείο προοριζόταν για εκείνη, ηρέμησαν κάπως και αποδέχθηκαν το γεγονός. Έτσι η απορία του κόσμου μεταβλήθηκε σε εντυπωσιασμό, για το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η αγάπη ενός άνδρα για τη σύζυγο που έχασε.

Ο Βικέντιος Καϊβάνο, θεωρείτο για αρκετό καιρό το όνομά του, σύγχρονος Ρωμαίος – καθότι μάλιστα και Ιταλός – που έχασε την Ιουλιέτα του. Η ανέγερση και το ταριχευμένο σώμα της Αικατερίνης Στις 26 Νοεμβρίου του 1936, τέθηκε ο θεμέλιος λίθος παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών. Το έργο τέθηκε υπό την εποπτεία του ίδιου του Καϊβάνο, που καθοδηγούσε του πολλούς εργάτες που είχε προσλάβει, καθώς έδειχνε ανυπόμονος με την ολοκλήρωση του έργου του. Η εκκλησία που ολοκληρώθηκε το 1938, δέσποζε έναντι της Πλατείας Αλεξάνδρας, χωρίς να βρίσκεται πάνω της, όπως αρχικώς ζητούσε ο Καϊβάνο.Κάτω ακριβώς από την εκκλησία, είχε διαμορφωθεί κρύπτη, και παρεκκλήσι, προκειμένου να εναποθέσει τη ταριχευμένη σύζυγό του.

Η Αικατερίνη είχε πεθάνει το 1934 και μέχρι το 1938 το σώμα της διατηρείτο ταριχευμένο στη Κωνσταντινούπολη. Μάλιστα για τη ταρίχευση της Αικατερίνης υπάρχει ολόκληρο παρασκήνιο στο οποίο αναφέρθηκε η εφημερίδα «Ακρόπολις». Σύμφωνα με αυτό, ο Καϊβάνο απαίτησε από τους ταριχευτές της Πόλης, όχι απλά να ταριχεύσουν το σώμα της συζύγου του, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρηθεί για πάντα ανέπαφο και να διατηρήσει «αιώνια» τα χαρακτηριστικά της. Η εφημερίδα γράφει πως οι ντόπιοι ταριχευτές δεν μπορούσαν να δώσουν αυτή τη διαβεβαίωση και ο Βικέντιος κάλεσε από την Ελλάδα τους γνωστούς στην εποχή τους Βασιλειάδη και Αρνάνη οι οποίοι και διενήργησαν το έργο της ταρίχευσης. Μετά, τοποθέτησε τη σωρό της συζύγου μέσα σε φέρετρο κατασκευασμένο από τσίγκο και μολύβι, στο οποίο μάλιστα φαινόταν και το πρόσωπο του λειψάνου, γιατί στο ύψος αυτό υπήρχε γυαλί. Με αυτό το ειδικό φέρετρο κατέφθασε στον Πειραιά η σωρός της Αικατερίνης Λεμπέση, την Παρασκευή 6 Μαΐου 1938, όταν το ιταλικό ατμόπλοιο «Γκριμάνι», κατέπλευσε στον Πειραιά. Η πρώτη διανυκτέρευση της σωρού, έγινε εντός της εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα, προκειμένου την επομένη να εισαχθεί στην ειδική κρύπτη της εκκλησίας που είχε κατασκευάσει το Καϊβάνο στη μνήμη της και που, φυσικά, θα λάμβανε το όνομα «Αγία Αικατερίνη». Η τελετή εγκαινίων της εκκλησίας της Αγίας Αικατερίνης έγινε την επόμενη ημέρα που μεταφέρθηκε και τοποθετήθηκε η σωρός από τον Άγιο Σπυρίδωνα στο νέο ναό της Πλατείας Αλεξάνδρας. Στην τελετή αυτή χοροστάτησε μάλιστα και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Και ενώ φαίνεται πως η παράξενη σαν «παραμύθι» ιστορία, όπως τη χαρακτήρισε ο Λεβάντας σταματά εδώ, καθώς μέχρι εδώ φτάνει και η αφήγηση της ιστορίας από τις εφημερίδες του 1938, η ιστορία εξελίσσεται ακόμη πιο απρόσμενα, αν κάποιος ερευνήσει τα δημοσιεύματα της μεταπολεμικής εποχής. Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Μακεδονία» μεταπολεμικά η ιστορία έχει και συνέχεια.

Ο πομπός Όσες φορές βρισκόταν στον Πειραιά ο Καϊβάνο, κλεινόταν μέσα στην εκκλησία για δύο και τρεις ώρες την ημέρα, φορώντας πάντα μαύρα και κλαίγοντας διαρκώς για την σύζυγό του που έχασε. Όσοι τον γνώριζαν, άρχισαν να θεωρούν την συμπεριφορά του αυτή περίεργη και μη φυσιολογική, δεδομένου ότι κάθε φορά που έπρεπε να γευματίσει στο σπίτι του, έδιωχνε όλους τους υπηρέτες και έτρωγε έχοντας απέναντί του ένα σερβίτσιο ακόμα (της γυναίκας του), ενώ κατά την διάρκεια του γεύματος οι υπηρέτες έλεγαν ότι μιλούσε μαζί της. Παραμονές του ελληνοϊταλικού πολέμου η βρετανική αντικατασκοπεία στην Ελλάδα «πιάνει» παράξενα κρυπτογραφημένα σήματα να εκπέμπονται από την περιοχή της Καστέλλας. Οι ελληνικές αρχές, με την βοήθεια ραδιογωνιόμετρων, εντοπίζουν ότι τα σήματα εκπέμπονται από την εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης. Μια νύχτα που ο Βικέντιος Καϊβάνο, λείπει στην Κωνσταντινούπολη, ερεύνησαν την εκκλησία και αφού δεν βρήκαν τίποτα το εμφανές, προχώρησαν και στην κρύπτη όπου ο Καϊβάνο είχε τοποθετήσει την γυναίκα του, εντός του ειδικού μεταλλικού φέρετρου. Αφού έφτασαν στο σημείο να το ανοίξουν, με έκπληξη διαπίστωσαν πως κάτω ακριβώς από το κεφάλι του λειψάνου, βρισκόταν κρυμμένος ένας, τεχνολογικά εξελιγμένος για την εποχή του, πομπός. Δεν αναφέρουν φυσικά τίποτα και όταν επιστρέφει από την Κωνσταντινούπολη ο Καϊβάνο τον συλλαμβάνουν με την κατηγορία της κατασκοπείας. Πρόκειται για μια πραγματικά μοναδική ιστορία, μιας εκκλησίας που αποτελεί σημείο αναφοράς για τον Πειραιά, από το όμορφο σημείο στο οποίο δεσπόζει με θέα την Πλατεία Αλεξάνδρας και όλο το απέραντο γαλάζιο του Σαρωνικού. Η εκκλησία φέρει το όνομα «Αγία Αικατερίνη», ωστόσο το παρεκκλήσι που βρίσκεται στον ισόγειο χώρο του ναού, φέρει το όνομα «Άγιος Βικέντιος».


Πηγή: Πειραιόραμα...
via

Δημοσίευση σχολίου

Αφήστε το σχόλιό σας εδώ

Νεότερη Παλαιότερη