Πριν πάω στην Κάρπαθο το 2014 είχα ακούσει ότι είναι μια καλή επιλογή για εναλλακτικές διακοπές, κάπως πιο παραδοσιακές. Είχα δει και κάποιες καλοδουλεμένες εκπομπές της κρατικής τηλεόρασης.
Μετά το δικινητήριο της Ολυμπιακής και τη θέα από ψηλά, η τωρινή πρωτεύουσα του νησιού, Τα Πηγάδια, που βρίσκονται στην ίδια θέση με την αρχαία Ποσειδωνία - μία από τις 4 της Αρχαίας τετράπολης του νησιού, ήταν μια απογοήτευση - παρατημένη και νέοελληνικοποιημένη μετριότητα.
Μιάμιση ώρα αργότερα, όμως, και μετά από οδήγηση σε υψόμετρα με χαράδρες και περίεργες στροφές βλέπεις μπροστά σου την Όλυμπο.
Παρατηρείς μια αμφιθεατρικά κρεμασμένη χώρα, ανάποδα στημένη, να κοιτάει προς το βουνό - καθώς στήθηκε έτσι πριν από 1200 χρόνια για να αποφεύγει τους Σαρακηνούς πειρατές που ρήμαζαν το Αιγαίο - και σου τραβάει το μάτι ότι πολύ νέος κόσμος από πολλές Ευρωπαϊκές χώρες κυκλοφορεί στα σοκάκια.
Μετά από λίγες ώρες αρχίζει να σε συναρπάζει η αγριάδα του τοπίου.
Σημειωτέον δε ότι η Κάρπαθος διαθέτει 2 από τις καλύτερες παραλίες που έχω πάει στη ζωή μου, την Άπελλα και την Σαρία, εκ των οποίων η δεύτερη είναι μια τυρκουάζ πισίνα 3 στρεμμάτων με βάθος 8 μέτρων ανάμεσα από βράχια και σπηλιές. Προσβάσιμη μόνο με καΐκι σ’ ένα ανεμοδαρμένο ταξίδι μίας ώρας και πλέον, καθώς το νησί από τον Όμηρο αποκαλούνταν Ανεμόεσσα. Συμμετείχε βλέπετε στον Τρωικό.
Πριν βουτήξω στην Άπελλα, πίστευα ως γνήσιος Σαλονικιός ότι “…σαν τη Χαλκιδική δεν έχει…”.
Η μεγαλύτερη αποκάλυψη όμως είναι οι άνθρωποι που ξεχασμένοι για πολλούς αιώνες σε ’κείνη τη βουνοκορφή της Ολύμπου κράτησαν κάποια καίριας σημασίας πράγματα αναλλοίωτα, αυθόρμητα και με αγάπη για τον τόπο τους.
Οι γυναίκες με τους μαύρους δωρικούς κεφαλόδεσμους, στολισμένους με κόκκινα και πράσινα χρώματα, θυμίζουν τους αντίστοιχους που φοράνε στη Μακεδονία οι γυναίκες της Νάουσας.
Κάτω από τα μαύρα βλέπεις την κατάλευκη φορεσιά ραμμένη με πολύχρωμες διακοσμήσεις, μόνο στον ποδόγυρο και στο λαιμό, και μετά συνειδητοποιείς πόσο παλιά αισθητική αντίληψη είναι αυτή, καθώς ο Παρθενώνας είχε την ίδια πολύχρωμη αισθητική με καμβά το λευκό.
Στα σπίτια βλέπεις κάτι ακόμη πιο περίεργο - για όλους εμάς που υποστήκαμε την απαιδευσιά του Νεοελληνικού σχολείου. Στα αετώματα η Αρχαία σφίγγα (αυτή που φυλάει τον τάφο στην Αμφίπολη) με Αθηναϊκούς ρόδακες να συγκατοικεί με τον δικέφαλο του Βυζαντίου.
…και το κερασάκι στο τέλος είναι ο Διονυσιακός ήχος από ούτι, λύρα και τσαμπούνα (που ακόμη την αποκαλούν με το αρχαίο της όνομα Άσκαυλο - Ασκός και αυλός δηλαδή) να βαράει σε ρυθμό τρανσαριστό, ενώ πιο δίπλα η σκληρή φυσιογνωμία μιας εξηντάρας γυναίκας της Καρπάθου, να ανάβει τον ξυλόφουρνο για να ψήσει τα ψωμιά για τον Δεκαπενταύγουστο…
Αυτή η σκηνή μου έχει μείνει και επανέρχεται συχνά πυκνά σε στιγμές κούρασης από τη δουλειά σαν ελπίδα για κάτι καλύτερο, ίσως κάποια στιγμή στο μέλλον…
Σε μία μέρα μέσα απαντήθηκαν ερωτήματα πολλών ετών από συζητήσεις με φίλους για τη συνέχεια του Ελληνισμού. Η απάντηση ήταν εκεί, στη χρονοκάψουλα της Ολύμπου.
…Ένα βράδυ κόπηκε το ρεύμα από μια πυρκαγιά πιο νότια και μέσα στο σκοτάδι άκουγες τον άσκαυλο να βαράει και στην μικρή πλατεία Έλληνες και Ξένοι τουρίστες με ανεμοδαρμένα πρόσωπα να έχουν σωπάσει σχεδόν χάσκοντας από μια αίσθηση που ακόμη δεν έχω βρει την κατάλληλη λέξη για να περιγράψω…